Το κατά πόσον οι χώρες της ΕΕ ανταποκρίνονται ομόφωνα στις προσπάθειες και στρατηγικές που καταβάλλονται για την επίτευξη αυτού του διπλού στόχου της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ δεν διαφαίνεται καθαρά. Τουλάχιστον 3 χώρες της ΕΕ έχουν μεταθέσει το κλείσιμο των θερμικών μονάδων μετά το 2038 και μέχρι το 2050.
Με την επαναλειτουργία του σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου (ΥΦΑ) της Damietta, η Αίγυπτος γίνεται ο σημαντικός προμηθευτής ΥΦΑ στην Ευρώπη. Ας σημειωθεί ότι οποιοδήποτε φορτίο ΥΦΑ περνά από την διώρυγα του Σουέζ, προς ή από την Μεσόγειο προς άλλες κατευθύνσεις, επιβαρύνεται με ένα επιπλέον κόστος. Η εγγύτητα της Αιγύπτου στην Ευρώπη συνιστά κατά συνέπεια ένα εμπορικό πλεονέκτημα ώστε η Αίγυπτος να γίνει σημαντικός προμηθευτής της Ευρώπης.
Βέβαια το βασικό ερώτημα παραμένει: Οι διαθέσιμοι και προσδοκώμενοι όγκοι φυσικού αεριού είναι αρκετοί για επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε αγωγούς για την εξαγωγή του γειτονικού φυσικού αερίου προς την Αίγυπτο;
Ένα δεύτερο ερώτημα, και αυτό επίσης από τεχνικό-οικονομικής πλευράς και όχι πολιτικής, είναι εάν τα γειτονικά κοιτάσματα του Ισραήλ και της Αιγύπτου, δεν ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και εξαγωγή ηλεκτρισμού προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Αυτή η προοπτική στηρίζεται σε μια βιομηχανική πρακτική που εφαρμόζεται για δεκαετίες, ιδιαίτερα από εταιρείες παραγωγούς ή χώρες που δεν επιθυμούν να επενδύσουν σε μεγάλους αγωγούς ή εγκαταστάσεις υγροποίησης φυσικού αερίου επειδή δημιουργούν πρόσθετα κέντρα κόστους, γραφειοκρατικές επιβραδύνσεις και προβλήματα ασφάλειας.
Για την Ελλάδα, ποιος θα αντέλεγε ότι οι εκτιμώμενοι πόροι φυσικού αερίου από 30 Ελληνικές περιοχές δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης και από το Ιόνιο Πέλαγος, που αντιπροσωπεύουν δυνητικά κοιτάσματα κυμαινόμενα μεταξύ 70 και 90 tcf (τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια), δηλαδή μεταξύ 12 και 15 Bboe (δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου), δεν θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δυνατότητες των αποθεμάτων φυσικού αερίου στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, να ωθήσουν τα όρια των πηγών φυσικού αερίου πιο δυτικά, και να καταστήσουν την Ελλάδα παραγωγό και όχι μόνο διακομιστή; Ακόμα και ένα ποσοστό εκμεταλλευσιμότητας όχι μεγαλύτερο από 20 % αυτών των φυσικών πόρων αντιστοιχεί σε περίπου 500 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) διαθέσιμου φυσικού αερίου. Αυτό μεταφράζεται σε 100 χρόνια κάλυψη των σημερινών αναγκών της Ελλάδας. Το καθαρό μέρισμα του ελληνικού κράτους, με βάση τις σημερινές συμβάσεις δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης όπως και αυτών του Ιονίου, ανέρχεται σε 35%, κάτι που αντιπροσωπεύει, για τους προαναφερόμενους όγκους, 35 χρόνια διαθεσιμότητας φυσικού αερίου ή αντίστοιχης χρηματικής αξίας. Για ποιο λόγο η Ελλάδα δεν επιθυμεί να προσπαθήσει; Ιδιαίτερα εφόσον δεν θα επιχορηγήσει ούτε μια δεκάρα αντλώντας από τα ευρωπαϊκά κονδύλια; Οι υφιστάμενοι αγωγοί, Nord Stream 