Ευρωπαϊκή Συνθήκη και Δημοκρατία

Η επικύρωση της «Ευρωπαϊκής Συνθήκης», του υπερεθνικού μας, δηλαδή, Συντάγματος, μπορεί να γίνει : Με πράξη της κυβέρνησης ή με δημοψήφισμα. Το δίλημμα σύρει στο προσκήνιο το ερώτημα της αξίας της «πρωτογενούς» λαϊκής έκφρασης. Άρα της ουσίας της δημοκρατίας, μάλιστα δε σήμερα.
του Γ. Κ. Στεφανάκη
Τετ, 7 Μαΐου 2008 - 06:43

Η επικύρωση της «Ευρωπαϊκής Συνθήκης», του υπερεθνικού μας, δηλαδή, Συντάγματος, μπορεί να γίνει : Με πράξη της κυβέρνησης ή με δημοψήφισμα. Το δίλημμα σύρει στο προσκήνιο το ερώτημα της αξίας της «πρωτογενούς» λαϊκής έκφρασης. Άρα της ουσίας της δημοκρατίας, μάλιστα δε σήμερα.

Η εννοιολογική ανάδειξη της φύσης της δημοκρατίας περιβάλλεται από δύο βασικούς μύθους. Κατά τον πρώτο: Η λαϊκή μάζα αναβαθμιζόμενη σε συντεταγμένη εξουσία αποτελείται από πολίτες που είναι μεταξύ τους ίσοι (κατ’ αξίαν) έτσι ώστε όλες οι ψήφοι (γνώμες) να έχουν μεταξύ τους την αυτή βαρύτητα. Πρόκειται για ανακρίβεια. Βιολογικό κανόνα ανεξαίρετο αποτελεί η διαφορετικότητα. Συνεπώς και η ανισότητα των μελών της κοινωνίας έναντι αλλήλων.

Ο επόμενος μύθος, επίσης αντικείμενος στον ορθό λογισμό, έχει ιδιαίτερα καλλιεργηθεί από την δημαγωγική πολιτική πράξη και έγκειται στο αλάθητο του λαού. Έκφραση χαρακτηριστική του μύθου αυτού αποτελεί ο στίχος: «…λαέ μου ευκολόπιστε και πάντα προδομένε…». Ότι, δηλαδή, η όποια τυχόν αστοχία, ως προϊόν παραπλάνησης, δεν θίγει το λαϊκό αλάθητο.

Ασφαλώς τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Το λάθος και ο θάνατος είναι οι αναπότρεπτες συνέπειες της γέννησης κάθε θνητού. Έργο ανθρώπινο τέλειο δεν υπάρχει. Μόνον η επιείκεια, η κατανόηση και η συγγνώμη θεμελιώνουν προϋποθέσεις ομαλής εξέλιξης.

Η αρχαία ελληνική σκέψη –πυλώνας κατά την Συνθήκη– του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξε διστακτική έναντι της δημοκρατίας. Ακόμη περισσότερο η προβαλλόμενη ως υποδειγματική «Αθηναϊκή Δημοκρατία» υπήρξε ελάχιστα δημοκρατική. Μια πρώιμη πολιτειολογική εκτίμηση ανιχνεύεται στον προσωκρατικό Πρωταγόρα: «…Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος…». Ό,τι δηλαδή, στην συνέχεια τυποποιήθηκε από τον Αριστοτέλη, ο οποίος στην καλή λειτουργία του –οιουδήποτε πολιτεύματος– έδινε σημασία. Όχι, δηλαδή, στην μορφή του, ως δημοκρατικού ή μη. Και ο Βενιζέλος ουδέτερος υπήρξε έναντι της μορφής του πολιτεύματος, η λειτουργία του τον ενδιέφερε.

Επισημάνθηκε, πάντως, νωρίς από τον Σόλωνα η πλαστικότητα, άρα και η αντοχή του δημοκρατικού συστήματος, υπό την ειδικότερη εξήγηση ότι το αντίθετο –το τυραννικό– «…Ουκ έχει απόβασιν…», δηλαδή κατάληξη ομαλή.

