Εξι Κρίσιμες Εβδομάδες για Επίθεση κατά του Ιράν

Οι μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού προσφέρονται για πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτός είναι ένας κανόνας, που σπανίως αγνοούν οι στρατιωτικοί, όταν έχουν τη δυνατότητα επιλογής του χρόνου έναρξής τους. Από την άποψη αυτή, οι επόμενες έξι εβδομάδες αποτελούν το κρίσιμο παράθυρο χρόνου μέσα στο οποίο η πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ θα πρέπει να αποφασίσει αν θα εφαρμόσει το σχέδιο των πολεμικών επιχειρήσεων που, όπως όλα δείχνουν, έχει σχεδιάσει εναντίον του Ιράν.
Του Δημήτρη Μαυράκη
Τρι, 15 Ιουλίου 2008 - 11:13

Οι μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού προσφέρονται για πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτός είναι ένας κανόνας, που σπανίως αγνοούν οι στρατιωτικοί, όταν έχουν τη δυνατότητα επιλογής του χρόνου έναρξής τους.

Από την άποψη αυτή, οι επόμενες έξι εβδομάδες αποτελούν το κρίσιμο παράθυρο χρόνου μέσα στο οποίο η πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ θα πρέπει να αποφασίσει αν θα εφαρμόσει το σχέδιο των πολεμικών επιχειρήσεων που, όπως όλα δείχνουν, έχει σχεδιάσει εναντίον του Ιράν.

Το βέβαιον πάντως είναι ότι όλες οι προετοιμασίες, πολιτικές και στρατιωτικές, έχουν ολοκληρωθεί και απομένει η τελική απόφαση, αν δεν έχει ήδη ληφθεί.

Η πρόσφατη ελληνο-ισραηλινή άσκηση απετέλεσε τη δοκιμή της επιχειρησιακής ετοιμότητας της στρατιωτικής μηχανής του Ισραήλ να αναλάβει την εφαρμογή ενός σχεδίου αεροπορικών επιδρομών εναντίον απομακρυσμένων στόχων, όπως αυτών του Ιράν, ενώ η επίσκεψη του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ στο Τελ Αβίβ, επέτρεψε προφανώς την τελική αξιολόγηση ενός σχεδίου δράσης στην οποία εμπεριέχεται και η στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ.

Παράλληλα όμως με τις πολεμικές προετοιμασίες, στο διάστημα των τελευταίων μηνών, ένας κύκλος πολιτικών δηλώσεων ηγετικών προσωπικοτήτων των δυτικών κυβερνήσεων έχει διαμορφώσει το πολιτικό πλαίσιο ανοχής και υποστήριξης στο ενδεχόμενο ανάληψης δράσης εναντίον του Ιράν. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθούν οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας των ΗΠΑ, της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ αλλά και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, με χαρακτηριστικές τις ομιλίες της Γερμανίδας Καγκελαρίου και του Γάλλου Προέδρου στη Κνεσέτ, αλλά και την έμπρακτη υποστήριξη του ΝΑΤΟ με την εξασφάλιση, μέσω Ελλάδος, του γεωγραφικού χώρου για την προαναφερθείσα άσκηση. Καθώς θα ήταν εξαιρετικά απίθανο η τελευταία να συμφωνήσει στη διεξαγωγή μίας τέτοιας άσκησης χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και ενθάρρυνση της συμμαχίας.

Επομένως όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι, εις ό,τι αφορά στην ολοκλήρωση των αναγκαίων στρατιωτικών και πολιτικών προετοιμασιών, η εκδήλωση μίας από αέρος επίθεσης του Ισραήλ εναντίον επίγειων στόχων του Ιράν, θα μπορούσε να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή στο επόμενο διάστημα των έξι εβδομάδων.

Παρ όλα αυτά μία σειρά πολιτικών αναλυτών επισημαίνει ότι μία τέτοια ενέργεια θα είχε δυσαναλόγως μεγάλο κόστος για τις ΗΠΑ και τη διεθνή οικονομία και ως εκ τούτου οι προετοιμασίες αυτές αποσκοπούν στην άσκηση πολιτικής πίεσης προς την κυβέρνηση του Ιράν.

Επισημαίνουν μάλιστα ότι ενδεχόμενη επίθεση του Ισραήλ θα προκαλούσε, σύμφωνα με δηλώσεις του Ιράν, αντεπιθέσεις με μέσης εμβέλειας πυραύλους εναντίον του Ισραήλ, με περαιτέρω αποσταθεροποίηση του Ιράκ και με κλείσιμο των στενών του Ορμούζ με προφανείς και καταστροφικές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία από την διακοπή της τροφοδοσίας της από το πετρελαϊκά κοιτάσματα του Κόλπου.

Παρά τη βασιμότητα των επιχειρημάτων, τα οποία προφανώς δεν αγνοούν οι σχεδιαστές μίας τέτοιας επιχείρησης, το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα πρώτα μπορούν να αντισταθμίσουν τα οφέλη από την ανάληψη πολεμικής δράσης σε αυτή τη συγκυρία.

Αποφεύγοντας ρητορικά σχήματα, είναι πρόδηλο ότι αυτό που επιδιώκεται αποτελεί την εφαρμογή επί μέρους πολιτικών που συνθέτουν τον σκληρό πυρήνα της γεωπολιτικής επιδίωξης των ΗΠΑ να διατηρήσουν και να διευρύνουν τον έλεγχό τους στα κοιτάσματα υδρογονανθράκων της Μ. Ανατολής.