1 με δυνατότητα παράδοσης 110 bcm απευθείας στη Γερμανία, Nord Stream 2 με δύο παράλληλους άξονες συνολικής χωρητικότητας 55 bcm, ο αγωγός TAP με 10 bcm από το Αζερμπαϊτζάν, και ο υποθετικός Eastmed με 10 bcm από την ΝΑ Μεσόγειο, συνιστούν ένα ετήσιο συνολικό όγκο διαθεσιμότητας με αγωγούς προς την Ευρώπη που δεν ξεπερνά τα 185 bcm ετησίως. Η γεωγραφική εγγύτητα της Ελλάδας με της άλλες χώρες της Ευρώπης και ως μέλος της ΕΕ, θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να εκλαμβάνονται ως σημαντικά προσόντα στρατηγικής συμβολής της χώρας για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Αλλά καθώς η Ελλάδα είναι πιθανό να γίνει μόνο κοινός αποδέκτης διακομιζόμενου φυσικού αερίου και αγωνίζεται τελώντας βήματα για την διατήρηση των θαλασσίων κυριαρχικών της δικαιωμάτων, η Τουρκία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος θα αγωνιστούν για την κυριαρχία στην παροχή ενός ολοένα πλουσιότερου μείγματος φυσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Η Αίγυπτος είναι σήμερα ο ρυθμιστής που εισάγει και εξάγει φυσικό αέριο, κτίζει υποδομές, οργανώνει την έρευνα και γεωτρήσεις, νέους γύρους εξερεύνησης και εμπορικούς διαγωνισμούς, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό άκρο της λεκάνης του Ηρόδοτου και στα επαναπροσδιορισμένα όρια με την Ελλάδα νοτίως της Ρόδου και ανατολικά της Κύπρου. Την ίδια στιγμή Ελλάδα και Κύπρος με Ισραήλ, συμφωνούν στον σχεδιασμό ενός νέου αγωγού φυσικού αερίου Eastmed από το Ισραήλ στην Ελλάδα μέσω Κύπρου. Πάντως με σχεδόν το 90 % της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος της Κύπρου να βασίζεται στην εισαγωγή προϊόντων πετρελαίου, το ενεργειακό τοπίο της Κύπρου θα εξαρτηθεί τα επόμενα χρόνια ιδιαίτερα από τις εισαγωγές φυσικού αερίου μέσω του τερματικού σταθμού αεριοποίησης και ανάπτυξης σχετικών υποδομών.
Όμως, όπως είχε αναφερθεί και σε παλαιότερη αρθρογραφία (Αναγκαία η Ενεργός Στήριξη των Ερευνών Υδρογονανθράκων Ώστε η Ελλάδα να Γίνει Σημαντική Οικονομική Δύναμη στη Μεσόγειο στις Επόμενες Δεκαετίες (energia.gr), Τί κοστίζει η κυβερνητική τορπίλη στην εξόρυξη υδρογονανθράκων - slpress.gr), η πρόσφατη αντιστροφή ροής του αγωγού φυσικού αερίου μέσω της γραμμής Askhelon-El-Arish, από το Ισραήλ προς στην Αίγυπτο αποτελεί ήδη ένα επιτυχές βήμα πωλήσεων φυσικού αερίου του Λεβιάθαν που κατά πάσα πιθανότητα θα αυξηθεί.
Ηλεκτρική ενέργεια και Ευρώπη το 2020
Στην Ευρώπη, το 2020, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από μονάδες ατομικής ενέργειας απέδωσαν 683 TWh, οι μονάδες ορυκτών καυσίμων 1.023 TWh, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας απέδωσαν 1.052 TWh (δεδομένα Eurostat). Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από την ΕΕ θα αυξηθεί μεταξύ 12-26 % μέχρι το 2040, ενώ η κατανάλωση των ορυκτών καυσίμων (άνθρακας και λιγνίτης) θα μειώνεται προοδευτικά από το 2005. Η αναμενόμενη αύξηση του στόλου ηλεκτρικών αυτοκινήτων τα επόμενα χρόνια θα απαιτήσει πολύ περισσότερα ΜWh από αυτά που μπορεί να προσφέρει ο ρυθμός αύξησης της συμβολής των ανανεώσιμων πηγών με αποτέλεσμα την αναγκαιότητα καύσης φυσικού αερίου.
