Τον τελευταίο καιρό έχουν δει το φως της δημοσιότητας πολλά κείμενα που ασχολούνται με το ποιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας μας για τα επόμενα 12 με 15 χρόνια. Τα κείμενα αυτά, στην προσπάθειά τους να προωθήσουν συγκεκριμένες θέσεις ανάλογα με την ιδιότητα των συντακτών τους, υποστηρίζουν διάφορες αποκλίνουσες θέσεις, που αντί να συμβάλουν στο σαφή προσδιορισμό των εθνικών στόχων της ενεργειακής στρατηγικής και στο πώς θα τους επιτύχουμε, δημιουργούν ένα θολό πλαίσιο που εμποδίζει την ξεκάθαρη χάραξη των καλύτερων για τη χώρα μας στρατηγικών κατευθύνσεων ανάπτυξης του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας.

Τον τελευταίο καιρό έχουν δει το φως της δημοσιότητας πολλά κείμενα που ασχολούνται με το ποιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας μας για τα επόμενα 12 με 15 χρόνια. Τα κείμενα αυτά, στην προσπάθειά τους να προωθήσουν συγκεκριμένες θέσεις ανάλογα με την ιδιότητα των συντακτών τους, υποστηρίζουν διάφορες αποκλίνουσες θέσεις, που αντί να συμβάλουν στο σαφή προσδιορισμό των εθνικών στόχων της ενεργειακής στρατηγικής και στο πώς θα τους επιτύχουμε, δημιουργούν ένα θολό πλαίσιο που εμποδίζει την ξεκάθαρη χάραξη των καλύτερων για τη χώρα μας στρατηγικών κατευθύνσεων ανάπτυξης του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας.

Κανένας δεν αμφισβητεί τη σπουδαιότητα των περιβαλλοντικών παραμέτρων και την επίδραση που αυτές ασκούν στη διαδικασία του μακροχρόνιου σχεδιασμού της ανάπτυξης του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας. Και στην τοποθέτηση ως προς το θέμα αυτό κανένας δεν θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ως περισσότερο αλτρουιστή από τους άλλους. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι να τεθούν ξεκάθαρα οι εθνικοί ενεργειακοί στόχοι και οι προτεραιότητες για την επίτευξή τους, αξιοποιώντας για το σκοπό αυτό όλα τα μέσα, τους πόρους, τις τεχνολογίες και τις προσδοκίες του ελληνικού λαού.

Οι ενεργειακές επιλογές για το περιβάλλον, όπως προσδιορίζονται από τις διεθνείς υποχρεώσεις μας, αποτελούν τη μία διάσταση του προβλήματος του στρατηγικού σχεδιασμού της ανάπτυξης του κλάδου του ηλεκτρισμού. Η μακροχρόνια ασφαλής, επαρκής και αξιόπιστη κάλυψη των αναγκών μας σε ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί μια δεύτερη διάσταση του ίδιου προβλήματος. Η μικρότερη δυνατή οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητάς τους αποτελεί την τρίτη διάσταση. Τα θέματα εξαντλησιμότητας των ενεργειακών πηγών και τα σχετιζόμενα με αυτά θέματα κατανομής τους μεταξύ διαδοχικών γενεών αποτελεί την τέταρτη διάσταση του προβλήματος.

Είναι προφανές ότι οι προσπάθειες εστίασης σε μία μόνο διάσταση του ενεργειακού προβλήματος και η χρησιμοποίησή της για τη διατύπωση επιμέρους απόψεων σε ένα εθνικό θέμα όπως είναι ο ενεργειακός σχεδιασμός, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εθνικά και κοινωνικά σωστά αποτελέσματα. Όταν μάλιστα οι σχετικές προσπάθειες γίνονται χωρίς να συνεκτιμώνται οι συνέπειές τους στις άλλες διαστάσεις του ενεργειακού μας προβλήματος.

Για παράδειγμα, ενώ είναι γνωστό ότι οι τεχνολογίες των αιολικών πάρκων και των άλλων ΑΠΕ μόνο συμπληρωματικά μπορούν να λειτουργήσουν σε ένα ηλεκτρικό σύστημα, αναγορεύονται από πολλούς σε κύριες τεχνολογίες για την κάλυψη των ηλεκτρικών αναγκών της χώρας. Έτσι, δεν εμφανίζεται ο περιορισμός ότι ταυτόχρονα με την ισχύ των ΑΠΕ πρέπει να συνυπάρχουν και συμβατικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής έτοιμα να αντικαταστήσουν την παροχή του ηλεκτρισμού κάθε φορά που αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει επειδή π.χ. δεν φυσάει.

