Πώς Ελέγχεται το Πολιτικό Χρήμα

Οι αποκαλύψεις της τελευταίας περιόδου για το πολιτικό χρήμα κατέδειξαν πως το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των εκλογικών εκστρατειών κινείται προς την λάθος κατεύθυνση. Δεν αποτρέπει την συναλλαγή μεταξύ πολιτικών και επιχειρηματιών. Αντίθετα, ωθεί προς την διακίνηση «μαύρου» χρήματος.
του Θανάση Κουκάκη
Δευ, 14 Ιουλίου 2008 - 12:04

Οι αποκαλύψεις της τελευταίας περιόδου για το πολιτικό χρήμα κατέδειξαν πως το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των εκλογικών εκστρατειών κινείται προς την λάθος κατεύθυνση. Δεν αποτρέπει την συναλλαγή μεταξύ πολιτικών και επιχειρηματιών. Αντίθετα, ωθεί προς την διακίνηση «μαύρου» χρήματος.

Η διεθνής πρακτική έχει αναδείξει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο θέμα των πολιτικών χορηγιών. Εκείνη που επιτρέπει την χρηματοδότηση των κομμάτων μόνον από το Κράτος και εκείνη που πέραν από την κρατική ενίσχυση, επιτρέπει χορηγίες και δωρεές από νομικά και φυσικά πρόσωπα.

Στην Γαλλία το Κράτος χρηματοδοτεί τα κόμματα που αντιπροσωπεύονται στη Βουλή, χωρίς να υπάρχει ανώτατο όριο εσόδων και εξόδων. Οι υποψήφιοι δεν δικαιούνται να διαχειρίζονται τα κομματικά χρήματα και να δέχονται δωρεές. Αντιθέτως, στις ΗΠΑ το Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό Κόμμα λαμβάνουν δημόσια επιχορήγηση, ωστόσο τους επιτρέπεται να δέχονται δωρεές από ιδιώτες και επιχειρήσεις.

Στα προηγμένα δυτικά πολιτικά συστήματα επιχειρήσεις και ιδιώτες δύνανται να ενισχύουν κόμματα και υποψηφίους καταθέτοντας χρήματα σε συγκεκριμένους τραπεζικούς λογαριασμούς. Έτσι, η διαδρομή του χρήματος είναι ξεκάθαρη ή εύκολα ανιχνεύσιμη και ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του χορηγού. Ανεξάρτητες Αρχές ελέγχουν τις σχέσεις κομμάτων και επιχειρήσεων και σε πολλές περιπτώσεις δημοσιοποιούνται υπέρογκες χορηγίες που προκαλούν το κοινό αίσθημα (υποθέσεις Enron, ΑΤ&T, SBC Communication, WorldCom, Harken Energy Corp. κ.α..).

Στην Ελλάδα, η υφιστάμενη νομοθεσία (Νόμος 3023/2002) απαγορεύει την χρηματοδότηση των κομμάτων από νομικά πρόσωπα. Ωστόσο επιτρέπει τις μικρές χορηγίες από ιδιώτες (μέχρι 15.000 ευρώ) και την χρηματοδότηση από επιχειρήσεις και κάθε είδους νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν αποδεδειγμένα σε πολιτικό κόμμα! Από το 1984 υπήρξαν νομοθετικές πρωτοβουλίες που ποινικοποίησαν τις σχέσεις πολιτικών παρατάξεων και επιχειρήσεων, όχι για λόγους ουσίας, αλλά για λόγους εντυπωσιασμού. Ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν να πειστεί η κοινή γνώμη ότι οι πολιτικοί δεν συμπράττουν και δεν εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα.

Εν τούτοις, τόσο οι διοικητικές κυρώσεις όσο και τα χρηματικά πρόστιμα για την καταστρατήγηση της νομοθεσίας είναι αμελητέα. Σύμφωνα με τον ν. 3023/2002, σε περίπτωση παράνομης χρηματοδότησης κομμάτων ή υποψηφίων βουλευτών, εκείνος που έλαβε την ενίσχυση και εκείνος που την παρέσχε, τιμωρούνται με φυλάκιση έως δύο ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 30.000 ευρώ. Η ελαφρότητα των κυρώσεων αποτελεί ένδειξη για το πώς αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί το ζήτημα. Η ατιμωρησία στην συστηματική παραβίαση του νόμου, δείχνει την αδυναμία της Δικαιοσύνης να ελέγξη τα κόμματα.