Σε παγκόσμια κλίμακα, οι συνθήκες ηλεκτρικής κατανάλωσης δεν είναι οι ίδιες. Τα ορυκτά καύσιμα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο κατέχουν σημαντικότερες θέσεις για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η πρόσφατη απουσία συμφωνίας μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων για τα όρια παραγωγής πετρελαίου έως τα τέλη του 2022 θα μπορούσε να οδηγήσει σε πληθωρισμό και τιμές γύρω στα 100 δολάρια το βαρέλι αποσταθεροποιώντας την εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη με συνέπειες και στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ο ενεργειακές ανάγκες δεν εξαρτώνται μόνο από την τιμή του ρύπου του διοξειδίου του άνθρακα.
Τα χωροταξικά προβλήματα που δημιουργούνται με την καλπάζουσα εγκατάσταση ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Μια μεγάλη συζήτηση έχει ξεσπάσει τον τελευταία καιρό στην Δυτική Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Γαλλία και Γερμανία για το εάν η αιολική ενέργεια αλλά και τα φωτοβολταικά παρουσιάζουν χαρακτηριστικά αστάθειας ή όχι. Αυτή η πλευρά των δρώμενων σε άλλες χώρες της Ευρώπης δεν απασχολούν πολύ την ελληνική επικαιρότητα αλλά θα έπρεπε.
Ενώ η γαλλική κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο τον διπλασιασμό των χερσαίων αιολικών πάρκων σε επτά χρόνια, το Υπουργείο Ενόπλων Δυνάμεων αποφάσισε στα μέσα Ιουνίου, για λόγους εθνικής ασφάλειας να αυξήσει την επιτρεπόμενη απόσταση μεταξύ ανεμογεννητριών και στρατιωτικών ραντάρ από 30 χιλιόμετρα σε 70 χιλιόμετρα για να μην παρεμβαίνουν στα σήματα που καταγράφουν τα ραντάρ. Επιπλέον η Γερουσία ενέκρινε μια τροπολογία που προσφέρει στους δημάρχους την δυνατότητα προβολής βέτο για τις αποφάσεις εγκαταστάσεων μέσω συζήτησης του δημοτικού συμβουλίου ή τοπικού δημοψηφίσματος για την διατήρηση του τοπίου, της κληρονομιάς και της μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η Γαλλία δεν παράγει σχεδόν καθόλου εκπομπές CO2. Το μικρό ποσοστό φυσικού αερίου χρησιμοποιείται μόνο επειδή η αιολική παραγωγή είναι ιδιαίτερα ασταθής στην διάρκεια του 24ώρου και απαιτείται να ισορροπούνται οι διακυμάνσεις αυτές από τις εγκαταστάσεις φυσικού αερίου. Συνολικά, η Γαλλία εξάγει σε όλους τους ευρωπαίους γείτονές της, που όλοι έχουν ανάγκη, δεδομένης της απουσίας ανέμου, ή διότι βρίσκουν την πυρηνική ηλεκτρική ενέργεια σημαντικά φθηνότερη από την τοπική τους παραγωγή με ΑΠΕ.
Από την άλλη μεριά, η Γερμανία παράγει ηλεκτρισμό κυρίως με ηλιακή ενέργεια, γαιάνθρακα και αέριο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις για το κλίμα, δεδομένου ότι ο γαιάνθρακας μολύνει. Επιπλέον, οι εξαγωγές / εισαγωγές της Γερμανίας ακολουθούν το ρυθμό του ήλιου. Με τα 56 GW ηλιακής ενέργειας, η Γερμανία βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η κορύφωση της παραγωγής το μεσημέρι αντιστοιχεί στην κορύφωση της κατανάλωσης, αλλά υπερβαίνει κατά πολύ τις ανάγκες και την κατανάλωση. Κατά συνέπεια, η ιλιγγιώδης άνοδος και πτώση της ηλεκτρικής ισχύος υπονομεύει σοβαρά την θερμική ισορροπία των σταθμών παραγωγής ενέργειας. Έτσι η Γερμανία επεμβαίνει στους γείτονές της θέτοντας τον εαυτό της σε κατάσταση εισαγωγέα πριν από την άνοδο της παραγωγής, εξαγωγέα κατά τη διάρκεια της ανόδου και εισαγωγέα κατά την μείωση της παραγωγής. Για να το κάνει αυτό μία χώρα προϋποθέτει να έχει πάρα πολύ ισχυρά δίκτυα και μόνο βιομηχανικές χώρες μπορούν να τα έχουν.
