Ο τομέας της ενέργειας, εξίσου με τους τομείς των χερσαίων μεταφορών και των επικοινωνιών, προσφέρεται κατ’ εξοχήν στην ανάπτυξη περιφερειακής συνεργασίας. Το τελικό ενεργειακό προϊόν είναι εξίσου υποκείμενο μεταφοράς (διακινήσιμο) όπως και το βασικό καύσιμο. Μπορεί να παράγεται εδώ και να καταναλίσκεται σε απόσταση.

Ο τομέας της ενέργειας, εξίσου με τους τομείς των χερσαίων μεταφορών και των επικοινωνιών, προσφέρεται κατ’ εξοχήν στην ανάπτυξη περιφερειακής συνεργασίας. Το τελικό ενεργειακό προϊόν είναι εξίσου υποκείμενο μεταφοράς (διακινήσιμο) όπως και το βασικό καύσιμο. Μπορεί να παράγεται εδώ και να καταναλίσκεται σε απόσταση.

Μεταξύ των ευρωπαϊκών περιφερειών (αλλά και των ευρύτερων ευρωμεσογειακών) η περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης προσφέρεται κατ’ εξοχήν για ενεργειακή περιφερειακή συνεργασία. Από γεωφυσική αλλά και γεωπολιτική και γεωοικονομική άποψη, η βαλκανική χερσόνησος έχει σαφώς ευκρινή ταυτότητα και αυτονομία. Δεύτερον, ευρίσκεται πλησιέστερα πάσης άλλης ευρωμεσογειακής περιφέρειας (αλλά και από όλη την υπόλοιπη Ευρώπη) στις κύριες πηγές προέλευσης βασικών καυσίμων. Τρίτον, οι οικονομίες της περιοχής βρίσκονται σε φάση πρόσφατης οικονομικής απογείωσης (της ωριμότερης ελληνικής συμπεριλαμβανομένης) πράγμα που της προσδίδει το μεγαλύτερο ίσως δυναμικό ενεργειακής ανάπτυξης απ’ όλες τις άλλες ευρω-ευρωμεσογειακές περιοχές (λόγω ακριβώς της συγκεκριμένης αναπτυξιακής φάσης που διανύει – αναδυόμενες οικονομίες.)

Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της περιοχής ως πρόσφορης για περιφερειακή ενεργειακή συνεργασία έχει αναγνωριστεί επισήμως εδώ και μία δεκαετία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η θεσμική επέκταση της οποίας στη χερσόνησο είναι δεδομένο ότι τείνει προς την ολοκλήρωση, παράλληλα με την ολοκλήρωση της υπαγωγής της στην ομπρέλα ασφαλείας του ΝΑΤΟ. Ο διάλογος επομένως που υπό τη σκέπη της Ε.Ε. αποβλέπει στην αποκατάσταση μιας ολοκληρωμένης ενεργειακής αγοράς με στοιχεία «ενεργειακής κοινότητας» (energy community) επιβάλλεται αυτήν τη στιγμή να εντατικοποιηθεί και ουσιαστικοποιηθεί, λαμβανομένης πλέον επιτακτικά υπ’ όψη της συνεχούς επιδείνωσης των συνθηκών σε ό,τι αφορά:

  • Κόστος ενέργειας (έκρηξη τιμών καυσίμων).
  • Σύνθεση και ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού (διαφοροποιημένες πηγές καθύλην και περιοχή, συνέχεια παροχής κ.λπ.).
  • Ανεπάρκεια υποδομής σε σχέση με την ένταση της ζήτησης.
  • Περιβαλλοντικά προβλήματα.

Η στιγμή είναι επομένως κατάλληλη για πυροδότηση της ενεργειακής συνεργασίας προς πολλές κατευθύνσεις κυρίως όμως προς τις εξής:
Α) Προς την κατεύθυνση του κοινού πλέον κατά το δυνατόν προγραμματισμού επενδύσεων και συμπράξεων σε δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια συντονισμένη περιφερειακή στρατηγική που θα αξιοποιήσει όλα τα περιφερειακά πλεονεκτήματα και θα μειώσει το συνολικό κόστος επένδυσης και λειτουργίας. Ο αυτόνομος εθνικός προγραμματισμός, όσο κι αν ίσως επιβάλλεται από θεωρητικούς λόγους ασφάλειας, κατά κανόνα οδηγεί σε αδιέξοδο. (Υψηλό κόστος και καθυστερήσεις). Καμία χώρα άλλωστε της περιοχής, εκτός ίσως της Σλοβενίας, ούτε έχει αλλά ούτε προβλέπεται ότι θα διαθέτει στο ορατό μέλλον τα μέσα και τους πόρους για την εξασφάλιση πλήρους ενεργειακής κάλυψης και αυτονομίας με το άριστο περιβαλλοντικό μείγμα.
Β) Προς την κατεύθυνση του εντατικότερου ενεργειακού εμπορίου (trading).
Γ) Προς την κατεύθυνση κοινοπρακτικής στάσης απέναντι σε μεγαλοπρομηθευτές τύπου Gazprom.
Η περιοχή προσφέρεται για συντονισμένη χάραξη πολιτικής μείγματος πηγών / καυσίμων, συμπεριλαμβανομένης πρωτίστως της πυρηνικής ενέργειας. Η προΰπαρξη πυρηνικών σταθμών (Βουλγαρία - Ρουμανία - Σλοβενία) οφείλει ασφαλώς να ληφθεί υπ’ όψη ως περιφερειακό δεδομένο που αναπόφευκτα επηρεάζει ποικιλοτρόπως τον επί μέρους εθνικό προγραμματισμό. Εν πάσει περιπτώσει, η τυχόν επιπρόσθετη εγκατάσταση πυρηνικών αλλά και μεγάλων παραδοσιακών θερμικών μονάδων υπάρχει σημαντικό περιθώριο να γίνεται εφεξής συντονισμένα, με αριστοποίηση χωροθέτησης, κοινή χρηματοδότηση και εκ των προτέρων προγραμματικές συμφωνίες κατανομής ωφελειών.