Η υπόθεση Siemens φαίνεται να οδηγεί στην καθολική απαγόρευση των πολιτικών χορηγιών στην χώρα μας και στην εισαγωγή πιο αυστηρών ποινών για τους παραβάτες. Όμως, όπως έχει αποδειχθεί, η απαγόρευση δεν αποτελεί την λύση. Πέραν του ότι δεν είναι νομικά ορθή, αναμφίβολα δεν θα συμβάλλει στην διαχειριστική διαφάνεια, αλλά στην διάνοιξη νέων υπογείων διαδρομών για την διακίνηση πολιτικού χρήματος.

Στην έκθεση που είχε συντάξει η Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής για τον Νόμο 3023/2002 χαρακτήριζε ως «συνταγματικά προβληματική» την απαγόρευση στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου να χρηματοδοτούν κόμματα και υποψήφιους βουλευτές. Η Επιστημονική Υπηρεσία είχε επισημάνει ότι η απαγόρευση αυτή παραβιάζει το άρθρο 5 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Ενώ επεσήμαινε πως σε κάθε περίπτωση το πολιτικό κόμμα ή ο υποψήφιος έχουν την δυνατότητα να αρνηθούν την χορηγία. Στα έξι χρόνια που έχουν μεσολαβήσει δεν προσβλήθηκε η συνταγματικότητα του νόμου, ο οποίος παραμένει ενεργός.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης ήδη από το 2003 έχει εκδώσει σύσταση προς τα κράτη που συμμετέχουν σε αυτό, σχετικά με τους κοινούς κανόνες αντιμετωπίσεως της διαφθοράς στην χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των εκλογικών εκστρατειών. Οι κανόνες που προτείνει το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν απαγορεύουν την χρηματοδότηση κομμάτων και πολιτικών από επιχειρήσεις και ιδιώτες, αλλά θέτουν τις πολιτικές χορηγίες υπό στενή παρακολούθηση. Συγκεκριμένα, για τις πολιτικές δωρεές τονίζεται πως πρέπει να γίνονται αποδεκτές μόνον όταν δεν υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων, όταν εξασφαλίζεται η διαφάνεια των δωρεών και διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των πολιτικών κομμάτων.

Το Συμβούλιο ζητεί την υποχρεωτική καταγραφή των δωρεών προς τα πολιτικά κόμματα στα βιβλία και στους λογαριασμούς των νομικών οντοτήτων, αλλά και την ενημέρωση των μετόχων των επιχειρήσεων για τις εν λόγω χρηματοδοτήσεις. Μάλιστα, προτείνει και την φοροαπαλλαγή των δωρεών αυτών, ως μέσο για την ενίσχυση της διαφάνειας. Για τις χρηματοδοτήσεις από ξένους δωρητές το Συμβούλιο της Ευρώπης παρουσιάζεται πιο αυστηρό, ζητώντας από τα κράτη να περιορίσουν ή και να απαγορεύσουν τις χρηματοδοτήσεις κομμάτων και υποψηφίων από αλλοδαπές επιχειρήσεις.

Στην χώρα μας προτιμούμε να ενοχοποιούμε τις σχέσεις επιχειρήσεων και πολιτικών και να ενθαρρύνουμε – δια της απαγορεύσεως- την κρυφή συναλλαγή. Ως κοινωνία δεν έχουμε απαντήσει στο αν για την διαφθορά ευθύνεται η χορηγία ή η πολιτική απόφαση για συναλλαγή. Σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο να ξέρουμε μέσα από θεσμοθετημένους μηχανισμούς ποιά παράταξη έχει λάβει χρηματοδότηση και από ποιόν, παρά να το ανακαλύπτουμε τυχαία ή επειδή το έφεραν οι συγκυρίες.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 26/06/2008)