Ενώ σχεδόν όλα τα «ενδιαφερόμενα/εμπλεκόμενα μέρη» (stakeholders) της παγκόσμιας κοινότητας έχουν επικεντρωθεί στις πρώτες ύλες της πράσινης τεχνολογίας, ελάχιστοι έχουν δώσει την απαραίτητη σημασία στο ανθρώπινο δυναμικό.
Το 2017 είχε περιγραφεί το φαινόμενο της έλλειψης επιστημονικού προσωπικού στον κλάδο των εξορύξεων. Ένας κλάδος τρομερά απαιτητικός και σκληρός. Ας επαναληφθούν, καταρχάς, εκείνες οι σκέψεις και έπειτα θα περιγραφεί η σημερινή κατάσταση μετά από 5 χρόνια. Το 2017 ο γράφων είχε αναφερθεί στο φαινόμενο «Great Crew Change» ως εξής (https://www.huffingtonpost.gr/sotiris-kamenopoulos/post-14541_b_15762760.html): «Τη δεκαετία του 1980 δημουργήθηκε ένα κενό στο παγκόσμιο εκπαιδευτικό σύστημα. Η τιμή του πετρελαίου τη συγκεκριμένη δεκαετία είχε πέσει σχεδόν στα 10 δολάρια/βαρέλι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απόλυση χιλιάδων εργαζομένων παγκοσμίως στον ενεργειακό τομέα. Τη δεκαετία του '80, αποσύρθηκαν από τον ενεργειακό τομέα περίπου το 25% των μηχανικών πετρελαίου και γεωλόγων. Εργαζόμενοι οι οποίοι διέθεταν τεράστια τεχνογνωσία και πανάκριβη εκπαίδευση. Σήμερα (ΣΣ. 2017) αυτοί οι εργαζόμενοι είναι δυσεύρετοι και ακριβοπληρωμένοι. Και το χειρότερο; Γερνούν. Μάλλον, για να το εκφράσω λίγο πιο κομψά: πλησιάζει η ώρα της μαζικής τους απόσυρσης. Εκτιμάται ότι περίπου 22 χιλιάδες μηχανικοί και γεωεπιστήμονες παγκοσμίως συνταξιοδοτήθηκαν το 2015. Το φαινόμενο αυτό είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την απόσυρση της λεγόμενης γενιάς Baby Boomers, γεννημένοι δηλαδή μεταξύ 1945-1964. Όποιος κοιτάζει τη μεγάλη εικόνα οφείλει να θεωρεί αυτό το γεγονός ως μία επερχόμενη παγκόσμια καταιγίδα αποψίλωσης σημαντικών στελεχών. Ειδικά τούτη την περίοδο όπου διαπιστώνουμε ένα ενεργειακό οργασμό σε ολόκληρο τον πλανήτη. Στον ενεργειακό τομέα, το πρόβλημα αυτό ονομάστηκε ως «Great Crew Change» και απασχολεί εδώ και πολύ καιρό τους μεγάλους παγκόσμιους παίκτες. Καθώς υπάρχουν ελάχιστα στελέχη παγκοσμίως, ηλικίας 40-50 ετών, ικανά να διοικήσουν τους πολύ μεγάλους οργανισμούς. Μέχρι τα Πανεπιστήμια να κατορθώσουν να βγάλουν τους πρώτους τους απόφοιτους, και μέχρι αυτοί οι απόφοιτοι να αποκτήσουν ικανή ηγετική και διοικητική εμπειρία, θα περάσουν τουλάχιστον 15-20 χρόνια. Μέχρι το 2030 υπολογίζεται πως θα απαιτηθούν επενδύσεις στον τομέα των ορυκτών πόρων ύψους 17 τρισεκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως. Ας επαναληφθεί το ποσό: 17 τρισ. δολάρια μέσα στα επόμενα 13 χρόνια. Δηλαδή 1 τρισ. δολάρια περίπου ανά έτος. Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το ύψος αυτού του ποσού, ας το συγκρίνει με το ύψος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού των ΗΠΑ για το 2013: ήταν «μόλις» 3.45 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μία σημαντική επίπτωση λοιπόν του τέλους αυτού του σούπερ κύκλου ίσως σχετίζεται με το γεγονός πως σε λίγα χρόνια οι μεγάλες επιχειρήσεις του εξορυκτικού τομέα θα διαθέτουν τεράστια ποσά για επενδύσεις και θα αναζητούν παγκοσμίως ειδικούς (πχ. μεταλλειολόγους, μηχανικούς ορυκτών πόρων, γεωλόγους, ειδικούς στα πετρέλαια και άλλους γεωεπιστήμονες) αλλά δεν θα τους βρίσκουν ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους. Τι θα σημαίνει όμως αυτό για την Ελλάδα; Η Ελλάδα είναι μία χώρα πλούσια σε ορυκτούς πόρους. Εάν πχ. στον τομέα των υδρογονανθράκων όντως τα πράγματα εξελιχθούν όπως ορισμένοι πίστευαν εδώ και αρκετά χρόνια τότε ανακύπτουν ερωτήματα όπως: υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα αυτές οι ειδικότητες ή οι εταιρείες θα αναγκασθούν να εισάγουν εργαζόμενους; Και πού θα τους βρουν; Αφού υπάρχει παγκοσμίως αποψίλωση του συγκεκριμένου εργατικού δυναμικού».
