Μία παραγωγή ηλεκτρισμού, η οποία θα στηρίζεται ισομερώς στα στερεά καύσιμα, στο φυσικό αέριο και στις ανανεώσιμες και τα υδροηλεκτρικά, σε συνδυασμό με την μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση ενέργειας, θα καταστήσει περιττή την χρήση οποιασδήποτε άλλης μορφής παραγωγής ηλεκτρισμού, της πυρηνικής ενέργειας συμπεριλαμβανομένης.
Αυτή είναι η κεντρική φιλοσοφία του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού που έχει εκπονηθεί από το υπό τον κ. Ραφαήλ Μωυσή εθνικό συμβούλιο ενεργειακής στρατηγικής με ορίζοντα το 2020. Πρόκειται για μία φιλόδοξη πρόβλεψη, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα η παραγωγή ηλεκτρισμού προέρχεται κατά 55% από λιγνίτες, κατά 5,5% από πετρέλαιο (του οποίου η συμμετοχή προβλέπεται στο μέλλον μηδενική) κατά 27% από φυσικό αέριο, κατά 6% από τα υδροηλεκτρικά και κατά 3% από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το υπολειπόμενο ποσοστό αφορά τις διασυνδέσεις.
Ως προς δε τον λιθάνθρακα, εκτιμάται ότι δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ήμισυ του συνολικού ισοζυγίου των στερεών καυσίμων, σε μία εξέλιξη η οποία αφήνει περιθώριο για την εγκατάσταση δύο ή το πολύ τριών μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού που θα καταναλώνουν το συγκεκριμένο καύσιμο.
Ο ίδιος ο κ. Μωυσής, κατά την διάρκεια ειδικής ημερίδας για την σύγχρονη πυρηνική αναγέννηση στην Ευρώπη, εκτίμησε ότι σε κάθε περίπτωση η χώρα θα πρέπει να προετοιμαστεί καταλλήλως όχι τόσο για το ενδεχόμενο να ληφθεί κάποια στιγμή η πολιτική απόφαση για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στην Ελλάδα. Αλλά κυρίως προκειμένου να είναι σε θέση η ελληνική κοινωνία να ανταποκριθεί σε έκτακτα περιστατικά που ενδέχεται να προκύψουν λόγω της δρομολογημένης λειτουργίας πυρηνικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας σε αρκετές γειτονικές χώρες.
Στο πλαίσιο της ημερίδας που διοργάνωσε ο «Δημόκριτος» ουσιαστικά εκτυλίχθηκαν debates με ανταλλαγή επιχειρημάτων υπέρ και κατά της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας στην Ελλάδα. Μεταξύ των βασικότερων πλεονεκτημάτων καταγράφηκαν η διασφάλιση ενεργειακής επάρκειας, η μηδενική εκπομπή ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα και η δυνατότητα παροχής φθηνού ηλεκτρισμού στους καταναλωτές.
Στον αντίποδα, επισημάνθηκαν το υψηλότατο κόστος επένδυσης, τα προβλήματα γύρω από την διαχείριση των αποβλήτων, την σεισμικότητα του ελληνικού εδάφους και την επιβάρυνση μίας σειράς άλλων, πλην εκπομπής ρύπων, περιβαλλοντικών παραμέτρων που θα πρέπει να ληφθούν υπ΄όψιν.