Επομένως, η ενέργεια που παράγεται από τα αιολικά πάρκα και τις άλλες ΑΠΕ υποκαθιστούν θερμική ενέργεια, η οποία έτσι και αλλιώς είναι διαθέσιμη και θα παραγόταν αν δεν φυσούσε. Η παρουσία των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα δεν μειώνει τις ανάγκες για θερμικά εργοστάσια (εκτός ίσως από ένα μικρό ποσοστό), αλλά μειώνει τις ώρες λειτουργίας των εργοστασίων αυτών, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να μεταβάλλει με αυτόν τον τρόπο και τη σύνθεσή τους.

Η αξία της ενέργειας από ΑΠΕ ισούται αποκλειστικά με την αξία των εξοικονομούμενων καυσίμων και διοξειδίου του άνθρακα. Με την αξία αυτή συγκρίνεται το κόστος των ΑΠΕ. Στην έκταση που η διαφορά είναι θετική, τότε όχι μόνο το περιβάλλον θα είναι καθαρότερο και το ρεύμα φθηνότερο αλλά θα είναι εθνικώς συμφέρουσα και η μεγαλύτερη δυνατή διείσδυση των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα. Η τιμολόγηση των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αποτελεί το εργαλείο που καθόρισε η Ε.Ε. προς την κατεύθυνση αυτή, δηλαδή για την καλύτερη δυνατή επίτευξη του σημαντικού αυτού ενεργειακού στόχου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προώθηση των ΑΠΕ από την Ε.Ε. και ο καθορισμός των υποχρεώσεων της χώρας μας για συμμετοχή τους στο ενεργειακό ισοζύγιο κατά 18% το έτος 2020, συνιστά μια σωστή στρατηγική επιλογή. Με αυτήν την επιλογή δεδομένη και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης με μηχανισμούς αγοράς, η βελτιστοποίηση του στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης του κλάδου του ηλεκτρισμού πρέπει να γίνει στο πλαίσιο των άλλων τριών διαστάσεων του ενεργειακού προβλήματος.

Στο πλαίσιο αυτό η ασφάλεια και επάρκεια της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας απαιτεί την εγκατάσταση και λειτουργία θερμικών εργοστασίων διαφορετικής τεχνολογίας με καύσιμα τον λιγνίτη, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα. Από αυτές τις πηγές πρέπει να προσδιοριστεί το τεχνικά επαρκές μίγμα πηγών ηλεκτροπαραγωγής, το οποίο στη συνέχεια να βελτιστοποιηθεί και με τη συνεξέταση της ενέργειας που παράγεται από τα αιολικά πάρκα και τις άλλες ΑΠΕ.

Σημειώνεται ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός δεν επεκτείνεται στην πυρηνική ενέργεια, διότι θεωρείται ότι στη χώρα μας δεν υφίστανται οι απαιτούμενες συνθήκες που να επιτρέπουν τη χρησιμοποίησή της ως εναλλακτική μορφή ενέργειας στο μίγμα πηγών ηλεκτροπαραγωγής.

Με την εν λόγω διαδικασία στρατηγικού σχεδιασμού, το μίγμα εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής και το μίγμα πρωτογενών πηγών ενέργειας που θα χρησιμοποιείται θα εξασφαλίσει:

  • Την πλήρη ανταπόκριση της χώρας μας προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της.
  • Τη μακροχρόνια ασφάλεια, επάρκεια και αξιοπιστία της τροφοδοσίας της εθνικής οικονομίας με ηλεκτρικό ρεύμα.
  • Τη διαμόρφωση του κόστους του ρεύματος που θα καταναλώνουν μακροπρόθεσμα τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις στα δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα.
  • Τη βέλτιστη διαχρονικά μεταξύ των γενεών χρησιμοποίηση του λιγνίτη που είναι σε εξάντληση.


Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, σχετικά με την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ηλεκτρικό σύστημά μας, πρέπει να τοποθετηθούν στη σωστή τους διάσταση και να οδηγήσουν στη βέλτιστη συμπλήρωση και τροποποίηση του μίγματος των απαιτούμενων θερμικών συμβατικών εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής για την ασφαλή, αξιόπιστη και οικονομική κάλυψη όλων των αναγκών της χώρας μας σε ηλεκτρικό ρεύμα.

Συμπερασματικά θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός αποτελεί ένα πολύ σοβαρό εθνικό θέμα. Όλοι όσοι επιθυμούν να συμβάλλουν για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή του σε εθνικό επίπεδο, πρέπει εποικοδομητικά, τεκμηριωμένα και υπεύθυνα να εκφράσουν τις απόψεις τους, ώστε να βοηθήσουν την πολιτεία να τις συνθέσει και να τις αξιοποιήσει για το μακροχρόνιο γενικότερο καλό της χώρας μας.

(Όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23/03/2008)