Ξεπουλώντας Ανάπτυξη

Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και το σημείωμα στην εξαμηνιαία έκθεση της Επιτροπής συμπίπτουν σε αυτήν την εκτίμησή τους. Ο ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει. Σε κάθε ένα από τα δύο-τρία επόμενα χρόνια θα χάσουμε τουλάχιστον μισό πόντο ανάπτυξης. Επομένως και το εισόδημα που της αναλογεί. Προφανώς η παγκόσμια κρίση δεν θα περάσει δίπλα μας.
Tου Μπάμπη Παπαδημητρίου
Πεμ, 5 Ιουνίου 2008 - 04:42

Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και το σημείωμα στην εξαμηνιαία έκθεση της Επιτροπής συμπίπτουν σε αυτήν την εκτίμησή τους. Ο ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει. Σε κάθε ένα από τα δύο-τρία επόμενα χρόνια θα χάσουμε τουλάχιστον μισό πόντο ανάπτυξης. Επομένως και το εισόδημα που της αναλογεί. Προφανώς η παγκόσμια κρίση δεν θα περάσει δίπλα μας. Μέσω του πληθωρισμού, που θα περιορίσει το διαθέσιμο εισόδημα και της μικρότερης ζήτησης για ό,τι έχουμε να πωλήσουμε (κυρίως τουρισμό, γη και πρώτες ύλες) τα προς κατανάλωση εισοδήματα των Ελλήνων θα περιοριστούν. Η κυβέρνηση παρηγορείται σημειώνοντας πως, ακόμη κι έτσι, ο ελληνικός ρυθμός ανάπτυξης θα είναι διπλάσιος από τον ευρωπαϊκό, άρα θα συνεχίσουμε να καλύπτουμε την απόσταση που μας χωρίζει. Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει αν, παραλλήλως και αντιστοίχως, μειωνόταν και ο ρυθμός με τον οποίο προσαρμόζονται οι τιμές.

Δυστυχώς, όμως, ο ελληνικός πληθωρισμός προπορεύεται κατά τουλάχιστον μία μονάδα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, με την οποία πρέπει να κάνουμε τις όποιες συγκρίσεις μας, λόγω του κοινού νομίσματος των 13 κρατών. Το πιθανότερο είναι ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν θα επαληθευθούν και η διαφορά θα μεγαλώσει περισσότερο. Ο συνδυασμός εξωτερικών πιέσεων στις τιμές, όπως αυτή που έρχεται από το πετρέλαιο και τις αγροτικές πρώτες ύλες, με την προσαρμογή των εισοδημάτων σε επίπεδα υψηλότερα από το άθροισμα προηγούμενου πληθωρισμού και αύξησης της παραγωγικότητας, αποτελεί πάντοτε για όλες τις οικονομίες έναν ισχυρότατο κίνδυνο. Στο παρελθόν, η Ελλάδα απορροφούσε τις κρίσεις αυτές με σημαντική διολίσθηση (υποτίμηση, πρακτικώς) της δραχμής και επιτάχυνση του πληθωρισμού. Το ευρώ δεν μας επιτρέπει να κάνουμε το πρώτο από τα δύο προηγούμενα και μας προφυλάσσει αρκετά από τον δεύτερο κίνδυνο. Δεν μας προστατεύει όμως από μια κατανάλωση, που αυξάνεται, συγκριτικά, πολύ ταχύτερα. Πράγματι, στην περίοδο 2002-2006, η ελληνική ζήτηση, κάθε χρόνο, μεγάλωνε κατά 4,5% όταν στην Ευρωζώνη συγκρατούνταν στο 1,4% ετησίως.

Η «καλή» εξήγηση είναι οι μεγαλύτερες επενδύσεις. Η πραγματικά κακή είναι η υπερβολική κατανάλωση. Ομως, και η μια και η άλλη καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Οσο δεν αυξάνουμε θεαματικά την παραγωγικότητα της εγχώριας εργασίας και του εν Ελλάδι εγκατεστημένου κεφαλαίου, τόσο θα χάνουμε σε διεθνή ανταγωνιστικότητα. Αυτό έχει ήδη συμβεί και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το έλλειμμα στις διεθνείς μας συναλλαγές, μέτρο του προβλήματος, έφτασε στο 15% του εθνικού προϊόντος. Στη δεκαετία πριν από την είσοδό μας στο ευρώ, δεν είχε ξεπεράσει το 5%. Το χάσμα από τον τριπλασιασμό του διεθνούς μας ελλείμματος κάπως θα καλυφθεί. Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι. Θα πωλήσουμε περιουσία. Ηδη η μισή ιδιοκτησία των εισηγμένων επιχειρήσεων ανήκει σε ξένους. Το ίδιο ισχύει για τις καλύτερες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και απευθείας στην καλύτερη περιαστική γη. Γιατί το μέγεθος της κρίσης δεν φαίνεται από τη μια μέρα στην επόμενη. Το μετράμε σε βάθος δεκαετίας.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 02/05/2008)