τιμών που επικράτησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους που πέρασε ο πληθωρισμός σε Ευρώπη, αλλά και στις περισσότερες ώριμες οικονομίες διεθνώς, εκτινάχθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα που είχαμε να δούμε από την δεκαετία του 1980. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη ευρίσκεται σε αποκλιμάκωση σημειώνοντας υποχώρηση στο 10,10 % τον Νοέμβριο από 10,6% τον Οκτώβριο και εκτίμηση για μέσο όρο 8,5 % για όλο το έτος. Λίγο υψηλότερες είναι οι εκτιμήσεις για πληθωρισμό στο σύνολο της ΕΕ την ίδια χρονική περίοδο με αυτόν να φθάνει το 9,3%. Σε σύγκριση με 2,6 % το 2021 στην Ευρωζώνη και 2,9% στην ΕΕ.
Με το μεγαλύτερο μέρος του πληθωρισμού να οφείλεται στις ασυνήθιστα υψηλές ενεργειακές τιμές όπως αυτές διαμορφώθηκαν τους τελευταίους μήνες όπου είδαμε την τιμή του φυσικού αερίου στο TTF να εκτινάσσεται σε ιστορικά υψηλά - στα € 345 /MWh τον περασμένο Αύγουστο- τις χόνδρο εμπορικές τιμές ηλεκτρισμού να ξεπερνούν και τα € 600 / MWh, επίσης τον Αύγουστο και το αργό πετρέλαιο Brent να φθάνει τα $ 125 το βαρέλι τον Μάρτιο στον απόηχο της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της επακολούθησε πολεμικής σύρραξης, που εξακολουθεί να ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Αντίστοιχα ανησυχητικές, πέρα από τον πληθωρισμό, είναι οι επιπτώσεις των υψηλών ενεργειακών τιμών στην οικονομική ανάπτυξη αφού η οικονομία στην Ευρωζώνη τους τελευταίους 12 μήνες ευρίσκεται υπό συνεχή πίεση. Αν και αποφεύχθηκε μια γενικευμένη οικονομική ύφεση η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη περιορίστηκε στο 3,2% σε σύγκριση με το υψηλό του 2021 όπου λόγω οικονομικής ανάκαμψης, μετά την πανδημία αυτή, εκτινάχθηκε στο 5,3%. Τώρα, εν όψει του 2023 οι εκτιμήσεις πολλών έγκριτων οικονομολόγων συγκλίνουν στο ότι το θετικό πρόσημο στην οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη δεν πρόκειται να συνεχιστεί επί μακρόν.
Και αυτό γιατί παρά την αποκλιμάκωση όλων ανεξαιρέτως των ενεργειακών τιμών ( σήμερα 29/12 το αέριο στο ΤΤF κινείται στα € 80/ΜWh, ο ηλεκτρισμός στην Γερμανία στα € 13,58 /MWh και στα € 31,53/MWh στην Γαλλία, ενώ στην πανάκριβη Ελλάδα στα € 284/MWh, με το Brent στα $ 82 το βαρέλι) η αβεβαιότητα για το αύριο παραμένει έντονη ενώ διατυπώνονται φόβοι από πολλούς αναλυτές ότι δεν έχουμε δει το τέλος της ενεργειακής κρίσης με τις τιμές να ανακάμπτουν δριμύτερες το 2023. Και αυτό γιατί η Ρωσία του προέδρου Πούτιν δεν έχει παίξει ακόμα όλα της τα ενεργειακά χαρτιά έχοντας στην φαρέτρα της την δυνατότητα περαιτέρω μείωσης της παραγωγής σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Γιατί παρά τις αυστηρές κυρώσεις της ΕΕ και των G7 η Ρωσία εξακολουθεί να παράγει και να εξάγει μεγάλους όγκους πετρελαίου και αερίου σε όλο τον κόσμο όντας ένας από τους βασικούς ενεργειακούς προμηθευτές του πλανήτη. Εκτιμάται ότι σήμερα, δηλ. το τελευταίο τρίμηνο του έτους, η Ρωσία καλύπτει περίπου το 20% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης ( αργό πετρέλαιο, πετρελαϊκά προϊόντα, φ.αέριο, άνθρακα, ουράνιο) Έτσι, εάν επιθυμεί το Κρεμλίνο να στριμώξει οικονομικά την Ευρώπη, και κατ´ επέκταση τις ΗΠΑ, δεν έχει παρά να μειώσει αισθητά τις ροές αερίου και πετρελαίου για ένα διάστημα, ωθώντας τις τιμές στα άκρα και δημιουργώντας οικονομική αποπληξία. Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και σύντομα θα εισέλθει στο δεύτερο έτος, και τα Ρωσικά στρατεύματα είναι υπό πίεση έχοντας απολέσει εδάφη, το ενδεχόμενο μιας ενεργειακά υποκινούμενης Ρωσικής αντεπίθεσης δεν πρέπει να υποτιμάται.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι σε πολύ πρόσφατη έρευνα των Financial Times που διεξήγαγαν ανάμεσα σε 37 έγκριτους οικονομολόγους διαπιστώθηκε ότι το 90% πιστεύει ότι βάσει των στοιχείων των τελευταίων μηνών η Ευρωζώνη ευρίσκεται ήδη σε ύφεση, ενώ η πλειοψηφία εκτιμά ότι το 2023 η οικονομία της ΕΕ και της ευρωζώνης ιδιαίτερα θα συρρικνωθεί. Σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ και της Κομισιόν που προβλέπουν ανάπτυξη στην Ευρωζώνη στο 0,5 % και 0,3 % αντίστοιχα, η έρευνα των FT δείχνει ότι η ανάπτυξη στην ευρωζώνη θα είναι ελαφρώς αρνητική κατά - 0,01% για το ερχόμενο έτος. Σε ότι αφορά δε τον πληθωρισμό οι 37 οικονομολόγοι εκτιμούν ότι αυτός θα κινηθεί στο 6,0% για όλο το 2023 και στο 2,7% το 2024, δηλαδή αρκετά επάνω από τον στόχο του 2,0 % της ΕΚΤ.