Οι βρεταννικές αρχές έως πρόσφατα είχαν υιοθετήσει την ανεδαφική ιδέα ότι οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν εξ ολοκλήρου με ΑΠΕ. Για να δελεάσουν εταιρείες που κατασκευάζουν αιολικά offshore πάρκα, έχουν θεσμοθετήσει πλήθος κινήτρων και ευνοϊκών ρυθμίσεων:
- Η μεταφορά της ενέργειας από το σημείο που παράγεται (ως επί το πλείστον στη Βόρεια Θάλασσα) στα αστικά κέντρα (Λονδίνο και Midlands) όπου καταναλώνεται θεωρείται υποχρέωση του δικτύου, ο παραγωγός δεν υποχρεούται να συμβάλλει.
- Η αστάθεια της προσφοράς γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπισθεί με αντίστοιχη αυξομείωση της ζήτησης (κυρίως από μεγάλους καταναλωτές). Εχει δημιουργηθεί ένα πολυδαίδαλο σύστημα «ρύθμισης της ζήτησης» (Demand Side Response) με οικονομικά κίνητρα στους καταναλωτές να μεταβάλλουν την ζήτησή τους εις τρόπον ώστε το σύστημα να παραμένει σε ισορροπία. Υπάρχουν κίνητρα να μειώνεις τη ζήτησή σου, υπάρχουν και κίνητρα να αυξάνεις τη ζήτησή σου όταν υπάρχει υπερπαραγωγή ενέργειας (ναι, καλά διαβάσατε!). Τα κίνητρα αυτά αλλάζουν συνεχώς, κάποια καταργούνται και άλλα δημιουργούνται κάθε χρόνο. Το National Grid δαπανά πολλά εκατομμύρια λίρες ετησίως για να διαχειρίζεται το σύστημα αυτών των κινήτρων σε όλη την πολυπλοκότητά του.
- Παρά τα κίνητρα, ποτέ η ζήτηση δεν προσαρμόζεται απόλυτα στην προσφορά. Γι’ αυτό υπάρχει άλλη σουίτα κινήτρων προς μη ΑΠΕ, ακόμα και μονάδες άνθρακα, να παραμένουν σε ετοιμότητα μήπως χρειαστεί να τεθούν εκτάκτως σε λειτουργία αν σταματήσει να φυσάει ο άνεμος ανοιχτά του Aberdeenκαι παγώσουν οι τουρμπίνες. Αυτά τα κίνητρα είναι δύο κατηγορίων: κίνητρα για να βρίσκονται σε λειτουργική ετοιμότητα οι μονάδες και άλλα κίνητρα, υψηλότερα, εάν χρειαστεί να επιστρατευτούν.
Εν ολίγοις όλο το ρυθμιστικό σύστημα είναι στημένο έτσι ώστε να ευνοεί τους παραγωγούς ΑΠΕ, απαλλάσσοντάς τους από το έμμεσο κόστος της ανανεώσιμης ενέργειας. Με το πρόσχημα της επίτευξης του Net Zero εξελίσσεται μια γιγαντιαία μεταφορά πόρων από τους καταναλωτές (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) στις επιχειρήσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.Εταιρείες δανέζικες, σουηδικές και γερμανικές συρρέουν στην βρεταννική αγορά και προσπαθούν να εξασφαλίσουν μερίδια σε μια αγορά που ιστορικά έχει υψηλές τιμές ενέργειας. Εχοντας οι ίδιες πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής (έως και μηδενικό, ας είναι καλά ο άνεμος), συμμετέχουν στους διαγωνισμούς που οργανώνει το NationalGridκαι προσπαθούν να «κλειδώσουν» φορτία προσφέροντας χαμηλές τιμές (από μονάδες που δεν έχουν χτιστεί καν)! Πράγματι, έχουν προσφερθεί τιμές περί τα 40 ευρώ/MWhαπό τις εταιρείες αυτές στο δίκτυο και ακόμα χαμηλότερες. Αυτό δημιουργεί ευφορία ότι οδεύουμε πλησίστιοι σε μια ονειρεμένη εποχή φθηνής και καθαρής ενέργειας.
