συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής, λάθος πολιτική ως προς την ενεργειακή ασφάλεια και την αδυναμία εξασφάλισης εγχώριων ενεργειακών πόρων, έχουν καταστήσει σήμερα την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης αντικείμενο διαπραγμάτευσης- ενώ η συνεχής ροή ενέργειας πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη - και έρμαιο κοινών εκβιασμών από την Ρωσία του προέδρου Πούτιν.
Όπως έχουμε επανειλημμένα παρατηρήσει μέσω της στήλης, πέρα από τις πολεμικές επιχειρήσεις στο πεδίο των μαχών στην Ουκρανία, η Ρωσία έχει εξαπολύσει παράλληλα έναν συστηματικό, μεθοδικό και καλά προετοιμασμένο πόλεμο κατά της Δύσης με άξονα την ενέργεια όπου και υπερέχει σχεδόν σε όλα τα μέτωπα. Με την Ρωσία να είναι υπεύθυνη για το 28% της ενεργειακής προμήθειας του πλανήτη (για στοιχεία βλέπε την πρόσφατη έκδοση ΒΡ Statistical Review of World Energy 2022) και πολύ περισσότερο στην περίπτωση της Ευρώπης (40% φυσικό αέριο, 25% πετρέλαιο και 40% άνθρακα), η προσπάθεια της ΕΕ να απεξαρτηθεί από τις εισαγωγές ρωσικών ενεργειακών προϊόντων και πρωτογενούς ενέργειας και, μάλιστα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι λογικό και απόλυτα προβλέψιμο ότι θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα.
Τα προβλήματα αυτά ασφαλώς και δεν είναι θεωρητικά και έχουν άμεσες και αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της ευρωζώνης και ευρύτερα στην Ευρώπη, ειδικά μετά την μοιραία απόφαση της ΕΕ να επιβάλλει κυρώσεις κατά της Μόσχας ακολουθώντας κατά γράμμα τις προσταγές της Ουάσινγκτον. Με την διαφορά ότι η οικονομία των ΗΠΑ δεν εξαρτάται από εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και αερίου, είναι ενεργειακά αυτάρκης σε μεγάλο βαθμό και είναι κατά πολύ ισχυρότερη από αυτή της Ευρώπης.
Αδυνατώντας να εκτιμήσει ορθά τα ενεργειακά μεγέθη που υπεισέρχονται στην διάρθρωση και λειτουργία της οικονομίας και την κατανομή τους, πόσω μάλλον την βίαια ανακατανομή τους, η ηγεσία της ΕΕ αποφάσισε την πλήρη αντικατάσταση της εισαγόμενης από την Ρωσία ενέργεια με ποσότητες προερχόμενες από εναλλακτικούς προμηθευτές - αγνοώντας προφανώς ότι η ενέργεια δεν συγκρίνεται με φάρμακα, οικοδομικά υλικά ή ανταλλακτικά αυτοκινήτων.
Έτσι, καθώς η ΕΕ προχωρά στην υλοποίηση του παράτολμου σχεδίου της για την αντικατάσταση του συνόλου του ρωσικού αερίου με εισαγόμενο LNG - ουσιαστικά αντικαθιστώντας μια μορφή εξάρτησης με μια άλλη- και του τερματισμού των διά θαλάσσης εισαγωγών πετρελαίου και άνθρακα μέχρι το τέλος του 2022, οι τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών έχουν ξεφύγει για τα καλά, δημιουργώντας ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις και οδηγώντας σε ευρύ κύμα ανατιμήσεων προϊόντων σε όλη την αγορά. Το πετρέλαιο έχει σχεδόν διπλασιαστεί, ο άνθρακας έχει τριπλασιαστεί ενώ τα συμβόλαια αερίου στο TTF του Άμστερνταμ διαπραγματεύονται επτά φορές επάνω από ό, τι ήσαν 12 μήνες πριν. Με τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη να τρέχει στο 8,6% τον Ιούνιο και 8,8% στις ΗΠΑ και τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. συνεχώς να υποβαθμίζονται, δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι και οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες που κάνουν λόγο για μια επερχόμενη παγκόσμια οικονομική ύφεση, με αρκετές προβλέψεις για αρνητική ανάπτυξη στην Ευρώπη ήδη από το 4ο τρίμηνο εφέτος.