Η σταθερότητα της ισχύος είναι το βασικό πρόβλημα των εναλλακτικών πηγών ενέργειας, φωτοβολταϊκών λόγω της ηλιακής ακτινοβολίας και αιολικών λόγω του ανέμου. Η παρακολούθηση των μεταβολών του ενεργειακού μείγματος από Γαλλία και Γερμανία καλύπτει μια γεωγραφική έκταση με πολύ διαφορετικές γεωγραφικές συνθήκες, από τη Βόρεια Θάλασσα έως τον Ατλαντικό Ωκεανό και τη Μεσόγειο Θάλασσα. Σε αυτή την έκταση κατοικούν περισσότεροι από 150 εκατομμύρια πολίτες και η αστάθεια ισχύος που παρατηρείται συχνά είναι γενική, δηλαδή δεν είναι ένα τοπικό μετεωρολογικό χαρακτηριστικό. Στα μέσα Ιουνίου, εκτός από δύο σύντομες περιόδους, η αιολική ενέργεια σε Γαλλία και Γερμανία δεν παρήγαγε παρά 1,8% της εγκατεστημένης παραγωγικής ικανότητας, με μέσο ημερήσιο όρο 1 GW και 0,5 GW αντίστοιχα, για ένα συνολικό στόλο 81 GW.
Ένα από τα ερωτήματα που απασχολούν σήμερα μέρος της ΕΕ είναι πώς αυτή η αστάθεια, μη προβλέψιμη, μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς περάσουμε σε μια γεωγραφικά διάσπαρτη συμβολή του φυσικού αερίου. Αναμένεται ότι περίπου 1 στα 4 νοικοκυριά θα μεταβεί σε θέρμανση χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2030. Η μετάβαση από λέβητες ορυκτών καυσίμων σε αντλίες θερμότητας θα μπορέσει να οδηγήσει σε μείωση κατά περισσότερο από 66% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας των κτιρίων ενώ οι εκπομπές CO2 θα μπορέσουν να μειωθούν κατά 60%, με μόνο κίνδυνο για μερικούς, την αποσταθεροποίηση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Όσον αφορά το υδρογόνο, εν γένει της ηλεκτρόλυσης, δεν είναι ακόμη οικονομικά και τεχνικά ανταγωνιστική συγκριτικά με τις πηγές ενέργειας. Πρέπει να είναι κατανοητό ότι σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακας), το υδρογόνο δεν είναι πρωτογενής ενέργεια, αλλά ένας «φορέας ενέργειας» που, όπως η ηλεκτρισμός, παράγεται από μια πηγή ενέργειας.
Αντλίες Θερμότητας
Κατά την άποψη της γαλλικής ΔΕΗ η οποία δεν έχει και μεγάλη ανάγκη το φυσικό αέριο, τον γαιάνθρακα ή τον λιγνίτη, το ευρωπαϊκό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί εύκολα να ενσωματώσει 50 εκατομμύρια αντλίες θερμότητας. Είναι γεγονός ότι οι ηλεκτρικές αντλίες θερμότητας είναι τρεις φορές πιο αποδοτικές από τους λέβητες αερίου και συνεπώς θα συμβάλουν σημαντικά στην ενεργειακή απόδοση, αποτελώντας σημαντική πηγή θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ή από κεντρικούς σταθμούς καύσης φυσικού αερίου. Θα έπρεπε να είναι και το σενάριο για την ορεινή και ημιορεινή Ελλάδα με την παρουσία ενός συμβατού ηλεκτρικού δικτύου που ήταν πάντα το core business της ΔΕΗ.
