Αντιμέτωπη με 5 μεγάλες προκλήσεις στο μέτωπο της οικονομίας θα βρεθεί η νέα  κυβέρνηση μετά τις εκλογές, με πιο σημαντική ,τις  κρίσιμες διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν  για τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους μέχρι το 2027 καθώς θα καθορίσουν τα περιθώρια ασκήσεως οικονομικής πολιτικής από το 2024 και μετά.   H σύνταξη του νέου προϋπολογισμού ,η υλοποίηση  των έργων και απορρόφηση  των πόρων του Ταμείου Ανακάμψεως ,η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδος αλλά και το ενεργειακό  περιλαμβάνονται στα ανοιχτά ζητήματα που θα απασχολήσουν το επόμενο οικονομικό επιτελείο τους επόμενους μήνες, μέσα σε ένα περιβάλλον  νέων αυξήσεων  των επιτοκίων και διατηρήσεως σε υψηλά επίπεδα των τιμών των τροφίμων.

H διαπραγμάτευση για τους νέους δημοσιονομικούς στόχους τα έτη 2024-2027, που θα γίνει με την Κομισιόν, τον Σεπτέμβριο, μαζί με τη σύνταξη του Προϋπολογισμού για το 2024 θα αποτελέσει ένα  δύσκολο εμπόδιο  για την επόμενη κυβέρνηση. Ενα πρώτο στίγμα για τους στόχους στα πλεονάσματα θα δοθεί από την Κομισιόν  την προσεχή εβδομάδα με τις  δημοσιονομικές κατευθύνσεις που θα είναι ξεχωριστές για κάθε κράτος. Το πού ακριβώς θα κάτσει η… μπίλια του νέου λογαριασμού θα το μάθει η νέα κυβέρνηση το φθινόπωρο όταν θα εξειδικευθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Η χώρα, όπως δείχνουν τα πράγματα θα πρέπει να εμφανίζει τα προσεχή χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα 2%-2,3% του ΑΕΠ για  να μειώνεται το χρέος της. Η απαιτούμενη προσαρμογή  αντιστοιχεί   σε περικοπές δαπανών ή αύξηση εσόδων πάνω από 4 δισ. ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι περιορίζονται οι δυνατότητες της κυβερνήσεως για άσκηση οικονομικής πολιτικής.

Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες παύουν να είναι οριζόντιοι και ενιαίοι για όλους, αλλά θα αντικατασταθούν από διμερείς συμφωνίες μεταξύ των Βρυξελλών με τα κράτη – μέλη, έτσι ώστε οι προϋπολογισμοί να οδηγούν σε καθοδική τροχιά το χρέος τους. Aν οι δείκτες υποδηλώνουν βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα, τότε τα κράτη – μέλη θα έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή μειώσεις φόρων, κοινωνικές ενισχύσεις κ.α. Αγκάθι» αποτελεί το δημόσιο χρέος της Ελλάδας που μπορεί να μειώθηκε κατά το 2022 ως ποσοστό του ΑΕΠ από 193,3% σε 171,3%, αλλά ο συνολικός όγκος του χρέους που το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να αποπληρώσει και για το οποίο πρέπει να πληρώνει τόκους (χρέος Κεντρικής Κυβέρνησης) αυξήθηκε την ίδια περίοδο ακόμη περισσότερο, κατά 36,3 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 392,3 δισ. ευρώ.  

 Ταμείο Ανάκαμψης: Σε πρόσθετες επιχορηγήσεις 769,2 εκατ. ευρώ και δάνεια της τάξης των 5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, στο πλαίσιο του RΕPowerEU, προσβλέπει η κυβέρνηση το προσεχές διάστημα, εν όψει της επικαιροποίησης των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Γ ια την τελική πρόταση επί των δανείων αυτών οι Βρυξέλλες έχουν θέσει ως καταληκτική διορία την 31η Αυγούστου.

Τα 5 δισ. ευρώ σε δάνεια του REPowerEU θα ενσωματωθούν στον ήδη υπάρχοντα χρηματοδοτικό άξονα του Ταμείου Ανάκαμψης,  για την χρηματοδότηση αποκλειστικά μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Για την αναθεώρηση ,η προθεσμία λήγει στο τέλος του έτους αλλά οι Βρυξέλλες επιθυμούν μία παράλληλη κίνηση και για τις δύο διαδικασίες για να μειωθεί η γραφειοκρατία. 

 Η Ελλάδα υλοποιεί με ταχείς ρυθμούς το πρόγραμμα, έχοντας απορροφήσει πάνω από 3 δισ. ευρώ και έχοντας συγκεντρώσει περίπου 12 δισ. ευρώ επενδυτικών προτάσεων, από τις οποίες επενδύσεις προϋπολογισμού 5 δισ. ευρώ έχουν υπογράψει δανειακές συμβάσεις. Όμως το 85% των χρημάτων του Ταμείου θα έρθουν στην Ελλάδα μέσα στα επόμενα τρία χρόνια,  που σημαίνει ότι πρέπει να αυξηθούν οι ρυθμοί, καθώς  τα ορόσημα για τις επόμενες δόσεις είναι πολύ πιο δύσκολα, αφού συνδέονται  με την  ολοκλήρωση κρίσιμων διαγωνισμών.