Κατά την λαμπρή (βραχύτατη) περίοδο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας του 5ου αιώνα, οι πολυπληθείς δούλοι και μέτοικοι είναι οι επιφορτισμένοι με τις ευθύνες της παραγωγής. Οι Αθηναίοι, λιγότεροι, ασκούνται στην πολιτική. Απερίσπαστοι από βιοτικές φροντίδες, είναι ενήμεροι και διαλέγονται επί των θεμάτων μετά κύρους. Αυτό όμως, βέβαια, δεν είναι δημοκρατία. Είναι, ίσως, δημοκρατική οργάνωση της άρχουσας τάξης.

Άνθηση το σύστημα της (αντιπροσωπευτικής) δημοκρατίας γνώρισε μετά την Γαλλική Επανάσταση (1789) με αιχμή του δόρατος τις αγγλοσαξονικές χώρες. Η άνοδος των αστών ήθελε ως στήριγμά της πολίτευμα αντιπροσωπευτικότερο. Η έκτοτε εμπειρία βεβαιώνει ό,τι ο Σόλων επισήμανε. Δηλαδή, ότι η δημοκρατία ενέχει δομική ευλυγισία, έτσι, επιβιώνει των αναπότρεπτων κρίσεων της ζωής. Ειδικώτερα: Η με εκλογές ανάδειξη διαδοχικά διαφορετικής κάθε φορά κυβέρνησης έχει ως αποτέλεσμα ότι την αναπόφευκτη φθορά από την άσκηση εξουσίας εισπράττει η κυβερνώσα ομάδα, εξ ορισμού αντικαταστατή. Όχι –κατ’ αρχήν- το «Σύστημα».

Η θεώρηση της Ιστορίας επιβεβαιώνει το συμπέρασμα. Στην κρίση του κομμουνισμού (όπου δεν προβλεπόταν μηχανισμός κυβερνητικής διαδοχής), κατέρρευσε ο ίδιος ο κομμουνισμός. Το αυτό συνέβη και με τον Ναζισμό, Φασισμό, Φρανκισμό κλπ.

Έχει ήδη επισημανθεί ως βασικό μειονέκτημα της δημοκρατίας η πλασματική εξίσωση της αξίας των κοινωνών της. Στον καιρό μας το μειονέκτημα διογκώνεται, μάλιστα δε υπό διπλή θεώρηση. Σήμερα τα πολιτικά ζητήματα είναι – όσο ποτέ – πολύπλοκα και τεχνικά. Η εξέλιξη (π.χ.) της οικονομικής λειτουργίας υπό διεθνή διάσταση δεν είναι κατανοητή από τον μη έχοντα ειδικές γνώσεις. Έτσι όμως, το άνω πλάσμα άγει σε ουτοπία. Εξ ορισμού δεν είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους. Ισότης –εφ’ εξής– νοείται μόνο μεταξύ αυτών που ξέρουν. Ακόμη, σήμερα, ο συμπολίτης μας –στην τρέχουσα εκδοχή του– δρα προσδοκώντας ν’ αυξήσει την περιουσιακή του βάση, εκείθεν αντλεί το κύρος του. Εκεί εξαντλεί την δράση του. Δεν του μένει χρόνος, ούτε επιθυμεί να προσπαθήσει να κατανοήσει ζητήματα γενικώτερου ενδιαφέροντος, δηλαδή, ζητήματα πολιτικά. Και τους πολιτευόμενους διαρκώς υπολήπτεται λιγώτερο.
Κατά συνέπεια όλων αυτών, μεταξύ πολιτών και πολιτικής διαπιστώνεται χάσμα διευρυνόμενο.

Το αν τα πράγματα πάνε καλά, υπό την άνω ανάλυση, είναι άλλο ζήτημα. Σήμερα πάντως έτσι πάνε. Και υπό τις συνθήκες αυτές ούτε ως ανέκδοτο είναι δυνατόν ν’ αντιμετωπισθεί η προοπτική δημοψηφίσματος προς επικύρωση της Συνταγματικής Συνθήκης. Όλοι –ή σχεδόν– θα ψηφίσουν για ο,τιδήποτε άλλο πλην της Συνθήκης, την οποία, άλλωστε, ουδείς –ή περίπου– θα έχει (έστω) αναγνώσει.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 06/05/2008)