να κατέβουν από το τρένο της αυταρέσκειας και του εφησυχασμού που τα είχε οδηγήσει στις λάθος αποφάσεις τα τελευταία αρκετά χρόνια και να επανατοποθετηθούν στο χάρτη της λογικής των πραγμάτων.
Όπερ σημαίνει, στον εμπλουτισμό του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής και με ορυκτά καύσιμα, αλλά, κυρίως, στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τον εντοπισμό και εκμετάλλευση φυσικού αερίου στα όρια της Ένωσης, καθώς και για τη χρηματοδότηση νέων υποδομών αερίου, είτε αφορούν σε χερσαίους αγωγούς, είτε σε τερματικούς σταθμούς επανεριοποίησης LNG.
Ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία, η ελληνική κυβέρνηση προσχώρησε στο νέο δόγμα της ενέργειας που ευλόγησαν οι Βρυξέλλες και εξήγγειλε με λίγες μόνο ημέρες διαφορά, το διπλασιασμό της παραγωγής λιγνίτη έως το καλοκαίρι και την επανεκκίνηση των ερευνών για υδρογονάνθρακες σε χερσαία και υποθαλάσσια τεμάχια ανά την επικράτεια. Οι εξαγγελίες θα είναι όμως, δώρο άδωρο αν δεν συνοδεύονται από απτές πράξεις και δράσεις. Πάνω σε αυτή την παραδοχή εστιάστηκαν τα όσα συζητήθηκαν μεταξύ των εκπροσώπων των ενεργειακών Μέσων που συμμετείχαν στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου που πραγματοποίησε μέσω του διαδικτύου, η διοικητική ομάδα του ΙΕΝΕ.
Κατά γενική παραδοχή, υδρογονάνθρακες υπάρχουν. Αυτό τονίστηκε από τα μέλη του πάνελ που αποτελούταν από τον Πρόεδρο και Εκτελεστικό Διευθυντή του Ινστιτούτου, κ. Κωστή Σταμπολή, την κα Τερέζα Φωκιανού, Πρόεδρο της Επιτροπής Υδρογονανθράκων του ΙΕΝΕ, τον κ. Χρήστο Δήμα, Πρόεδρο της Επιτροπής Γεωπολιτικής του Ινστιτούτου, τον κ. Γιάννη Γρηγορίου, πρώην επικεφαλής του τμήμτος έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων των ΕΛΠΕ και τον κ. Γιάννη Μπασιά, τέως επικεφαλής της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ).
Στα εναρκτήρια σχόλιά του, ο κ. Σταμπολής υπογράμισε πως είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε την εντατικοποίηση των ερευνών για υδρογονάνθρακες, ενώ σημείωσε ότι η χώρα δαπάνησε πέρυσι 8 δισ. ευρώ για εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, ποσό που όπως τόνισε, φέτος αναμένεται να εκτιναχτεί στα 10 δισ. ευρώ. «Όταν το ΑΕΠ της χώρας ανέρχεται σε 180 δισ. ευρώ μια δαπάνη αυτού του μεγέθους αναλογεί στο 6-7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος», είπε χαρακτηριστικά. Όσον αφορά στο θέμα της επαναπροκήρυξης παραχωρήσεων και νέων διαγωνισμών, θέση που προτείνει το ΙΕΝΕ, ο κ. Σταμπολής εξήγησε ότι μια τέτοια κίνηση θα διαφημίσει σε διεθνές επίπεδο την αποφασιστικότητα της Ελλάδας να προχωρήσει με τις έρευνες, εκτός του ότι η χώρα θα κατοχυρώσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Αναφέρθηκε επίσης στη βεβαιότητα ότι στην Ελλάδα θα δημιουργηθεί μια βάση υποστήριξης των ερευνών και των εξορύξεων και των δυνητικών εξαγωγών, αμέσως μόλις υπάρξουν τα πρώτα θετικά αποτελέσματα των γεωφυσικών ερευνών.
