Με την επίσημη υιοθέτηση του καταλόγου απαγορευμένων μορφών ενέργειας, το γνωστό EU Taxonomy, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Ευρώπη ακολουθώντας από κοντά τα χνάρια της Καθολικής Εκκλησίας του μεσαίωνα (που ως γνωστό είχε επιβάλλει το Index Librorum Prohibitorum για τα απαγορευμένα βιβλία) έκανε ακόμα ένα βήμα προς τη νέα μορφή περιβαλλοντικού ολοκληρωτισμού που τα τελευταία χρόνια καθορίζει όλο και περισσότερο την αντίληψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον έξω κόσμο. Αφού με λάβαρο την Κλιματική Αλλαγή και την απίστευτη δικαιολογία για την σωτηρία του πλανήτη από την «εκτιμώμενη» άνοδο της μέσης θερμοκρασίας της βιόσφαιρας κατά 1,5 με 2,0 βαθμούς C κατά τα επόμενα 50 και κάτι χρόνια, λόγω των αυξανόμενων εκπομπών του θερμοκηπίου, (όπου η συμμετοχή της ΕΕ αντιστοιχεί μόνο στο 8,2% των παγκόσμιων εκπομπών) οι μανδαρίνοι των Βρυξελλών προσπαθούν να επιβάλλουν μιαν ατζέντα απόλυτου ενεργειακού αποκλεισμού.
Μια ατζέντα που με περιττό θράσος η ΕΕ προσπαθεί να επιβάλλει όχι μόνο στα κράτη μέλη αλλά και παγκοσμίως αδιαφορώντας για το υψηλό κόστους που συνεπάγεται στην βιομηχανία και πολύ σύντομα θα επηρεάσει την τσέπη του καταναλωτή λόγω της αναμενόμενης ανατίμησης εκατοντάδων προϊόντων και υπηρεσιών (ήδη έχουν αυξηθεί οι τιμές πολλών προϊόντων). Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η ακολουθούμενη πολιτική αποσκοπεί στην βίαια αλλαγή του ισχύοντος σήμερα οικονομικού-παραγωγικού μοντέλου με άμεσα ευνοούμενες τις βιομηχανοποιημένες χώρες του βορρά εις βάρος των φτωχότερων οικονομιών του νότου. Η έωλη δικαιολογία που προβάλλουν οι γραφειοκράτες της Κομισιόν για την σπουδή τους να εισάγουν το συντομότερο δυνατό τους νέους διασυνοριακούς περιβαλλοντικούς φόρους είναι ότι προέχει η «ενεργειακή μετάβαση» σε ένα περιβάλλον καθαρών τεχνολογιών που πρέπει να ολοκληρωθεί σχεδόν άμεσα, δηλαδή μέχρι το 2030.
Ποιο συγκεκριμένα το EU Taxonomy που εισήχθη για πρώτη φορά το 2020 και μάλιστα υπερψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και επικαιροποιήθηκε τον Ιούνιο εφέτος (βλέπε Commission Delegated Regulation ANNEX, 4/6/2021) αποτελεί ένα ολόκληρο πλέγμα διατάξεων και κανονισμών που καθορίζει ποιες μορφές ενέργειας και σε τι βαθμό είναι συμβατές με τους στόχους και τα πιστεύω της ΕΕ ως προς τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.( Βλέπε Taxonomy: Final Report of the Technical Expert Group on Sustainable Finance, March 2020).Έτσι η παραγωγή ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ( ΑΠΕ), από βιομάζα από ανακυκλωμένα υλικά, από υδρογόνο που έχει παραχθεί από ΑΠΕ κλπ είναι αποδεκτές ως περιβαλλοντικά συμβατές πηγές ενέργειας και άρα δικαιούνται χρηματοδότησης, ενώ άλλες μορφές όπως ο άνθρακας και τα παράγωγα του, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και η πυρηνική ενέργεια δεν είναι και επομένως αποκλείονται από κάθε είδος χρηματοδότηση. Με την βιομηχανία να έχει εγείρει σοβαρότατες αντιρρήσεις και ενστάσεις ως προς την ακαταλληλότητα του φυσικού αερίου και των μηδενικών ρύπων πυρηνικής ενέργειας και την Κομισιόν να τα έχει μαζέψει όπως-όπως προσπαθώντας να εξεύρει συμβιβαστική λύση και θέτοντας σε αναστολή οποιαδήποτε απόφαση προκειμένου να «επανεξεταστεί» η καταλληλότητα των ανωτέρω δυο βασικών μορφών ενέργειας.
