Ο Γιάννης Μπασιάς διετέλεσε Προέδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων ΑΕ (EΔEY) από το 2016 μέχρι το 2020. Διαθέτει 33 χρόνια διεθνούς επαγγελματικής εμπειρίας στη γεωλογία και τη γεωφυσική, την οργάνωση τεχνικών έργων και εταιρική διαχείριση για την αξιολόγηση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και τη δημιουργία χαρτοφυλακίου πετρελαϊκών πόρων.
Μιλώντας στον 98.4 εξηγεί γιατί κατά την γνώμη του, η περίφημη "πράσινη μετάβαση" ενεργειακά στην Ευρώπη αλλά και παγκόσμια, είναι στη ουσία μια βίαιη οικονομική μετάβαση σε ένα μοντέλο που χριεάζεται τρισεκατομμύρια, που θα φορτωθού στις πλάτες των λαών και όχι των μεγάλων κολοσσών που εμφναίζονται ως "παίκτες" σε αυτή την πράσινη μετάβαση , που όλοι την επιθυμούν αλλά για τις επόμενες δεκαετίες έχει τρομακτικές αιρεσιμότητες και ευστάθειας και επάρκειας.
Άρα και φαινόμενα ενεργειακής κρίσης- φτώχειας, αλλά και επισιτιστικής κρίσης. Μεγάλο θέμα επίσης ότι η διαχείριση των αποβλήτων από τις ΑΠΕ , γίνεται επίσης πεδίο κερδών για τα συμφέροντα που μονομερώς τις προωθούν χωρίς εναλλακτικές σε βάρος των πολιτών που θα πληρώσουν το κόστος και αυτών των ρύπων . Όπως σημειώνει , το διεθνές ενεργειακό περιβάλλον, σε κλίμακα δεκαετιών, θα στηρίζεται, αρέσει δεν αρέσει στο φυσικό αέριο και θα συνεχίσει να υποστηρίζεται από τις σημερινές εναλλακτικές πηγές ενέργειας για δεκαετίες. Με αυτή την οπτική γωνία η θάλασσα (βασικός γεωγραφικός χώρος για τα υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου) και η ενέργεια γίνονται αλληλένδετες. Μια γρήγορη ματιά αυτής της σχέσης θάλασσας-ενέργειας επιτρέπει να δούμε επίσης την θέση της Ελλάδας, από την ίδια οπτική γωνία.
Όπως για τους γαιάνθρακες και τον λιγνίτη, , για τους οποίους επιβάλλεται πρόστιμο ρύπου, έτσι και για κάθε μέσο υλοποίησης εναλλακτικών πηγών ενέργειας, όπως των ανανεώσιμων, πρέπει να επιβάλλεται επίσης ένας φόρος ρύπανσης του περιβάλλοντος, μελλοντικής και παρούσας. Ας μην ξεχνάμε ότι για το διοξείδιο του άνθρακα το πρόστιμο έχει διακυμάνσεις αναλόγως των συνθηκών.
Κάτι παράλληλο συμβαίνει με τις χερσαίες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και τις θαλάσσιες πλατφόρμες εξόρυξης υδρογονανθράκων που γερνάνε, κουράζονται ή βγαίνουν έξω από την παραγωγή λόγω παλαιάς τεχνολογίας. Το κόστος απεγκατάστασης κατά τόνο –μόνο για το μέταλλο– ανέρχεται σε 2.000-3.000 ευρώ. Ας σημειωθεί ότι μια μικρή πλατφόρμα ζυγίζει μερικές εκατοντάδες τόνους σιδερικό. Κάθε εταιρεία –με ή χωρίς το κράτος– πρέπει να βάλει στην άκρη σε ειδικό λογαριασμό κάθε χρόνο ένα ποσό για την απεγκατάστασή τους. Αυτό ισχύει στην πετρελαϊκή βιομηχανία εδώ και δεκαετίες και είχε εφαρμοσθεί παλαιότερα και στον Πρίνο.
Αντίστοιχα και για τις μπαταρίες (όχι μόνο των αυτοκινήτων), όπως και για τα υλικά των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών πρέπει να επιβληθεί κάποιο χρηματικό αντίτιμο προστασίας από την μόλυνση που θα δημιουργηθεί όταν απεγκατασταθούν, μετά από 20 χρόνια. Το αντίτιμο πρέπει να οριστεί μέσω μιας αξιολόγησης και κοστολόγησης από σήμερα, στο πλαίσιο της αρχής της βιωσιμότητας της ανάπτυξης.
Το πρόβλημα της μόλυνσης δεν αποτελεί ιδιαίτερο θέμα επικαιρότητας, διότι προς το παρόν βρισκόμαστε στο στάδιο της κούρσας για τον έλεγχο των σπανίων γαιών, του μαγκάνιου, του χαλκού, του κοβάλτιου και γενικότερα των ορυκτών και μετάλλων που είναι αναγκαία για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Μια ματιά στον αγώνα κυριαρχίας που υπάρχει για τον έλεγχο του κοβαλτίου για τις μπαταρίες (ιδιαίτερα των αυτοκινήτων) είναι χρήσιμη. Το κοβάλτιο, συνδυάζεται με το λίθιο και η τιμή του από το 2017 έχει αυξηθεί εντυπωσιακά.