Προϋπολογισμός 2024: Η σύνταξη του προϋπολογισμού του 2024 δεν θα είναι εύκολη υπόθεση αφού η κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθεί με προσοχή καθώς θα οφείλει να επιτύχει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα αλλά από την άλλη θα πρέπει να περιλάβει και τις προεκλογικές της εξαγγελίες με κεντρική την αύξηση των μισθών στο δημόσιο. Με δεδομένο ότι υπάρχουν ήδη φόβοι για αναζωπύρωση του πληθωρισμού από τις τιμές της ενέργειας  θα χρειαστεί προσαρμογή στα μέτρα στήριξης, ώστε να καλυφθούν οι ενδεχόμενες αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού.  Με Υπουργική Απόφαση, παρατείνονται οι θεσμικές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης τόσο στη χονδρεμπορική όσο και στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, ο Μηχανισμός ανακτήσεως των υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών, παρατείνεται έως και την 30η Σεπτεμβρίου 2023 ενώ στην ίδια Υπουργική Απόφαση προβλέπεται και η παράταση, έως την 30η Σεπτεμβρίου 2023, της αναστολής εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεχίζεται με αυτό τον τρόπο και για το μεταβατικό διάστημα ανάδειξης της νέας Κυβέρνησης, που θα προκύψει από την επικείμενη εκλογική διαδικασία, η ενίσχυση του ΤΕΜ μέσω των ποσών που προέρχονται από το μηχανισμό επιβολής πλαφόν στους ηλεκτροπαραγωγούς. 

Επενδυτική Βαθμίδα: Η χρονική περίοδος, μετά την ανακοίνωση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές είναι το σημείο – μηδέν για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μας. Όπως φαίνεται και από την αξιολόγηση της Standard and Poors που φέρνει το ελληνικό αξιόχρεο μισό βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα, οι οίκοι αξιολογήσεως θα περιμένουν όχι τόσο το αποτέλεσμα της κάλπης όσο τις οικονομικές εξαγγελίες της κυβερνήσεως ώστε να διαπιστώσουν εάν δεσμεύεται για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων ,μείωση του δημόσιου χρέους, διατήρηση της αναπτύξεως. Οι παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη οι οίκοι αξιολογήσεως είναι διαρθρωτικοί, μακροοικονομικοί, δημοσιονομικοί και το εξωτερικό ισοζύγιο. Όσο υπάρχουν αβεβαιότητες για το μέλλον της οικονομίας τόσο θα καθυστερεί η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Κατά συνέπεια, εφόσον τηρηθούν αυτές οι προϋποθέσεις η επενδυτική βαθμίδα  που θα κλείσει και συμβολικά τον κύκλο της κρίσης χρέους, έπειτα από τουλάχιστον 13 χρόνια παραμονής στην κατηγορία junk,  αναμένεται να έρθει για τη χώρα τους τελευταίους τέσσερις μήνες του χρόνου, από τον Σεπτέμβριο και μετά.

Τρεις οίκοι αξιολόγησης DBRS ,Standard and Poor’s και Fitch κατατάσσουν την Ελλάδα μία μόλις βαθμίδα από την επενδυτική, ενώ η Moody’s αξιολογεί τη χώρα στη χαμηλότερη βαθμίδα από όλους τους οίκους αξιολόγησης, τρεις από την επενδυτική. 

Μέχρι το τέλος του έτους υπάρχουν άλλα έξι κρίσιμα «ραντεβού» με τους οίκους αξιολόγησης .Το πρώτο είναι στις 9 Ιουνίου από την Fitch ενώ στις 4 Αυγούστου, αναμένεται η νέα αξιολόγηση από τη Scope, η οποία, όμως δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των big 4 που αξιολογούν την ελληνική οικονομία. Ο φθινοπωρινός κύκλος ξεκινά στις 8 Σεπτεμβρίου από την DBRS. Στις 15 Σεπτεμβρίου έχουμε τη δεύτερη αξιολόγηση από τη Moody’s. Στις 20 Οκτωβρίου θα γίνει η δεύτερη αξιολόγηση από τον οίκο Standad & Poor’s ενώ το 2023 ολοκληρώνεται με την αξιολόγηση από τον Fitch στις 2 Δεκεμβρίου.

Διεθνείς αναλυτές, με τα σημερινά δεδομένα εκτιμούν ως πιθανότερες ημερομηνίες για την  αναβάθμιση της Ελλάδας στο BBB- ,δηλαδή στην επενδυτική βαθμίδα την 20η Οκτωβρίου που είναι προγραμματισμένη η επόμενη αξιολόγηση  από  την S&P ή ακόμα και την 8η Σεπτεμβρίου από τον καναδικό οίκο DBRS.