Αυτά είχαν ειπωθεί το 2017. Ας δούμε ποια κατάσταση επικρατεί σήμερα.
Πρόσφατα (Ιούνιος 2023) ο Walter Copan, VP, Research and Technology Transfer του Colorado School of Mines, κατέθεσε στην Επιτροπή Φυσικών Πόρων του Αμερικανικού Κογκρέσσου (https://naturalresources.house.gov/calendar/eventsingle.aspx?EventID=413426). Στην κατάθεσή του ο Copan αναφέρθηκε στο τεράστιο πρόβλημα εύρεσης επιστημόνων και κάλεσε τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να συσπειρωθούν για να αυξηθεί ο αριθμός εγγραφών σε προπτυχιακό επίπεδο. Ο Copan σημείωσε ότι ο ακαδημαϊκός κόσμος έχει δει μια πτώση στα προγράμματα που σχετίζονται με την εξόρυξη, τη μηχανική και την εξορυκτική μεταλλουργία. Σύμφωνα με τον Copan «Αυτή η βιομηχανία έχει χάσει τη λάμψη της, όσο αφορά το ότι είναι ελκυστική για την επόμενη γενιά ηγετών σε όλα τα επίπεδα στον κλάδο και την έλλειψη ενδιαφέροντος για τις γεωεπιστήμες ευρύτερα. Είναι διπλά ανησυχητικό γιατί καθώς εξετάζουμε την εξάρτηση αυτού του κόσμου στα υλικά που προέρχονται από τον φλοιό της Γης, ολόκληρος ο τομέας εξόρυξης είναι το κλειδί για την ενεργειακή μετάβαση. Η εξόρυξη και η επεξεργασία των ορυκτών στα οποία βασιζόμαστε για όλες τις πτυχές του ενεργειακού τομέα βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας αυτών των ελλείψεων, και θεωρώ ότι τα στατιστικά είναι συγκλονιστικά καθώς αναμένουμε απόσυρση πάνω από το ήμισυ του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ στα ορυχεία τα επόμενα έξι χρόνια, δηλαδή 221.000 εργαζόμενοι που αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν έως το 2029». Ο αριθμός των ανθρώπων που εξυπηρετούν τον εξορυκτικό τομέα από το ηγετικό επίπεδο έως τη μηχανική και τη μεταλλουργία αντικαθίστανται με πολύ χαμηλό ρυθμό στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και την Ευρώπη.
Πως σχετίζονται όλα τα παραπάνω με τη χώρα μας και τι πρέπει να γίνει; Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα οριακό σημείο επαναχάραξης του παραγωγικού της μοντέλου. Από τη δεκαετία του 1980, όπου άνθισαν οι κάθε είδους επιδοτήσεις μέσω των κομματικών διαπλοκών, η χώρα υπέστη πλήρη αποβιομηχάνιση. Οι εθνικοί παραγωγικοί πυλώνες που επιλέχθηκαν από εκείνη τη γενιά του πολιτικού προσωπικού στηρίζονταν σε δύο στοιχεία: τους συνεταιρισμούς και τον τουρισμό. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μίας νοοτροπίας που είχε ανθίσει τις προηγούμενες δεκαετίες: οι επενδύσεις του τύπου «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα, και τ’αγόρι μου». Όποιος είχε πρόσβαση στους διάφορους κομματικούς μηχανισμούς αποκτούσε μέσω δανεισμού το δικό του ξενοδοχείο. Αυτές οι επενδύσεις δεν απαιτούσαν μεγάλη τεχνογνωσία, χρήση υψηλής τεχνολογίας, αξιοποίηση επιστημονικού προσωπικού: απαιτούσαν κυρίως την τεχνογνωσία του κομματικού ελιγμού. Ως εκ τούτου η Ελλάδα γέμισε με κάθε είδους «επιχειρηματίες»-ξενοδόχους υλοποιώντας ουσιαστικά πλήρως το σύνθημα του ΚΚΕ πριν το 1981 σύμφωνα με το οποίο αν η χώρα μας έμπαινε στην ΕΟΚ θα «γινόμαστε τα γκαρσόνια της Ευρώπης». Βέβαια, δεν μας φταίει η ΕΟΚ-ΕΕ αν εμείς ως λαός δεν αξιοποιήσαμε την ευκαιρία που μας δόθηκε να φτιάξουμε επιτέλους