Υδρογόνο
Η Ευρώπη, και αρκετές κυβερνήσεις, φαίνεται να πιστεύουν ότι το πράσινο υδρογόνο θα είναι η θαυματουργή συνταγή που θα σώσει το κλίμα. Το ένα μετά το άλλο τα κράτη, έχουν καταρτίσει σχέδια με τεράστιες επιδοτήσεις για την ανάπτυξη αυτού του τομέα. Αντιμέτωποι με τον σημερινό ενθουσιασμό των κυβερνήσεων και των βιομηχανικών ομίλων για το υδρογόνο της ηλεκτρόλυσης, αρκετές ομάδες επιστημόνων προειδοποιούν ότι δεν θα είναι η παγκόσμια λύση που μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά την μόλυνση και την έκλυση διοξειδίου του άνθρακα και άλλων εκπομπών. Η άμεση χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, για παράδειγμα σε ηλεκτρικά οχήματα με μπαταρίες ή αντλίες θερμότητας, έχει οικονομικότερο νόημα.
Υπενθυμίζεται ότι σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακας), το υδρογόνο δεν είναι πρωτογενής ενέργεια, αλλά ένας «φορέας ενέργειας» που, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, παράγεται από άλλη πηγή ενέργειας. Η καθολική χρήση υδρογόνου θα διαιωνίσει την χρήση των ορυκτών καυσίμων και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό προειδοποιούν επιστήμονες του Ινστιτούτου Ερευνών Κλιματικών Επιπτώσεων του Πότσνταμ στην Γερμανία. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ερευνητικής ομάδας, το κόστος παραγωγής υδρογόνου θα μπορούσε να παραμείνει ανταγωνιστικό μέχρι το 2040, αλλά όχι αργότερα. Υπάρχουν ήδη εναλλακτικές λύσεις για την άμεση ηλεκτροδότηση, που πρέπει να εφαρμοστούν κατά προτεραιότητα. Το υδρογόνο θα πρέπει να ευνοείται μόνο σε τομείς που είναι δύσκολο να ηλεκτροδοτηθούν, όπως η αεροπορία, η χημική βιομηχανία, η παραγωγή χάλυβα και οι διαδικασίες που απαιτούν υψηλές θερμοκρασίες.
Σε μια πρώτη έκθεση που δημοσιεύθηκε από την Πρωτοβουλία Ενεργειακού Μετασχηματισμού του Λονδίνου (LETI), οι συντάκτες της δηλώνουν ότι η χρήση πράσινου υδρογόνου για τη θέρμανση κτιρίων θα ήταν έξι φορές λιγότερο αποδοτική από τη χρήση αντλιών θερμότητας που τροφοδοτούνται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Και αυτό διότι θα απαιτούσε αύξηση της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας κατά 150%. Ως εκ τούτου, υποστηρίζουν ότι η μετατροπή των δικτύων φυσικού αερίου σε δίκτυα καθαρού υδρογόνου είναι μια αντι-οικονομική ιδέα. Η μελέτη επισημαίνει ότι το πράσινο υδρογόνο για τη θέρμανση κτιρίων έχει ενεργειακή απόδοση 46%. Με άλλα λόγια, εάν 100 kWh ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου, μόνο 46 kWh παρέχονται για τη θέρμανση του κτιρίου, λόγω ενεργειακών απωλειών στην παραγωγή, αποθήκευση και μεταφορά φυσικού αερίου. Από την άλλη, η ενεργειακή απόδοση των αντλιών θερμότητας είναι 270%, πράγμα που σημαίνει ότι με 100 kWh ηλεκτρικής ενέργειας η εγκατάσταση παράγει 270 kWh θερμότητας αντλώντας "ελεύθερη" ενέργεια από το περιβάλλον (Bloomberg New Energy Finance, BNEF).
