Παρά τις συντονισμένες προσπάθειες που καταβάλλει η Ε.Ε. για να υποκαταστήσει το ρωσικό αέριο, το σχέδιό της δεν φαίνεται να ευοδώνεται. Στη διάρκεια του περασμένου έτους, η Ε.Ε. εισήγαγε από τη Ρωσία περίπου 155 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τα σχέδια που έχει εκπονήσει έως τώρα, η Κομισιόν ελπίζει πως μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους θα έχει αντικαταστήσει περίπου τα 102 δισ. κ.μ. από άλλους ενεργειακούς πόρους όπως οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η πιο αποτελεσματική χρήση της θέρμανσης, η μετατροπή των αγωγών, το βιομεθάνιο, τα φωτοβολταϊκά πάνελ οροφής. Σχολιάζοντας το σχέδιο της Κομισιόν, ο Κρίστοφερ Γκανβίλ, διευθυντικό στέλεχος και υπεύθυνος πολιτικών ερευνών στην TS Lombard, μίλησε για «παράλογη αισιοδοξία». Οπως διευκρίνισε ο ίδιος, «η Ρωσία είναι σημαντικός προμηθευτής όχι μόνο φυσικού αερίου και πετρελαίου αλλά και LNG, που σημαίνει ότι θα είναι δύσκολο για την Ευρώπη να βρει τους κατάλληλους προμηθευτές του καυσίμου». Ηδη παραδέχθηκε τις δυσκολίες του εγχειρήματος η επίτροπος Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον, όταν δήλωσε στο περιθώριο του συμβουλίου υπουργών Ενέργειας ότι «δεν υπάρχει επάρκεια LNG στον κόσμο» για να προμηθευτεί όσο χρειάζεται η Ε.Ε.
Είναι, πάντως, γεγονός ότι η Ε.Ε. έχει σημειώσει πρόοδο ως προς τη μείωση του ποσοστού των εισαγωγών της που αντιπροσωπεύει το ρωσικό αέριο. Τον Απρίλιο του περασμένου έτους, το 45% των εισαγωγών της σε αέριο προερχόταν από τη Ρωσία και το ποσοστό αυτό μειώθηκε μέχρι τον Απρίλιο του 2022 στο 31%. Μειώθηκε περισσότερο η μερίδα του αερίου που διοχετεύεται στην Ευρώπη μέσω αγωγών από το 40% που ήταν το περασμένο έτος στο 26% φέτος. Σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές LNG στην Ε.Ε., σημειώνουν ιστορικά υψηλά επίπεδα και μόνο τον Απρίλιο έφτασαν τα 12,6 δισ. κ.μ. καταγράφοντας έτσι αύξηση 36% σε ετήσια βάση παρά την πτώση των εισαγωγών από τη Ρωσία. Κρίνοντας από τα στοιχεία αυτά, μπορεί κανείς να συμπεράνει πως οι προσπάθειες της Ευρώπης να διαφοροποιήσει τους προμηθευτές της αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς.
Τόσο η ανησυχία της Ευρώπης πως μπορεί να μείνει τον χειμώνα χωρίς φυσικό αέριο όσο και οι προσπάθειές της για εξασφάλιση προμηθειών από άλλες πηγές έχουν ενταθεί τις τελευταίες εβδομάδες από τη στιγμή που η Gazprom μείωσε δραστικά τις ροές προς την Ευρώπη. Ακολούθησαν προειδοποιήσεις από τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, αλλά και ανεξάρτητους οικονομολόγους, που καλούσαν την Ευρώπη να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο πλήρους διακοπής της προσφοράς ρωσικού αερίου. Σχολιάζοντας τη στάση του ρωσικού κολοσσού αλλά και της Μόσχας γενικότερα, όπως και το γεγονός ότι στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού είχαν μειωθεί σοβαρά οι ροές αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη, εκπρόσωπος της Κομισιόν δήλωσε στο αμερικανικό δίκτυο CNBC ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί την ενέργεια «ως εργαλείο εκβιασμού». Τόνισε μάλιστα πως όλα αυτά προδίδουν πως η Ρωσία δεν είναι αξιόπιστος προμηθευτής ενέργειας, αλλά με τη στάση της θα «ενισχύσει την αποφασιστικότητά μας να επιταχύνουμε την ανάπτυξη των μικρών οικιακών εγκαταστάσεων φωτοβολταϊκών, τη μείωση της ζήτησης και της κατανάλωσης ενέργειας, αλλά και τη στροφή μας σε πιο αξιόπιστους προμηθευτές».
Στο πλαίσιο των προσπαθειών της για διαφοροποίηση των ενεργειακών της πόρων και απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα της Ρωσίας, η Ε.Ε. υπέγραψε προ ημερών μνημόνιο συνεργασίας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ για την προμήθεια LNG από την Ανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα, η Ε.Ε. συμφώνησε με τη Νορβηγία να εντείνουν τη συνεργασία τους στον τομέα της ενέργειας, ώστε να προμηθεύεται από αυτήν περισσότερο φυσικό αέριο σε βραχυπρόθεσμη αλλά και μακροπρόθεσμη βάση. Εχει, άλλωστε, στραφεί σε άλλους προμηθευτές όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ και το Αζερμπαϊτζάν.
Σύμφωνα, πάντως, με τον Κρίστοφερ Γκανβίλ, της TS Lombard, οι συνεχείς και κλιμακούμενες κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η προσπάθεια της Ε.Ε. να απεξαρτηθεί από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες ενδέχεται να επιφέρουν σοβαρό κόστος για τη Γηραιά Ηπειρο. Οπως επισημαίνει ο ίδιος, «η Ε.Ε. θα πληρώνει περισσότερο από τις άλλες μεγάλες οικονομίες τόσο για το πετρέλαιο όσο και για το φυσικό αέριο που θα εισάγει από προμηθευτές εκτός Ρωσίας». Αναφέρεται μάλιστα ειδικότερα στο LNG και υπογραμμίζει πως «εξαιτίας του κόστους υγροποίησης και επανεξαέρωσης, η Ευρώπη θα πληρώνει για το LNG που θα εισάγει από τις ΗΠΑ περισσότερο από όσο θα πληρώνουν οι Αμερικανοί καταναλωτές».
kathimerini.gr