Μίας επιδίωξης που συγκεκριμενοποιείται με την πρόσφατη απόφαση παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης πετρελαιοπαραγωγών περιοχών του Ιράκ στις μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ. Μία εξέλιξη που εξηγεί τη σκοπιμότητα των πολεμικών επιχειρήσεων που προηγήθηκαν και προδιαγράφει την αναγκαιότητα της παρουσίας αμερικανικών στρατευμάτων όσο αυτό θα είναι αναγκαίο. Θα αποτελούσε δε έκφραση πολιτικής αφέλειας να αναμένει κανείς την υλοποίηση προεκλογικών υποσχέσεων αποχώρησής τους, ακόμη και μετά από ενδεχόμενη εκλογή του υποψηφίου των Δημοκρατικών αν δεν συντρέχουν οι κατάλληλες συνθήκες διασφάλισης των γεωπολιτικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή.

Ένα ισχυρό Ιράν οδηγεί, εκ των πραγμάτων, σε αναγόρευσή του σε περιφερειακή δύναμη με ρυθμιστικό χαρακτήρα, ένα ρόλο που σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να προτίθενται να του εκχωρήσουν οι ΗΠΑ και οι δυτικές κυβερνήσεις, πολύ περισσότερο που μία τέτοια προοπτική θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μείωση της επιρροής τους, στην υποβάθμιση του ρόλου του Ισραήλ στην περιοχή και τέλος στην εξασθένιση του ρόλου των πολυδιάστατων ομάδων στήριξης, που το τελευταίο διαθέτει στις ΗΠΑ.

Με την προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ να κορυφώνεται, οι δηλώσεις των υποψηφίων για την εξασφάλιση της υποστήριξης του ισχυρού εβραϊκού λόμπυ, ανταγωνίζονται στην παροχή πολιτικής υποστήριξης προς την κυβέρνηση του Ισραήλ, διαμορφώνοντας το πολιτικό πλαίσιο ανοχής μίας ενδεχόμενης αεροπορικής επίθεσης του τελευταίου εναντίον του Ιράν πριν από τις εκλογές στις ΗΠΑ. Μίας επίθεσης που εκ των πραγμάτων έχει εξασφαλισμένη τη μη καταδίκη της από τη διεθνή κοινότητα, όπως αυτή εκφράζεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Μία μικρής κλίμακας από αέρος επίθεση εναντίον επιλεγμένων στόχων του Ιράν, με την ανοχή και χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, θα μείωνε το διεθνές κύρος του ιρανικού καθεστώτος, ιδιαίτερα στην περιοχή και ενδεχομένως να το αποσταθεροποιούσε στο εσωτερικό. Ταυτοχρόνως θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση του νέου προέδρου των ΗΠΑ αλλά και το κύρος του ισραηλινού στρατού στην περιοχή.

Αυτό όμως το σενάριο υποθέτει την επίδειξη από το Ιράν της ανάλογης αυτοσυγκράτησης, ιδιαίτερα όσον αφορά στο σκέλος της προσβολής στόχων άλλων πέραν αυτών του Ισραήλ, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα παρείχε τη νομιμοποιητική βάση εμπλοκής της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ, που ευρίσκεται ήδη εγκατεστημένη στο Ιράκ. Και μπορεί το Ιράν να απειλεί με την ανάπτυξη τακτικών και ασύμμετρων πολεμικών δραστηριοτήτων στη περιοχή είναι όμως αδύνατον να μη αντιλαμβάνεται την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής μηχανής των ΗΠΑ απέναντι σε συγκροτημένους στρατιωτικούς σχηματισμούς και στρατηγικού ενδιαφέροντος στόχους ενός αντιπάλου της.

Κάθε απόπειρα διακοπής της διεθνούς ναυσιπλοϊας στον Κόλπο θα παρείχε μία ισχυρή βάση επιχειρημάτων σε ένα απερχόμενο Πρόεδρο των ΗΠΑ για τη χρήση της μέγιστης στρατιωτικής ισχύος για την πλήρη, ταχεία και άνευ όρων συνθηκολόγηση του καθεστώτος του Ιράν. Ένα ενδεχόμενο από το οποίο δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί ακόμη και η χρήση μικρής ισχύος τακτικών πυρηνικών όπλων. Βεβαίως και στις δύο περιπτώσεις η τιμή του πετρελαίου θα εκτινάσσετο στα ύψη προς όφελος των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ρωσία, των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και φυσικά των κερδοσκόπων των χρηματιστηρίων. Αλλά μία παρόμοια εξέλιξη δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δυσμενής σε ένα συγκεκριμένο κύκλο οικονομικών συμφερόντων, το αντίθετο μάλιστα.

Όσο για την πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ, εκτός των πωλήσεων που θα πραγματοποιούσε, η επιτυχής προστασία των ισραηλινών επίγειων στόχων και η αντίστοιχη καταστροφή των ιρανικών, θα ηύξανε την αξιοπιστία των οπλικών συστημάτων της και τις μελλοντικές πωλήσεις έναντι των ανταγωνιστών της.

Ο κ. Δημήτρης Μαυράκης είναι Αν. καθηγητής-διευθυντής ΚΕΠΑ

(Από την εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 12-13/07/2008)