Οι μελετητές του Πότσνταμ θεωρούν ότι η παραγωγή ενέργειας με βάση το υδρογόνο είναι υπερβολικά αναποτελεσματική και δαπανηρή, και η διαθεσιμότητά της είναι πολύ αβέβαιη για να αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα ορυκτά καύσιμα, για παράδειγμα στις οδικές μεταφορές ή στη θέρμανση κτιρίων. Στους περισσότερους τομείς, η άμεση χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικά σε ηλεκτρικά οχήματα με μπαταρίες ή αντλίες θερμότητας, έχει περισσότερο οικονομικό νόημα. Ακόμη και αν η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για την παραγωγή καυσίμων με βάση το υδρογόνο είναι 100% ανανεώσιμη, το κόστος για την αποφυγή ενός τόνου εκπομπών CO2 με τη χρήση τους θα είναι επί του παρόντος 800 ευρώ για υγρά και 1.200 ευρώ για αέρια, εξηγεί η ομάδα του Πότσνταμ. Αυτό είναι πολύ υψηλότερο από τις τρέχουσες τιμές CO2. Στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ, οι τρέχουσες τιμές επί του παρόντος είναι κάτω από 50 ευρώ ανά τόνο.
Το υδρογόνο υπάρχει στη φυσική του κατάσταση στον φλοιό της Γης, και παράγεται βιομηχανικά σε μεγάλες ποσότητες: κάθε χρόνο η παγκόσμια βιομηχανία καταναλώνει περισσότερους από 75 εκατομμύρια τόνους εκ των οποίων σχεδόν οι μισοί (45%) χρησιμοποιούνται για τη διύλιση και αποθείωση του πετρελαίου. Το άλλο μισό χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή αμμωνίας, η οποία χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη ζωοτροφών στον χημικό τομέα, ειδικά για την παραγωγή λιπασμάτων. Αλλά το υδρογόνο χρησιμοποιείται επίσης στη βιομηχανία τροφίμων, την ηλεκτρονική, τη μεταλλουργία και τη διαστημική βιομηχανία όπου χρησιμοποιείται στη σύνθεση του «καυσίμου» των πυραύλων. Η παγκόσμια κατανάλωση υδρογόνου ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ένα τέταρτο της κατανάλωσης φυσικού αερίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα είναι οι κύριοι προμηθευτές στον κόσμο με ετήσια παραγωγή περίπου 10 εκατομμυρίων τόνων ο καθένας.
Το υδρογόνο, έχει το πλεονέκτημα ιδιαιτέρων ενεργειακών ιδιοτήτων. Είναι ο φορέας ενέργειας με την υψηλότερη πυκνότητα μάζας: ανά κιλό περιέχει 2,2 φορές περισσότερη ενέργεια από το φυσικό αέριο, 2,75 φορές περισσότερο από τη βενζίνη και 3 φορές περισσότερο από το πετρέλαιο. Ωστόσο, είναι το ελαφρύτερο αέριο και αυτό δυσκολεύει την αποθήκευσή του. Για την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη διανομή του, πρέπει είτε να υγροποιείται σε εξαιρετικά χαμηλή θερμοκρασία (- 253 °C) είτε να συμπιέζεται σε πολύ υψηλή πίεση (700 bar) και αυτές οι εργασίες είναι πολύ ενεργοβόρες : η υγροποίηση του, για παράδειγμα, καταναλώνει 10 έως 13 kWh ηλεκτρικής ενέργειας ανά kg. Οι κίνδυνοι διαρροών είναι μεγαλύτεροι από ό, τι με οποιοδήποτε άλλο αέριο. Είναι δύσκολο να κατασκευαστούν στεγανές δεξαμενές και σωλήνες που περιέχουν υδρογόνο. Όταν συμπιέζεται σε πολύ υψηλή πίεση μπορεί να διαφύγει μέσω μικροσκοπικών σχισμών. Έτσι, ακόμη και οι καλύτερες δεξαμενές δεν είναι ποτέ εντελώς αδιαπέραστες. Αυτές των αυτοκινήτων υδρογόνου μπορούν να αδειάσουν σε λίγες εβδομάδες, ακόμη και όταν το όχημα είναι ακίνητο. Επιπλέον, το υδρογόνο είναι πολύ εύφλεκτο, η ενέργεια που απαιτείται για την ανάφλεξη του είναι δέκα φορές χαμηλότερη από εκείνη που απαιτείται για την ανάφλεξη μεθανίου (δηλαδή "φυσικού" αερίου). Επιπλέον, όταν το υδρογόνο συμπιέζεται σε πολύ υψηλές πιέσεις (αυτό συμβαίνει σε οχήματα υδρογόνου και σταθμούς διανομής), εμφανίζονται διαρροές, και το υδρογόνο που δραπετεύει θερμαίνεται καθώς η πίεση μειώνεται. Αυτό είναι αρκετό για αυθόρμητη ανάφλεξη (https://fr.wikipedia.org/wiki/Effet_Joule-Thomson). Μία άλλη ιδιαιτερότητα του υδρογόνου είναι ότι η φλόγα του είναι άχρωμη και ως εκ τούτου, δεν παρατηρείται αρχικά ανάφλεξη.