Προς το παρόν εφοδιάζουν με αυτό την αγορά βασικά η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ), αλλά οι ειδικοί λένε ότι η ζήτηση θα αυξηθεί 15 φορές μέχρι το 2030 και περισσότερες από 10 χώρες θα εμπλακούν στον αγώνα ελέγχου με μπροστάρη σήμερα την Κίνα. Προς το παρόν αυτός ο αγώνας επικεντρώνεται σε χερσαία περιβάλλοντα, αλλά στο μέλλον θα επεκταθεί και σε θαλάσσια περιβάλλοντα, λόγω της αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για τους πολυμεταλλικούς κόνδυλους που βρίσκονται στην επιφάνεια του βυθού των ωκεανών και ιδιαίτερα σε Ατλαντικό και Ειρηνικό σε διεθνή ύδατα και έξω από τα όρια των ανακηρυγμένων ΑΟΖ.
Αυτά τα θέματα διαχειρίζεται η Αρμόδια Αρχή Διεθνούς Θαλάσσιου Βυθού (ISA) υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Αυτή η Αρχή προκηρύσσει διεθνείς διαγωνισμούς, αξιολογεί, επιβλέπει και διαχειρίζεται τις εργασίες των εταιρειών, κοινοπραξιών ή κρατικών φορέων που εξερευνούν, όχι μόνο για μέταλλα σε ζώνες που δεν είναι ΑΟΖ κρατών. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις είναι η διαφύλαξη του θαλάσσιου περιβάλλοντος, αλλά όχι μόνο. Χώρες όπως οι ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Νότια Κορέα, Βραζιλία κτλ. δραστηριοποιούνται εδώ και χρόνια στην επεξεργασία κονδύλων σε θαλάσσια βάθη που υπερβαίνουν τα 3000 και 4000 μέτρα. Βρισκόμαστε πάλι στις περιοχές της τεχνολογίας των μεγάλων βαθών, των μηχανικών και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων στον βυθό και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Τα θέματα αυτά έχουν συζητηθεί και για τα ελληνικά νερά αν και οι εξερευνητικές εργασίες δεν έχουν προχωρήσει όσο γρήγορα θα έπρεπε. Δεν υπάρχουν κόνδυλοι στα νερά μας, ούτε στην Ανατολική Μεσόγειο, , διότι έχουμε σύγκλιση τεκτονικών πλακών και όχι γένεση ωκεανών όπως στον Ειρηνικό, Ατλαντικό και Ινδικό Ωκεανό. Σε διεθνές επίπεδο γίνεται όλο και περισσότερο κατανοητό ότι στην θάλασσα θα παιχθούν όλα τα μελλοντικά ενεργειακά παιχνίδια κι αυτό ισχύει –όπως ο καθένας διαπιστώνει σήμερα– και για την περιοχή μας.
Η σχέση θάλασσας-ενέργειας θα έπρεπε να κατατάσσει την Ελλάδα σε μία ιδιαίτερα πλεονεκτική οικονομική θέση για τις επόμενες δεκαετίες. Για τον λόγο αυτό οι έρευνες για εξόρυξη υδρογονανθράκων (φυσικό αέριο δυτικά και νότια της Κρήτης και αργό πετρέλαιο στην δυτική Ελλάδα) θα έπρεπε να είχαν υποστηριχθεί ενεργά και όχι μόνο να είχαν ενταχθεί στο εθνικό ενεργειακό πλάνο.
Το διεθνές ενεργειακό περιβάλλον στηρίζεται σήμερα στο φυσικό αέριο και η θάλασσα είναι ο βασικός γεωγραφικός χώρος που κρύβονται τα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία κατέδειξαν την κρίσιμη σημασία που έχει το φυσικό αέριο για την ενεργειακή ασφάλεια. Για τις επόμενες δύο-τρείς δεκαετίες, θα έχει πρωταρχικό ρόλο και θα υποστηρίζεται από τις σημερινές εναλλακτικές πηγές ενέργειας που καλούμε ανανεώσιμες (ΑΠΕ). Το διεθνές ενδιαφέρον για την περιοχή μας σχετίζεται και με την λιβυκή ΑΟΖ (νοτίως της μέσης γραμμής) και ανατολικότερα, διότι οι υποθαλάσσιες γεωλογικές δομές των ΑΟΖ Ελλάδας και Λιβύης ομοιάζουν, όπως και ανατολικότερα με την Αίγυπτο και Κύπρο.
Εάν οι γεωτρήσεις στην ελληνική ΑΟΖ είχαν γίνει χωρίς καθυστερήσεις, θα είχαν επιτρέψει να αξιολογηθεί το ποσοστό αντικατάστασης των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή. Είναι ένα μεγάλο βήμα, που αν γινόταν, θα είχε ενθαρρύνει διεθνείς και εγχώριους επενδυτές να δραστηριοποιηθούν, διότι η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου απαιτεί πάντοτε κατασκευή υποδομών παραγωγής και μεταφοράς με –μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα– κέρδη σημαντικότερα από αυτά της μεταφοράς φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου ή διύλισης εισαγόμενου πετρελαίου.
Ακούστε τη συνέντευξη του κ. Μπασιά στο ηχητικό αρχείο που ακολουθεί:
(από neakriti.gr)