Απώτερος στόχος του EU Taxonomy είναι η πλήρης απαγόρευση στην χρήση μιας μεγάλης δέσμης μορφών ενέργειας επί ποινή αποκλεισμού από διάφορα ταμεία και χρηματοδοτήσεις της ΕΕ αλλά και την καταβολή δυσβάστακτων χρηματικών προστίμων. Παράλληλα λειτουργεί τελείως αποτρεπτικά η υψηλή τιμή των ρύπων (emission cost) που καθορίζεται χρηματιστηριακά, αφού από 5-10 ευρώ τον τόνο που ήταν η διακύμανση της τιμής μέχρι πριν δυο χρόνια αυτή έχει εκτιναχθεί στα 50 ευρώ και άνω τον τόνο το τελευταίο διάστημα. Με αποτέλεσμα ότι καθίσταται τελείως αντιοικονομική όχι μόνο η παραγωγή ενέργειας από στερεά καύσιμα αλλά και η παραγωγή χάλυβα και τσιμέντου, αλουμινίου και πολλών άλλων συναφών προϊόντων και δραστηριοτήτων.
Με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα τελευταία χρόνια να διαχειρίζεται τελείως αυθαίρετα, και προκλητικά, την κατανομή των δωρεάν δικαιωμάτων προς παραγωγούς ενέργειας και βιομηχανίες κατά παρέκκλιση οιασδήποτε έννομης τάξης. Τα αποτελέσματα αυτής της δήθεν «περιβαλλοντικής» πολιτικής απειλεί ανοικτά πλέον την βιωσιμότητα της ίδιας της «ευρωπαϊκής βιομηχανίας» αφού καθιστά αντιοικονομική σχεδόν κάθε παραγωγική δραστηριότητα. Οι δε εκπρόσωποι των διαφόρων βιομηχανικών κλάδων στις Βρυξέλλες στις επαφές τους με τα αρμόδια κοινοτικά όργανα μένουν πολλές φορές ενεοί ακούγοντας παραινέσεις για την ανάγκη αλλαγής του αντικειμένου των βιομηχανιών που εκπροσωπούν προκειμένου οι παραγωγικές τους δραστηριότητες να συμβαδίζουν με την κλιματική ατζέντα της Κομισιόν. Εάν αυτή η διαδικασία δεν αποτελεί προσπάθεια βίαιης αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου πολλών ευρωπαϊκών χωρών δεν γνωρίζουμε τι αλλά στοιχεία οφείλουμε να προσκομίσουμε ώστε να γίνει κατανοητή η απίστευτη πορεία που έχει ξεκινήσει αυτόβουλα για την διάλυση του σύγχρονου οικονόμο-βιομηχανικού μοντέλου που υπηρέτησε πίστα την Ευρώπη καθ όλη την μεταπολεμική περίοδο.
Οι δε υψιπετείς στόχοι της ΕΕ περί απόλυτης στροφής προς την πράσινη ενέργεια και την περίφημη κυκλική οικονομία δεν βρίσκουν ασφαλώς ανταπόκριση στα άλλα μεγάλα βιομηχανικά μπλοκ (Κίνα, Ινδία, Ν. Κορέα, Ιαπωνία, Αυστραλία, ΗΠΑ, Καναδάς, Ρωσία κλπ) που θα συνεχίσουν να παράγουν και να εξάγουν προς την Ευρώπη, η παραγωγή της οποίας όμως θα φθίνει καθώς θα κατακλύζεται από φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα που θα έχουν παραχθεί όμως με υποτιθέμενη «βρώμικη» ενέργεια. Οι δε προτάσεις της ΕΕ περί επιβολής ανθρακικού φόρου σε τέτοιου είδους εισαγόμενα προϊόντα χαρακτηρίζονται από τις ανωτέρω χώρες ως τελείως ανεδαφικές ενώ εκπρόσωποι τους στα διάφορα διεθνή φορά έχουν αρχίσει να εκφράζονται απαξιωτικά για τους Ευρωπαίους αξιωματούχους για την ακολουθούμενη σήμερα από τις Βρυξέλλες ενεργειακή και περιβαλλοντική πολιτική.
Τέλος, καλά πληροφορημένοι κύκλοι της εγχώριας βιομηχανίας, παρατηρούν ότι τόσο το EU Taxonomy όσο και η νέα περιβαλλοντική πρωτοβουλία Fit-for 55 που πρόκειται να ανακοινωθεί σήμερα (εδώ) από την Κομισιόν πρόκειται να επιφέρουν επιπλέον κόστος στα εδώ παραγόμενα προϊόντα τόσο μέσω της αύξησης του ενεργειακού κόστους που είναι ήδη ορατή - και αποτελεί βασική συνιστώσα στο συνολικό κόστος παραγωγής- όσο και με την προτεινόμενη ενσωμάτωση του Carbon Tax στην παραγωγική διαδικασία. «Όλα τα ανωτέρω πρόκειται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγή καθιστώντας τα Ελληνικά προϊόντα ακόμα ποιο ακριβά πλήττοντας άμεσα τις εξαγωγές και ανεβάζοντας το κόστος της παραγωγής με δυσμενείς επιπτώσεις στις επενδύσεις και την απασχόληση», συμπληρώνουν οι ανωτέρω κύκλοι οι οποίοι δεν κρύβουν την ανησυχία τους για την έλλειψη αντίδρασης από πλευράς κυβέρνησης στους πειραματισμός του ευρωιερατείου.