Στη σύντομη παρέμβασή της, η κα Φωκιανού τάχθηκε υπέρ της προκήρυξης νέων διαγωνισμών για τις περιοχές νότια της Κρήτης αλλά και της αναζήτησης επενδυτών για τις περιοχές της Δυτικής Ελλάδας των οποίων οι άδειες επιστράφηκαν στο Δημόσιο τα προηγούμενα χρόνια και τόνισε ότι στην εξελικτική αυτή πορεία δεν πρέπει να υπάρξει βιασύνη αλλά ούτε και παλινδρομήσεις στην πολιτική. Κατά την κα Φωκιανού η Ελλάδα έχει ήδη χάσει την αξιοπιστία της έναντι των ξένων παραχωρησιούχων λόγω των πολιτικών «μπρος-πίσω» που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και τόνισε πως είναι ανάγκη να υπάρχουν νέες παραχωρήσεις στις περιοχές που υπάρχουν συγκεκριμένα και θετικά δεδομένα νότια της Κρήτης. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει, όμως, να προσελκύσουμε τους δυνητικούς επενδυτές με οργανωμένο και στοχευμένο τρόπο –συνέδρια, ενημέρωση για τα δεδομένα που υπάρχουν κλπ- ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε το θέμα. Εξήγησε δε πως ο λόγος για τον οποίο δεν προχώρησαν οι παραχωρήσεις νότια της Κρήτης, στο δεύτερο γύρο των διαγωνισμών, ήταν το γεγονός ότι οι εταιρείες θεώρησαν τα τεμάχια πάρα πολύ μικρά και οι στόχοι βρίσκονται σε πολύ βαθιά νερά.
Για να έχει νόημα για τις πετρελαϊκές, τα τεμάχια θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερα –πάνω από 20.000 τ. χλμ το κάθε ένα. «Πρέπει επιτέλους κάποια στιγμή να πάψουμε να μιλάμε για εκτιμήσεις και να αρχίσουμε να μιλάμε για κοιτάσματα», ανέφερε. Ακόμη, μιλώντας για τον EastMed εξήγησε πως δεν μπορούμε να μιλάμε για βιώσιμο έργο με τα αποθέματα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή. «Εάν δεν βρεθούν αποθέματα νότια της Κρήτης δεν υπάρχει καμία περίπτωση να προχωρήσει ο αγωγός» είπε χαρακτηριστικά για να τονίσει πως η Αίγυπτος δεν υπάρχει περίπτωση να συμβάλει στην τροφοδοσία του αγωγού. Τέλος, προέβη σε ειδική αναφορά στην περίπτωση του Κατακόλου που είναι γνωστό από το 1982 για το οποίο, είπε πως ενώ η γεώτρηση είναι έτοιμη εδώ και δύο χρόνια, καθυστερεί υπερβολικά η έκδοση της άδειας περιβαλλοντικών όρων προς τον παραχωρησιούχο, ενώ τα ίδια συμβαίνουν, πρόσθεσε και στις περιπτώσεις άλλων περιοχών, νότια της Κρήτης.
Από την πλευρά του, ο κ. Γρηγορίου υποστήριξε πως οι σεισμικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στις περιοχές ενδιαφέροντος, παραπέμπουν σε αποθέματα αερίου της τάξης των 2,0-2.5 τρισ. κυβικών μέτρων, (η ΕΔΕΥ εκτιμά τα κοιτάσματα της χώρας συγκεντρωτικά, στα 70-90 τρισ. κυβικά πόδια tcf) που σε συνδυασμό με τα κοιτάσματα της Κύπρου και του Ισραήλ μπορεί να καλύψουν ακόμη και το 20% των συνολικών αναγκών της Ε.Ε. σε φυσικό αέριο. Είπε ακόμη πως σε αρκετές περιοχές του Ιονίου οι πιθανότητες να υπάρχουν υδρογονάνθρακες ανέρχονται στο 25% και τόνισε πως πρόκειται για πολύ υψηλό ποσοστό με βάση τους διεθνώς αποδεκτούς κανόνες. Πρότεινε μάλιστα να επεκταθούν οι παραχωρήσεις σε περιοχές όπου έρευνες που έγιναν στο παρελθόν έδωσαν ενδείξεις για υδρογονάνθρακες, όπως είναι ο Θερμαϊκός και η Βορειοδυτική Πελοπόννησος όπου κατά τη δεκαετία του '90 είχε εντοπιστεί κοίτασμα φυσικού αερίου. «Υπάρχουν καταγεγραμμένοι στόχοι που μπορούν να μας δώσουν κοιτάσματα φυσικού αερίου» τόνισε για να επιδαψιλέυσει τα εύσημα για την «πολύ καλή δουλειά» που είχε γίνει στην ΕΔΕΥ επί ημερών Γιάννη Μπασιά.
