λόγω των καθυστερήσεων στην αδειοδότηση και λειτουργία του Nord Stream 2. Από την πρώτη στιγμή μέσω αναλυτικής αρθρογραφίας μας στο πόρταλ υποστηρίξαμε ότι υπάρχει ένα πλέγμα παραγόντων - και όχι ένας μοναδικός-που δρουν συμπληρωματικά ο ένας με τον άλλον και οδηγούν τις τιμές προς τα άνω.
Ως εκ τούτου οι πραγματικοί λόγοι για την απότομη αύξηση των τιμών του φ. αερίου πρέπει να αναζητηθούν στην απότομη αύξηση της ζήτησης (μετά το πολύμηνο lockdown),την αδυναμία έγκαιρης πλήρωσης των υπόγειων δεξαμενών αερίου στην Ευρώπη, την μειωμένη εγχώρια παραγωγή σε Ολλανδία και Βόρειο Θάλασσα και την περιορισμένη προσφορά LNG στην Ευρώπη το Β εξάμηνο του 2021 λόγω προσέλκυσης των περισσότερων φορτίων από την κερδοφόρο αγορά της Κίνας.
Ένας ακόμα λόγος, και ίσως από τους πλέον σημαντικούς, είναι η εγκατάλειψη εδώ και καιρό των μακροπρόθεσμων συμβολαίων αγοράς αερίου - δηλ. τα oil indexed contracts- μέσω των οποίων επι σειρά ετών οι ευρωπαϊκές εταιρείες προμηθεύοντο αέριο από την Ρωσία. Τα συμβόλαια αυτά με επιμονή των ευρωπαϊκών εταιρειών έπαυσαν να χρησιμοποιούν το πετρέλαιο ως την βάση αναφοράς και αντ´ αυτού στηρίχθηκαν στις τιμές των ευρωπαϊκών gas hubs (που δημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία) με βασικά σημεία αναφοράς το Ολλανδικό ΤTF και το Αυστριακό CEGH.
Η λογική των ευρωπαϊκών εταιρειών ήτο ότι οι μέσες τιμές που προκύπτουν με άξονα αναφοράς τα gas hubs είναι κατά κανόνα χαμηλότερες, σε σύγκριση με τα παραδοσιακά oil indexed contracts, λόγω του στοιχείου ανταγωνισμού που εμπεριέχουν. Αγνοώντας ασφαλώς ότι οι προκύπτουσες διαφορές, προς όφελος των gas hub linked contracts, σε μακροπρόθεσμα βάση είναι σχετικά μικρές ενώ σε περίπτωση αναταραχής, όπως τώρα, τα oil indexed contracts προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια από απότομες ανατιμήσεις αφού η μεταβλητότητα των τιμών του αργού πετρελαίου είναι απείρως μικρότερη από την αντίστοιχη των τιμών αερίου που προκύπτουν από τα gas hubs.
Τώρα έρχεται μια ανεξάρτητη πηγή, και από τις πλέον έγκυρες σε διεθνές επίπεδο, ο καθηγητής Jonathan Stern, Distinguished Fellow του Oxford Institute of Energy Studies, να προσθέσει την φωνή του σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι η σημερινή κακοδαιμονία στις υψηλές τιμές αερίου που παρατηρούνται στην Ευρώπη έχει την αφετηρία της στην εγκατάλειψη, με πρωτοβουλία και επιμονή των ευρωπαϊκών εταιρειών, των παραδοσιακών συμβολαίων με σημείο αναφοράς το πετρέλαιο.
Σε πρόσφατη επιστολή του (17/1) στους Financial Times, ο καθηγητής Stern μεταξύ άλλων παρατηρεί: «Πριν από μια δεκαετία δημιουργήθηκε το γνωμοδοτικό ‘’Συμβούλιο Αερίου ΕΕ-Ρωσίας’’ για να εξετάσει τις επιπτώσεις για τις εξαγωγές της Gazprom στην Ευρώπη από την εφαρμογή του «τρίτου ενεργειακού πακέτου» της ΕΕ. Ως «εισηγητής» για την πλευρά της ΕΕ, θυμάμαι τους πολλούς μήνες που πέρασα ακούγοντας τους Ρώσους ομολόγους μας να μας λένε ότι η εγκατάλειψη των μακροπρόθεσμων συμβάσεων και η μετάβαση από τις τιμές που συνδέονται με το πετρέλαιο στις τιμές της αγοράς ήταν εξαιρετικά κακή ιδέα. Αγνοήσαμε αυτές τις προειδοποιήσεις και συνεχίσαμε τη δημιουργία κόμβων της αγοράς (gas hubs) και μεταφέραμε τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια από τις τιμές που συνδέονται με το πετρέλαιο σε τιμές spot που προκύπτουν από τα gas hubs. Για 10 χρόνια είχαμε δίκιο, και εγγράψαμε ζημιές μόνο για λίγους μήνες. Πράγματι, οι τιμές των gas hubs αποδείχτηκαν σημαντικά χαμηλότερες από αυτές που σχετίζονται με το πετρέλαιο.
Μόλις τον Μάιο του 2020, οι τιμές που συνδέοντο με το πετρέλαιο ήταν σχεδόν εξαπλάσιες από εκείνες στα gas hubs που ήταν τότε σε ιστορικά χαμηλά. Η Ευρώπη ήταν πλημμυρισμένη από φ. αέριο! Τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που απαιτούσαν την παραλαβή ή την πληρωμή φυσικού αερίου (take or pay) ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε κάποιος και η Gazprom έχανε χρήματα από τις εξαγωγές. Από τα τέλη του 2020 αυτή η κατάσταση άλλαξε άρδην. Αλλά το θέμα είναι ότι η Gazprom εξακολουθούσε να προκαλεί με αξιοσημείωτη συνέπεια τις ευρωπαϊκές εταιρείες να υπογράψουν νέες μακροπρόθεσμες συμβάσεις εάν θέλουν να διασφαλίσουν τον εφοδιασμό τους.
Πολύ λίγες εταιρείες το έχουν πράξει και οι εθνικοί και εταιρικοί στόχοι και πολιτικές για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου θα καταστήσουν τέτοιες μελλοντικές δεσμεύσεις όλο και πιο αβέβαιες. Και πάλι, αυτή είναι μια καθαρά ευρωπαϊκή επιλογή και όχι κάτι που επιβλήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη Ρωσία. Οι καταγγελίες για την δήθεν άρνηση της Gazprom να διαθέσει πρόσθετες ποσότητες και να διατηρήσει υψηλά επίπεδα φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές αποθήκες, δεν αναγνωρίζουν ότι το τρέχον μοντέλο της αγοράς είναι αυτό το οποίο δεν υποχρεώνει τις εταιρείες-προμηθευτές να πράξουν κάτι τέτοιο.
Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γεωπολιτικά κίνητρα που σχετίζονται με το Nord Stream 2 και τις ευρύτερες σχέσεις με την Ευρώπη. Το θέμα είναι ότι για 10 χρόνια το μοντέλο της αγοράς φυσικού αερίου ωφέλησε τους ευρωπαίους καταναλωτές. Τον τελευταίο χρόνο συνέβη το αντίθετο και η Gazprom (όπως και άλλοι προμηθευτές) αποκόμισε οφέλη αλλά και κατηγορίες. Τέτοιες είναι οι διακυμάνσεις και οι κύκλοι των αγορών εμπορευμάτων».