Διαβάσαμε πρόσφατα στο energia.gr - εδώ- ότι οι Γερμανοί δεν πιστεύουν πια ότι είναι εφικτή η ενεργειακή μετάβαση. Άρκεσαν δύο χρόνια ακραίων τιμών στην ενέργεια και η απειλή της έλλειψης φυσικού αερίου, που έως τότε προμηθεύονταν αφειδώς και…φθηνώς, για να τους κάνει να δουν το φως το αληθινόν και να θεωρούν πως το να κυνηγούν “ανεμόμυλους” όπως ο ήρωας του Θερβάντες, δεν θα εξασφαλίσει την καθημερινή τους ενέργεια.
Σήμερα, ο “μέσος” Γερμανός πολίτης που διαισθάνεται ότι απειλείται η ευμάρειά και η εργασία του, εξαιτίας της ενεργειακής ακρίβειας, επιστρέφει στην πραγματικότητα της πυρηνικής ενέργειας, για την οποία διερρύγνυε επί χρόνια τα ιμάτιά του ότι είναι επικίνδυνη και αχρείαστη. Ακόμη, σήμερα, ένας ολοένα και αυξανόμενος αριθμός Γερμανών αναζητά ασφάλεια στα ορυκτά καύσιμα και θαλπωρή στο φυσικό αέριο.
Ακόμη και αυτή η ίδια η γερμανική κυβέρνηση, που πασχίζει να κρατήσει με νύχια και με δόντια, ζωντανό το όνειρο της πράσινης μετάβασης, δεν αποστρέφεται ούτε αυτόν τον άνθρακα, καθώς έχει παραπέμψει στις γερμανικές καλένδες την εξάλειψή του από το ενεργειακό μείγμα.
Θυμάστε μήπως τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας που καλούσε πριν από μερικά χρόνια, την ανθρωπότητα, σε ιερό πόλεμο κατά του πετρελαίου; Σήμερα μιλά για την ανάγκη επενδύσεων σε νέα έργα υδρογονανθράκων και προβλέπει διαρκή άνοδο της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου για τις δεκαετίες που έρχονται.
Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού, που μετατρέπει την ενέργεια σε τετράκις εκατομμύρια Βρετανικές Θερμικές Μονάδες (BTU), παρατηρούμε ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο προβλέπεται να παρέχουν συνολικά, 75 από τα 118 τετράκις εκατομμύρια BTU ενέργειας που παρέχονται ετησίως για την κάλυψη των παγκόσμιων αναγκών. Ενώ, συνολικά η χρήση των δύο ορυκτών καυσίμων θα έχει μειωθεί από περίπου 68% του παγκόσμιου ενεργειακού εφοδιασμού, σε 63%, έως το 2050.
Τί σημαίνει αυτό; Πως εάν η Ενεργειακή Μετάβαση ήταν πραγματικότητα, δεν θα υπήρχε λόγος να επενδύουμε σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αφού η αγορά θα έστελνε σήμα ότι δεν χρειάζεται πια αυτά τα καύσιμα.
Το ότι το ενεργειακό μείγμα θα εμπλουτίζεται διαρκώς, τα χρόνια που έρχονται, με την προσθήκη αιολικής και ηλιακής ενέργειας, με βιοκαύσιμα και αργότερα, πιθανώς, με υδρογόνο είναι βέβαιο.
Όπως συμβαίνει όμως ακόμη και σε χώρες που έχουν κάνει την “ονειροπόλα” Ευρώπη να θέλει να κρυφτεί –π.χ., Κόστα Ρίκα εδώ- αυτές οι διαλείπουσες πηγές ενέργειας θα συμμετέχουν στο παιγχνίδι, αναλαμβάνοντας ένα κομμάτι του παγκόσμιου ενεργειακού φορτίου, αλλά ως συμπληρωματικές των ορυκτών καυσίμων που θα εξακολουθήσουν να κυριαρχούν στις μεταφορές, τις μετακινήσεις και τη θέρμανση των ανθρώπων.
Θα ήταν εντελώς παράλογο και ξένο ως προς τον τρόπο με τον οποίο ενεργούν οι παγκόσμιες ηγεσίες στο σύγχρονο κόσμο, να αναμένει κανείς ότι η ενεργειακή πολιτική θα σχεδιάζεται ερήμην των υψηλών οικονομικών απαιτήσεων και ότι θα προωθείται σε πείσμα της αύξησης του κόστους της ενέργειας και της μείωσης της ανθεκτικότητας και της ασφάλειας εφοδιασμού. Ιδίως μάλιστα, όταν αυτό το κόστος επιβαρύνει δυσανάλογα τους “ευάλωτους” καταναλωτές και θα τους απειλεί με ενεργειακή ένδεια.