Τα δύο παραπάνω ερωτήματα δεν είναι κυρίως ακαδημαϊκά και επιστημονικά – έστω κι αν απαιτείται η τεκμηριωμένη γνώμη των ειδικών για να απαντηθούν. Είναι βαθιά πολιτικά, ειδικά καθώς επίκειται η δημοσιοποίηση του σχεδίου της Κομισιόν που θα επιτρέψει την υλοποίηση των στόχων στους οποίους έχουν συμφωνήσει οι «27» – με το βασικό «πακέτο» να γίνεται γνωστό την επόμενη Τετάρτη, 14 Ιουλίου.
Το ρεπορτάζ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εταίροι εμφανίζονται διχασμένοι και σε αυτό το ζήτημα. Ειδικά όσον αφορά στην ατομική ενέργεια, η επιστολή την οποία απηύθυναν οι υπουργοί πέντε κρατών-μελών – Γερμανία Αυστρία, Δανία, Ισπανία και Λουξεμβούργο – προς τους αρμόδιους επιτρόπους αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Η επιστολή των «5»
«Οι πρόσφατες επέτειοι των πυρηνικών καταστροφών της Φουκουσίμα και του Τσέρνομπιλ αποτέλεσαν μια ισχυρή υπενθύμιση των κινδύνων που ενέχει η συγκεκριμένη τεχνολογία», σημειώνουν οι υπογράφοντες και συνεχίζουν: «Για τον λόγο αυτό, μας προκάλεσε ανησυχία η εκτίμηση του Κοινού Κέντρο Ερεύνης (JRC) που ήρθε σε γνώση μας, ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις πως η τεχνολογία υψηλού κινδύνου την οποία αντιπροσωπεύει η ατομική ενέργεια είναι πιο επιβλαβής για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον σε σύγκριση με άλλες μορφές, όπως η αιολική και ηλιακή ενέργεια».
Οι ίδιοι καλούν την Κομισιόν να μην την συμπεριλάβει στο σχέδιό της και προειδοποιούν ότι σε αντίθετη περίπτωση, «θα πληγεί σε μόνιμη βάση η συνοχή του και η αξιοπιστία του, με αποτέλεσμα να καταστεί άχρηστο».
Όπως είναι προφανές, υπάρχουν εταίροι που όχι απλώς δεν θα συμφωνήσουν με αυτή την άποψη, αλλά το πιθανότερο είναι πως θα εξοργιστούν.
Το Παρίσι στα χαρακώματα
Πρώτη και καλύτερη είναι, φυσικά, η Γαλλία η οποία βασίζει το ενεργειακό της σύστημα στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, που καλύπτουν πάνω από τα δύο τρίτα των αναγκών της. Δεν είναι μυστικό, άλλωστε, ότι το Παρίσι πιέζει ώστε η συγκεκριμένη μορφή να χαρακτηριστεί ως «καθαρή», έτσι ώστε και να διασφαλίσει μεγάλες επιδοτήσεις και το ίδιο να μην αναγκαστεί να αλλάξει ριζικά το μοντέλο του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Πρέπει να σημειώσουμε, βεβαίως, ότι στην επιστολή τους οι «5» αναγνωρίζουν «το κυρίαρχο δικαίωμα κάθε κράτους-μέλους να αποφασίσει εάν είναι υπέρ ή κατά της ατομικής ενέργειας». Αυτό, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αμβλύνει την αντίθεση ούτε αποτρέπει τον κίνδυνο σύγκρουσης εντός της ΕΕ.
Την ίδια στιγμή, αντιδράσεις προκαλεί και η επιλογή της Κομισιόν να κατατάξει το φυσικό αέριο στις «βιώσιμες» πηγές για την παραγωγή ενέργειας, τουλάχιστον μεταβατικά. Το επιχείρημα είναι απλό: Με τη χρήση του μειώνονται οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου, ειδικά όταν αντικαθιστά λιγνιτικές μονάδες.
Γερμανικός «έρωτας» με το φυσικό αέριο
«Είναι καλό το γεγονός ότι η Κομισιόν επιδιώκει να εξετάσει πιο προσεκτικά τις μεταβατικές τεχνολογίες», σχολίασε ο εκπρόσωπος των συγκυβερνώντων στη Γερμανία Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών – αφήνοντας να εννοηθεί ότι, σε αυτή την περίπτωση, είναι το Βερολίνο που έχει ασκήσει πιέσεις ώστε να υπάρξει αυτή η «πρόνοια» στο υπό δημοσιοποίηση σχέδιο.
Φυσικά, οι Γερμανοί δεν κινούνται τυχαία ούτε από καπρίτσιο. Η ολοκλήρωση της κατασκευής του αγωγού Nord Stream 2 πρέπει να θεωρείται γεγονός και είναι σαφές ότι θα επιδιώξουν να εξαντλήσουν τα οφέλη που συνεπάγεται για την οικονομία τους και όχι να τον θέσουν σε αχρηστία προτού καν τεθεί σε λειτουργία.
Και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, υπάρχουν έντονες αντιδράσεις. Τόσο στο εσωτερικό της χώρας, από τους Πράσινους, όσο και στις τάξεις των Ευρωπαίων εταίρων, που θεωρούν ότι για μια ακόμη φορά η Γερμανία τα θέλει όλα δικά της.
Τα πραγματικά ερωτήματα
Δίπλα, βεβαίως, στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, πρέπει να τεθεί και το πιο ουσιαστικό ερώτημα: Μπορούν τα ενεργειακά συστήματα της Ευρώπης (και, κατά συνέπεια, όλου του κόσμου) να αντέξουν το βάρος της ζήτησης και να αποδειχθούν σταθερά όταν βασίζονται μόνο ή κυρίως στις ανανεώσιμες πηγές, οι οποίες αντικειμενικά είναι ευμετάβλητες και πιο ασταθείς;
Μήπως απαιτείται η συνδρομή, έστω και επικουρικά, άλλων μορφών ενέργειας – και αν ναι, ποιες είναι οι πλέον κατάλληλες, ώστε να μην ναρκοθετηθεί και ο στόχος του μηδενισμού του «αποτυπώματος» της ΕΕ στο φυσικό περιβάλλον;
Τελικά, μήπως το κέντρο βάρους πρέπει σταδιακά να μεταφερθεί στη μείωση της κατανάλωσης και ζήτησης, μιας και οι δυνατότητες του γήινου οικοσυστήματος είναι έτσι κι αλλιώς πεπερασμένες;
Πηγή ot.gr