Το Πρόβλημα της Ακρίβειας

Το τελευταίο διάστημα, η ακρίβεια έχει αναδειχθεί σε μείζον θέμα. Ομως θα πρέπει να τονισθεί ότι ενώ το πρόβλημα της ακρίβειας είναι ένα καθαρά οικονομικό φαινόμενο, το ζήτημα της αντιμετώπισής της είναι πρωτίστως πολιτική επιλογή.
του Βασίλη Σ. Ράλλη
Πεμ, 12 Ιουνίου 2008 - 02:28

Το τελευταίο διάστημα, η ακρίβεια έχει αναδειχθεί σε μείζον θέμα. Ομως θα πρέπει να τονισθεί ότι ενώ το πρόβλημα της ακρίβειας είναι ένα καθαρά οικονομικό φαινόμενο, το ζήτημα της αντιμετώπισής της είναι πρωτίστως πολιτική επιλογή.

Η ακρίβεια αποτελεί στοιχείο της οικονομικής δραστηριότητας. Και συνδέεται με τον πληθωρισμό, αφού αύξηση της ακρίβειας οδηγεί σε αύξηση του πληθωρισμού και το αντίστροφο. Η ακρίβεια όμως, συνδέεται αντιστρόφως ανάλογα με το διαθέσιμο εισόδημα των ατόμων και των νοικοκυριών, επηρεάζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη, τις καταναλωτικές τους δαπάνες και συνήθειες. Ετσι το κρίσιμο στατιστικό στοιχείο προς παρακολούθηση δεν είναι το απόλυτο μέγεθος της ακρίβειας, αλλά ο σχετικός ρυθμός μεταβολής της ακρίβειας διαχρονικά. Ταυτόχρονα, ο ρυθμός αυτός πρέπει να συγκρίνεται τόσο με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, όσο και τα με αντίστοιχα μεγέθη της ευρωπαϊκής οικονομίας: Σε περίπτωση που η ακρίβεια μεταβάλλεται με έντονο ρυθμό, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα.

Το ποιά μέτρα και σε τί βαθμό, υπαγορεύεται από τη δομή και διάρθρωση της αγοράς. Θεωρητικά, σε μια αγορά τέλειου ανταγωνισμού, ή τουλάχιστον μια αγορά που τείνει να έχει τα χαρακτηριστικά τέλειου ανταγωνισμού, η τιμή συμπεριλαμβάνει το μέγεθος της ακρίβειας και το «αόρατο χέρι» της αγοράς ρυθμίζει μια τιμή ισορροπίας. Στην πράξη όμως τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Πρώτον, γιατί πρακτικά δεν υπάρχουν αγορές με τέλειο ανταγωνισμό: Η συντριπτική πλειονότητα των αγορών χαρακτηρίζεται από ολιγοπώλια με διαφορετική ένταση του σχετικού ανταγωνισμού. Και δεύτερον γιατί το Κράτος, ως παραγωγός και καταναλωτής αγαθών και υπηρεσιών, τελικά δημιουργεί ακρίβεια και το ίδιο.

Συνεπώς, στη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, η απάντηση βρίσκεται στην ρύθμιση των αγορών βασισμένη στον έλεγχο και τον σεβασμό σε κοινούς κανόνες και αρχές, προκειμένου να λειτουργήσει ευεργετικά ο ανταγωνισμός και να περιορίζονται φαινόμενα κερδοσκοπίας. Ο ανταγωνισμός δεν σημαίνει αναγκαστικά μείωση τιμών: Η προσφορά και η ζήτηση ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας ισορροπεί σε μια τιμή που θεωρείται ως δίκαια (fair price) και αντιπροσωπεύει αξία σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα του καταναλωτή και τις εναλλακτικές του επιλογές (value for money). Η τιμή αυτή μπορεί να μειωθεί μπορεί όμως και να αυξηθεί.

Η ευθύνη λοιπόν για τη σωστή και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς αφορά όλους τους κοινωνικούς εταίρους: Ιδιωτικό τομέα, δημόσιο τομέα και καταναλωτές. Το μεγαλύτερο όμως βάρος για τον σεβασμό σε κοινούς κανόνες και αρχές, το επωμίζεται το Κράτος αφού εκείνο είναι που μπορεί να ελέγξει συμπεριφορές και να καταδικάσει πρακτικές. Είναι επομένως φανερό γιατί η αντιμετώπιση της ακρίβειας είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα. Το Κράτος είναι εκείνο που με τις ενέργειές του ή μη μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ή όχι το οικονομικό φαινόμενο της ακρίβειας μέσω της καθιέρωσης και εφαρμογής κατάλληλων μηχανισμών για την τόνωση του ανταγωνισμού και την δημιουργία ενός κοινού πλαισίου λειτουργίας. Ιδιαίτερα δε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η έμφαση δίνεται στην πρόληψη τέτοιων φαινομένων, αλλά και στη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας.

Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται και στην χώρα μας. Για τους περισσότερους, το ζήτημα της ακρίβειας πρόεκυψε το πρόσφατο διάστημα μετά τις αλλεπάλληλες ανατιμήσεις του πετρελαίου και την συνακόλουθη αύξηση τιμών. Η άποψη αυτή αντανακλά εν μέρει την πραγματικότητα. Όμως το μεγάλο άλμα στην ακρίβεια ουσιαστικά πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα με την παντελή απουσία ελεγκτικών μηχανισμών για την εισαγωγή του ευρώ. Έκτοτε, η ελληνική αγορά ακρίβυνε δυσανάλογα σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικονομία. Άλλωστε τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό πιστοποιούν αυτήν την τάση.

Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η «δομική» πλέον ακρίβεια συντηρείται στην Ελλάδα έχουν να κάνουν λιγότερο με την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών (που επιτείνουν όμως το πρόβλημα) και περισσότερο με τα ενδογενή και συστημικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας: Στενές ολιγοπωλιακές αγορές, σφικτά και κλειστά επαγγέλματα, ασθενική οργανική ανάπτυξη της οικονομίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά μεταφράζονται σε έλλειψη επενδύσεων, υψηλή ανεργία και διατήρηση υψηλών τιμών. Τα παραπάνω οδηγούν στην εμφάνιση δυσανάλογων ρυθμών αύξησης της ακρίβειας, με αποτέλεσμα την ύπαρξη μιας συνεχώς διογκούμενης ψαλίδας μεταξύ των πραγματικών μισθών και της αγοραστικής δύναμης.

Η ουσιαστική αντιμετώπιση της ακρίβειας, απαιτεί την επιτάχυνση των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων για την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Άλλωστε, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, εξελέγη πριν 9 μήνες, ακριβώς για να προωθήσει με μεγαλύτερη ορμή το πρόγραμμά της και όχι για να διαχειρίζεται απλώς τελματωμένες καταστάσεις. Ένα απλό παράδειγμα είναι η απεργία που πρόσφατα πραγματοποίησαν οι ιδιοκτήτες βυτιοφόρων: Αντί να αξιοποιηθεί η ευκαιρία και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να απελευθερωθεί το συγκεκριμένο επάγγελμα, τελικά η λύση που ουσιαστικά προκρίθηκε ήταν η διαιώνιση ενός κλειστού επαγγέλματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Συμπέρασμα: Χωρίς να σπάσει κάποιος αυγά δεν γίνεται ομελέτα. Όσο ηλιέλαιο και αν βάζει στο τηγάνι...