Ο πρόεδρος Πούτιν, που είναι αναμφισβήτητα ο αρχιτέκτονας της ρωσικής ενεργειακής αναγέννησης, μετά την χρεωκοπία της περιόδου Γέλτσιν, μπορεί να είχε βασιστεί στην ευρωστία του Ρωσικού ενεργειακού συστήματος για την αντιμετώπιση των αναμενόμενων παρενεργειών στις οικονομικές σχέσεις του με την Δύση μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ουδέποτε όμως μπορούσε να φανταστεί τις ευνοϊκές συνθήκες που θα δημιουργούσε για αυτόν οικειοθελώς η ηγεσία της ΕΕ με τις παράλογες πολιτικές και ενεργειακές της πολιτικές. Αντί η Ευρώπη να εντείνει τις προσπάθειες της για αύξηση της εγχώριας ενεργειακής παραγωγής απ’ όλες ανεξαιρέτως τις μορφές ενέργειας, και όχι μόνο από τις ΑΠΕ, και να σχεδιάσει μια βαθμιαία απεξάρτηση από την ρωσική ενέργεια (και χωρίς μάλιστα να πολυδιαφημίζει τα σχέδια της), επέλεξε να εντείνει τις εισαγωγές από εναλλακτικούς προμηθευτές εκτινάσσοντας κυριολεκτικά τις τιμές και προσφέροντας στην Ρωσία ένα αναπάντεχο δώρο. Με αποτέλεσμα σήμερα η Ρωσία να εξάγει λιγότερη ενέργεια στην Ευρώπη αλλά να κερδίζει περισσότερα χρήματα.
Η απερισκεψία και η παροιμιώδης άγνοια των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ προσέφερε την ευκαιρία στον πρόεδρο Πούτιν και στο επιτελείου του στο Κρεμλίνο να σχεδιάσουν ένα πλήρη ενεργειακό πόλεμο κατά της Δύσης, που σήμερα ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με αιχμή του δόρατος την αυξομείωση των ποσοτήτων ρωσικού αερίου που παρέχεται στην Ευρώπη και την χειραγώγηση των ενεργειακών τιμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Φαίνεται ότι απώτερος σκοπός του ενεργειακού πολέμου του Πούτιν είναι η κινητοποίηση όλων των ενεργειακών όπλων που διαθέτει με στόχο την πλήρη οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση, πρωτίστως της Ευρώπης και ακολούθως των ΗΠΑ- έως ότου συμφωνήσουν τους όρους που αυτός ήθελε υπαγορεύσει για την επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία. Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να αποφύγει να θυμηθεί τα σοφά λόγια του Αρχιμήδη που τον 3ο π.Χ. αιώνα φέρεται να είπε «Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω».
Με το οικονομικό κλίμα να χειροτερεύει από μέρα σε μέρα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, απόρροια του ενεργειακού δόγματος Πούτιν, έπεται η πολιτική αποσταθεροποίηση. Μετά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στον Βορρά, μετά την αδυναμία του Εμμανουέλ Μακρόν να νομοθετεί, μετά την κατάρρευση του Μπόρις Τζόνσον στην Βρετανία, έρχεται τώρα η σειρά του ευρωπαϊκού Νότου να πληγεί από την αστάθεια. Εδώ πρώτο θύμα είναι ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι ο οποίος πληρώνει τα επίχειρα των αποφάσεων που έφεραν την Ευρώπη στα πρόθυρα ενεργειακής ένδειας.
Σύμφωνα με πολιτικούς σχολιαστές, είναι προφανές ότι όταν ελαμβάνοντο οι αποφάσεις για επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας τον περασμένο Φεβρουάριο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν την ψευδαίσθηση ότι οι επιπτώσεις θα ήσαν καταλυτικές για την Μόσχα και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τερματιζόταν πολύ σύντομα. Από εκεί και πέρα, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, έχουν βρεθεί παγιδευμένες από τις δικές τους αποφάσεις. Και καθώς η Ρωσία αποδεικνύεται και στην Ουκρανία «δρομέας αντοχής», το πλέον πιθανό είναι ότι στο τέλος της ημέρας θα επέλθει κάποιου είδους συμφωνία, μάλλον προς όφελος της Ρωσίας, προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης οικονομική κατάρρευση.