Το νερό στα βήματα των ανανεώσιμων πηγών
Αν και ο ενεργειακός ανταγωνισμός σήμερα τροφοδοτείται ιδιαίτερα στην Ευρώπη από τα σενάρια έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα, άλλες μορφές του ενεργειακού ανταγωνισμού σχετίζονται με το πόσιμο νερό και την υδροηλεκτρική ενέργεια όπως στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική του Νείλου. Ο όγκος των υδάτων που συσσωρεύει συνολικά ο Νείλος εξαρτάται από τις ποσότητες των εποχικών βροχοπτώσεων στην Αιθιοπία η οποία άρχισε τον Ιούνιο να γεμίζει τον δικό της ταμιευτήρα υδάτων στον Νείλο. Η Αιθιοπία υποστηρίζει ότι το φράγμα στο Γαλάζιο Νείλο είναι καθοριστικής σημασίας για την οικονομική της ανάπτυξη, και για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στον πληθυσμό της. Η Αίγυπτος θεωρεί ότι αυτό το φράγμα είναι μία απειλή υψηλού κινδύνου για τα υδάτινα αποθέματα του Νείλου, από τα οποία και εξαρτάται στο σύνολό της. Το Σουδάν, το οποίο βρίσκεται πιο χαμηλά στη ροή των υδάτων του Νείλου, ανησυχεί για την ασφάλεια του φράγματος, για τις επιπτώσεις στα δικά του υδάτινα φράγματα και τους σταθμούς αποταμίευσης υδάτων που διαθέτει. Μέχρι τώρα, το πετρέλαιο και το νερό ήταν απόλυτα συνυφασμένα με τη γεώτρηση και την παραγωγή υδρογονανθράκων. Στα επόμενα χρόνια το νερό θα καταλάβει θέση ισότητας στον ενεργειακό γενικότερο τομέα, αλλά αυτό είναι μια επόμενη ανάλυση.
*Λίγα λόγια για τον Δρ. Γιάννη Μπασιά, τέως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων ΑΕ (EΔEY)
Διαθέτει περισσότερα από 30 χρόνια διεθνούς επαγγελματικής εμπειρίας στη αξιολόγηση κοιτασμάτων, τα τεχνικά έργα, τη δημιουργία πετρελαϊκού χαρτοφυλακίου και την διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Georex και εργάστηκε σε θέματα υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Δυτική Αφρική, την Μαυριτανία, το Κανάλι της Μοζαμβίκης, το κεντρικό-νότιο Ατλαντικό. Αρχικά, ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εργαστήριο Γεωλογίας του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Κατέχει διδακτορικό τίτλο στη γεωλογία (Παρίσι, 1984), πτυχίο Γεωλογίας από το ΚΠΑ (1979), δίπλωμα οικονομικών (Παρίσι, 1994) και δίπλωμα διοίκησης επιχειρήσεων από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Παρισιού (1989). Είναι συγγραφέας ή συνεργάτης σε περισσότερες από 30 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά ή βιομηχανικά περιοδικά και συν-εκδότης 3 εκθέσεων θαλάσσιων αποστολών στον Ινδικό Ωκεανό.