“Tα κόστη είναι τεράστια. Για κάθε 1 tcf απαιτείται 1 δισ. ευρώ σε επενδύσεις, που σημαίνει πως εάν στην Κρήτη υπάρχουν 10 tcf θα χρειαζόμασταν 20 δισ. ευρώ, με τα αντίστοιχα έσοδα του ελληνικού δημοσίου να φθάνουν στα 3 δισ. ευρώ ανά tcf σε βάθος 25ετίας», είπε χαρακτηριστικά και κατέληξε: «Είναι μεγάλη αδικία και αμαρτία για τη χώρα να μη το έχει δει κανείς αυτό έγκαιρα.» Αναφερόμενος, τέλος στις ξένες πετρελαϊκές εταιρείες που έχουν υπογράψει συμβάσεις για έρευνες με το ελληνικό δημόσιο είπε πως το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι η έλλειψη σαφούς πολιτικής βούλησης στην περίπτωση που βρεθούν κοιτάσματα, τόνισε πως απαιτείται διακομματική συναίνεση για να αρθούν οι επιφυλάξεις τους και προέβλεψε πως θα αποτελέσει έκπληξη εάν τελικά αποχωρήσουν από τη χώρα.
Ακόμη, ο κ. Μπασιάς, επισήμανε ότι είναι μεν θετικό ότι έγινε το πρώτο βήμα αλλά δυστυχώς, όπως τόνισε, το ώθησαν οι συγκυρίες. «Έπρεπε να φθάσουμε στον πόλεμο στα σύνορα της Ευρώπης για να δεχτούμε ότι υπάρχει ένα ενεργειακό μείγμα το οποίο είχαμε ξεχάσει για πάρα πολλά χρόνια», ανέφερε και ευχήθηκε να κυλίσουν τα πράγματα πιο γρήγορα από δω και πέρα. Ο πρώην επικεφαλής της ΕΔΕΥ υπογράμμισε ότι εξίσου σημαντικό είναι και το ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κινούνται προς την κατεύθυνση της επανεκκίνησης των ερευνών και της παραγωγής υδρογονανθράκων. Χαρακτήρισε σημείο αναφοράς την έκθεση του ΙΕΝΕ και σημαντικές τις θέσεις που προωθεί, λέγοντας πως δεν είναι ούτε επιθετικές, ούτε αντιπολιτευτικές, αλλά απλώς οικονομικές. Επίσης, αναφερόμενος στην περιοχή του Ιονίου σημείωσε πως είναι θετικό το γεγονός ότι, αφενός υπάρχει απόδειξη για ύπαρξη κοιτάσματος στην περιοχή δυτικά της Κέρκυρας και αφετέρου ότι έχουν διευθετηθεί τα σύνορα με την Ιταλία. Μάλιστα, χαρακτήρισε ως ρεαλιστικά τα χρονοδιαγράμματα που έθεσε η ΕΔΕΥ για την ολοκλήρωση των ερευνών. «Αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα», είπε χαρακτηριστικά.
Προέβη επίσης σε μια σύντομη αναδρομή στα όσα είχαν γίνει στην Εταιρεία από το 2018 όταν είχαν ετοιμαστεί τα Φ.Ε.Κ. για τις παραχωρήσεις δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης και όλα είχαν μπει σε μια σειρά αλλά δυστυχώς, υπήρξαν επιφυλάξεις τόσο από τις εταιρείες όσο και από την τότε κυβέρνηση, κυρίως λόγω των γεωπολιτικών περιορισμών που δεν επέτρεπε στα ενδιαφερόμενα μέρη να κινηθούν αποφασιστικά προς την κατεύθυνση των ερευνών. Αλλά και οι ίδιες εταιρείες, συνέχισε, ανέμεναν το πράσινο φως από την κυβέρνηση, κάτι που δεν ήρθε ποτέ και έτσι προέκυψαν οι παρατάσεις που πήγαν τα πράγματα πίσω. Σύμφωνα με τον κ. Μπασιά, η γεώτρηση στα Γιάννενα μπορεί να ξεκινήσει στο επόμενο 1-1,5 έτος επειδή, εάν δεν γίνει αυτό τότε σημαίνει ότι δεν υπάρχει βούληση.
Τη γεωπολιτική διάσταση του θέματος των ερευνών και της εξόρυξης υδρογονανθράκων ανέδειξε με τη δική του παρέμβαση ο κ. Δήμας ο οποίος είπε πως είναι τόσο προφανής η ανάγκη να ξεκινήσουμε αυτή τη διαδικασία ώστε περιττεύει κάθε άλλο σχόλιο. «Με την απόφασή της αυτή η Κυβέρνηση κατοχυρώνει τη χώρα όχι μόνο αναφορικά με το από πού θα προμηθεύομαστε το φυσικό αέριο –σε περίπτωση που δεν βρεθεί - αλλά και σε επίπεδο διεθνών οργανισμών και εθνικών δικαιωμάτων, διότι με τον τρόπο αυτό, θα παρευρισκόμστε ως ισότιμοι συνομιλητές σε φόρα που σήμερα είμαστε αποκλεισμένοι επειδή ακριβώς δεν είμαστε παραγωγός χώρα», είπε χαρακτηριστικά.