Αλλά πρόκειται περί αυταπάτης. Οπως είπαμε, οι περισσότερες μονάδες δεν έχουν χτιστεί καν. Οι επενδυτές κατήρτισαν τα businessplanτους ώστε να δικαιολογούν αυτό που ήθελαν να κάνουν, δηλ. να προσφέρουν φτηνές τιμές. Πίστευαν ότι το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και χαμηλού πληθωρισμού θα διετηρείτο επ’ αόριστον. Ομως, τα πράγματα άλλαξαν άρδην και τώρα βλέπουν ότι με τα πολύ αυξημένα επιτόκια δεν τους «βγαίνουν» τα projects! Και προσπαθούν να βρουν τρόπο να τα εγκαταλείψουν, αθετώντας τις συμβατικές τους υποχρεώσεις προς το βρεταννικό δημόσιο. Τελευταίο παράδειγμα η σουηδική Vattenfall, η οποία έχει εκπονήσει το σχέδιο NorfolkBoreas για κατασκευή 140 ανεμογεννητριών σε ένα «οικόπεδο» 725 km2 παραχωρημένο από το κράτος. Κάθε γεννήτρια θα έχει ύψος 350 μέτρα και άνοιγμα έως 300 μέτρα. Τον περασμένο μήνα το έργο διεκόπη: το κόστος των υλικών, της εργασίας αλλά και του δανεισμού που θα χρηματοδοτούσε το έργο αυξήθηκε τόσο πολύ ώστε, με βάση τις κλειδωμένες τιμές που η Vattenfall έχει ήδη προσφέρει, το projectνα μην είναι πλέον κερδοφόρο. Η επικεφαλής της Vattenfall Anna Borg δήλωσε το προφανές: «Είναι σημαντικό να επενδύουμε μόνον όταν πληρούνται τα κριτήρια κερδοφορίας». Ασφαλώς έτσι είναι, τότε όμως γιατί δεν προσέθεταν ένα ικανό περιθώριο ασφαλείας στην προσφορά τους;
Δεν είναι μόνο η Vattenfall. Και άλλοι κολοσσοί, όπως η Shell και η ισπανική Iberdrola, βρίσκονται με ζημιογόνα projectsστα χέρια τους διότι ήδη έχουν συμφωνήσει να προσφέρουν ενέργεια σε χαμηλές, κλειδωμένες τιμές. Στη Μεγ. Βρεταννία φαίνεται ότι αυτές οι εταιρείες μπορούν να «σπάσουν» τα συμβόλαιά τους χωρίς οικονομικό κόστος, στις ΗΠΑ όμως που μάλλον το κράτος σέβεται τον εαυτό του περισσότερο η εταιρεία Avangrid, θυγατρική της Iberdrola, που βρέθηκε ακριβώς στην ίδια θέση με τις προαναφερθείσες εταιρείες στην Μεγ. Βρεταννία αναγκάστηκε να πληρώσει $ 50 εκατ. για να «σπάσει» συμβόλαιό της με την πολιτεία της Μασσαχουσέτης που θα προσέθετε 1,2 GWστο «μείγμα».
Στην Μεγ. Βρεταννία η μονοπωλιακή πριμοδότηση των ΑΠΕ φαίνεται πώς υποχωρεί: γίνεται κατανοητή η αναγκαιότητα διατήρησης και επέκτασης των παραδοσιακών μορφών ενέργειας ώστε να βρεθεί μια μέση κατάσταση που και επαρκή προσφορά θα εξασφαλίζει και χαμηλότερο κόστος στον καταναλωτή. Ηδη η κυβέρνηση ενέκρινε projects εξόρυξης φυσικού αερίου στη Β. Θάλασσα που μέχρι πρότινος ήτανε παγωμένα. Με το προφανές επιχείρημα, γιατί να φέρνω LNG από την άλλη άκρη του Ατλαντικού (προσθέτοντας στους εκλυόμενους ρύπους) όταν έχω αέριο στην αυλή μου;
Θα κλείσω με μια σύντομη αναφορά στα καθ’ημάς. Η Ελλάδα πρέπει να διδαχθεί από τα σφάλματα μιας πιο προηγμένης αγοράς, όπως η Μεγ. Βρεταννία. Κανείς δεν αντιλέγει στην συστηματική προσπάθεια περιορισμού των ρυπογόνων πηγών ενέργειας. Ομως αυτή η προσπάθεια πρέπει να γίνει χωρίς να αγνοούνται τα αφανή κόστη, χωρίς διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και χωρίς εγκατάληψη των ενεργειακών πηγών που η Ελλάδα ήδη διαθέτει.
*Energy Professional στη Μεγάλη Βρεττανία