Από κοινού επίσης μπορεί πολύ περισσότερο να γίνεται ο σχεδιασμός των αγωγών, ώστε να επιτυγχάνεται η αριστοποίηση του κόστους και του οφέλους. Οι αγωγοί μέσα σε ενεργειακές κοινότητες δεν νοείται να καθίστανται αντικείμενα αναχρονιστικού εθνικού ανταγωνισμού.

Οι χώρες της περιοχής δεν νοείται επίσης να αυτοπροσφέρονται με ενθουσιασμό ως μεμονωμένα θύματα του περιφερειακού marketing των εξωπεριφερειακών μεγαλοπρομηθευτών, χωρίς εξαντλητικές σταθμίσεις εναλλακτικών σεναρίων κοινής αποδοχής. Οι αγωγοί άλλωστε, από τη φύση τους ως διασυνοριακές (cross border) επενδύσεις, επιβάλλουν συλλογική διαπραγμάτευση με ταυτόχρονη διεκδίκηση ευρέων ενεργειακών και άλλων αντισταθμισμάτων. Διαφορετικά οι ίδιοι οι «πελάτες» ενθαρρύνουν τη βία του «διαίρει και βασίλευε» εις βάρος τους.

Οι σκέψεις αυτές μπορεί να φαίνονται ίσως προωθημένες σε σχέση με τη συνολική πολιτική και γεωοικονομική ωριμότητα της περιοχής. Τώρα όμως, εν μέσω ενεργειακής κρίσης που ήδη εξελίσσεται, είναι η ώρα να τεθούν στον διάλογο και να λειτουργήσουν ως πυξίδες στρατηγικού προσανατολισμού, λαμβανομένου επιπλέον σοβαρά υπ’ όψη ότι στην περιοχή ισχύει ήδη ένα σημαντικό γεωπολιτικό και γεωοικονομικό κεκτημένο:
Α) Η ευρωπαϊκή προοπτική περιφερειακής ολοκλήρωσης είναι δεδομένη.
Β) Το νατοϊκό πλαίσιο ασφαλείας τείνει εξίσου προς την ολοκλήρωση.
Γ) Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των κρατών είναι ήδη ανεπτυγμένες και συνεχίζουν να αναπτύσσονται με εντυπωσιακό δυναμισμό.
Δ) Η Σερβία δεν θα βραδύνει να προσχωρήσει στην ευρωδυναμική της περιοχής με πολλαπλασιαστικό θετικό αντίκτυπο.
Ε) Οι μεγάλοι διεθνείς χρηματοδοτικοί οργανισμοί –Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕΠ), Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD)– δρούν ήδη καταλυτικά από ετών στην περιοχή.
ΣΤ) Οι ξένες επενδύσεις έχουν επίσης δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Ζ) Το τραπεζικό σύστημα ήδη προτρέχει / ηγείται των εξελίξεων και ομογενοποιείται με πρωταγωνιστικό τον ρόλο των ελληνικών τραπεζών.

Βεβαίως τα Βαλκάνια παραμένουν παρά ταύτα περιοχή υπαρκτού πολιτικού ρίσκου. Η επιρροή της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ οφείλει να συμβάλει αποφασιστικότερα στην εξάλειψή του. Η ώρα όμως των μεγάλων επενδύσεων στην ενέργεια έχει σημάνει. Επιβάλλεται να συνοδευτεί από ταχεία σύγκληση σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, ώστε το energy community να καταστεί λειτουργικά εφικτό. Οι χώρες μπορούν να μειώσουν το κόστος και να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη με την επιτάχυνση της περιφερειακής συνεργασίας.

Ο κ. Παναγιώτης Γεννηματάς είναι Επίτιμος Αντιπρόεδρος Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/07/2008)