κράτος για τους πολίτες και όχι κράτος για την κομματική πελατεία. Σήμερα πληρώνουμε ακριβώς αυτή τη νοοτροπία: κάθε λόγγος και από ένα ξενοδοχείο, κάθε βουνό και resort, κάθε ραχούλα και ένα room for rent. Ας είμαστε ξεκάθαροι: ο τουρισμός δεν αφήνει καμία υπεραξία στη χώρα. Και φυσικά επουδενί δεν αποτελεί «βιομηχανία» όπως συχνά αποκαλείται. Δεν φτάνει που η οικονομία μας απέκτησε όλα τα χαρακτηριστικά της Ολλανδικής-«τουριστικής» ασθένειας, δεν φτάνει που ο τουρισμός αναπτύχθηκε αρκετές φορές σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος καταλήξαμε σε κάτι ακόμη πιο σκληρό για τη χώρα: όλα αυτά τα υποστήκαμε χωρίς να έχουμε αποκομίσει ως χώρα τουλάχιστον κάποια παραγόμενη υπεραξία. Κάτι το οποίο να μείνει χειροπιαστό ως πολλαπλασιαστής γνώσεων και τεχνογνωσίας για τις μελλοντικές γενιές. Καθώς οι τουριστικές επιχειρήσεις δεν σχετίζονται με παραγωγή προϊόντων, αλλά απόδοση υπηρεσιών. Ας το παραδεχτούμε: το παλαιό πολιτικό προσωπικό ήθελε εμάς, και τα παιδιά μας να γίνουμε χαμηλόμισθα δανεισμένα γκαρσόνια. Ίσως αρκετοί θα απογοητευθούν, αλλά δεν πειράζει: ο μύθος περί τουριστικής βιομηχανίας πρέπει να καταρρεύσει μαζί με πολλούς άλλους μύθους της μεταπολίτευσης. Ο τουρισμός δεν είναι βιομηχανία. Ο τουρισμός είναι παροχή υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες δεν παράγουν χειροπιαστό πλούτο με υπεραξία. Το χειρότερο απ’όλα: όλα αυτά έγιναν με ταυτόχρονη παραγκώνιση άλλων κλάδων όπως πχ. της αξιοποίησης των ορυκτών μας πόρων. Ένας κλάδος ο οποίος είναι σκληρός, απαιτητικός, απαιτεί υψηλή τεχνική κατάρτιση, πολλές επιστημονικές γνώσεις από διάφορα πεδία, ατελείωτες ώρες μελέτης, τεράστια υπομονή και επιμονή, αλλά ο οποίος στο τέλος θα μπορούσε να αποφέρει υψηλότατα εισοδήματα στους εργαζόμενους και θα άφηνε χειροπιαστή υπεραξία στη χώρα. Πράγματα δύσκολα δηλαδή για κάποιους οι οποίοι ήθελαν τα εύκολα που απαιτεί το wannabe mainstream. Έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρείται το επάγγελμα του καφετζή πιο σημαντικό από το επάγγελμα του μηχανικού αποδίδοντας μάλιστα στον καφετζή τον περίτεχνα διανθισμένο όρo του «barista» ώστε να κοροϊδεύουν ορισμένοι τα παιδιά μας…
Απαιτείται λοιπόν επαναχάραξη του παραγωγικού μοντέλου της Πατρίδας μας ξεκινώντας από την Παιδεία. Θα επαναληφθούν λοιπόν ορισμένες πικρές-σκληρές αλήθειες όπως αυτές είχαν περιγραφεί το 2017 σε άλλο άρθρο του γράφοντα με το ερώτημα «Πόσους φιλόσοφους χρειαζόμαστε;» (https://www.capital.gr/me-apopsi/3225203/paideia-posous-filosofous-xreiazomaste/):
Τα τελευταία 50+ χρόνια το πτωχευμένο παραγωγικό (και εκπαιδευτικό) μοντέλο της χώρας μας στηρίχθηκε στην αθρόα «παραγωγή» αποφοίτων σε επιστημονικά πεδία για λόγους ανακύκλωσης και μόνο σε επαγγελματικούς τομείς άμεσα συνυφασμένους με τον κρατικό τομέα: πχ. εδώ και πολλές δεκαετίες χιλιάδες φιλόλογοι, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, αρχαιολόγοι, ιστορικοί, μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί κλπ. έχουν αποφοιτήσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια μόνο και μόνο για να ανακυκλώσουν τους προηγούμενους αντίστοιχους απόφοιτους σε θέσεις καθηγητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι βγαίνουν στη σύνταξη. Παίρνω ως παράδειγμα τον επαγγελματικό προσανατολισμό ενός φιλόλογου από ένα τυχαίο ελληνικό πανεπιστήμιο: «οι απόφοιτοι του Τμήματος Φιλολογίας μπορούν να εργαστούν: σε βιβλιοθήκες και αρχεία, σε εφημερίδες και περιοδικά, σε εκδοτικούς οίκους και οργανισμούς, στην τοπική αυτοδιοίκηση, ως φιλόλογοι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Δημόσια και Ιδιωτική)». Χιλιάδες παρόμοιες περιπτώσεις χαρακτηρίζουν τους αποφοίτους παρόμοιων σχολών σε διάφορες πόλεις στην Ελλάδα. Ας υπενθυμίσουμε πως στη χώρα μας υπάρχουν πολλές φιλολογικές, χημικές, φυσικές κλπ. σχολές σε διάφορες πόλεις (Ιωάννινα, Ηράκλειο, Αθήνα, Πάτρα κλπ.). Η αποβιομηχάνιση συντελέσθηκε με την ένοχη συνέργεια συνδικαλιστών, λαϊκιστών πολιτικών αλλά και των Ακαδημαϊκών. Οι Ακαδημαϊκοί τα τελευταία 50+ χρόνια συντελούν εμμέσως σε αυτό το φαινόμενο: οι ακαδημαϊκοί για το μόνο που ενδιαφέρονταν ήταν να δημιουργούν σχολές άνευ αντικειμένων απλά και μόνο για να εξασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας τους. Να ανακυκλώνουν τις θέσεις τους και τους μισθούς τους. Πάνω σε αυτό το μοντέλο Παιδείας πτωχεύσαμε ως χώρα οικονομικά, ηθικά και αξιακά. Αυτή είναι η σκληρή-πικρή αλήθεια. Αυτό το μοντέλο έχει πτωχεύσει. Μαζί με τη χώρα. (Ένας φίλος έθεσε το σκληρό ερώτημα: πόσα βραβεία Νομπέλ έχουμε πάρει τα τελευταία 50+ χρόνια με τόσους χιλιάδες απόφοιτους χημείας, φυσικής κλπ.;). Ευλόγως λοιπόν τίθενται ορισμένα ερωτήματα. Τί μοντέλο παραγωγής θέλουμε για τη χώρα μας; Θέλουμε να συνεχίσουμε να παράγουμε χιλιάδες αποφοίτους φιλοσοφικών κλπ. σχολών; Πως θα αλλάξουμε την πορεία της χώρα μας; Πού θα απασχοληθούν αυτοί οι χιλιάδες «θεωρητικοί» επιστήμονες; Θα διοριστούν κατά χιλιάδες στο δημόσιο τομέα; Μα αφού ήδη υπάρχει επετηρίδα χιλιάδων αδιόριστων οι οποίοι δεν προβλέπεται να διοριστούν παρά σε εκατοντάδες χρόνια. Και αν διοριστούν στο δημόσιο με ποιανού χρήματα να διοριστούν; Να μπουν και άλλοι δυσβάστακτοι φόροι στις πλάτες των Ελλήνων φορολογούμενων; Θέλουμε να συνεχίσουμε να ακολουθούμε το μοντέλο που μας πτώχευσε ως χώρα; Το μοντέλο παραγωγής αποφοίτων για τους αποφοίτους; Ή μήπως πρέπει να χρησιμοποιηθούν αυτές οι σχολές ως βοηθητικό υπόβαθρο-εργαλείο (και τίποτε περισσότερο) στην προσπάθεια των τεχνοκρατών να φέρουν επιτέλους παραγωγικές δουλειές στη χώρα μας και την πολυπόθητη ανάπτυξη; Θα είμαι ξεκάθαρος λοιπόν όπως υπήρξα και στο παρελθόν σχετικά με την ανάγκη αλλαγής του Συντάγματος και τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων (παρότι ο ίδιος είμαι απόφοιτος δημόσιου Πολυτεχνείου), και ας δυσαρεστήσω ορισμένους:
- Να καταργηγθούν-κλείσουν αρκετές ακαδημαϊκές σχολές. Ας ξεκινήσουμε από την κατάργηση πολλών σχολών φιλοσοφικής, αρχαιολογίας, κοινωνιολογίας, φιλολογίας. Ακούγεται σκληρό, αλλά επιτέλους, πόσους φιλόσοφους χρειαζόμαστε σε αυτή τη χώρα; Ταυτόχρονα, να επανεκτιμηθεί ο αριθμός των σχολών χημικών, φυσικών, μαθηματικών σύμφωνα με τις ανάγκες της Πατρίδας. Να κλείσουν άμεσα ορισμένες από αυτές τις σχολές. Η χώρα χρειάζεται εργοστάσια. Φουγάρα. Ας το καταλάβει αυτό η πολιτική ηγεσία και ας αναλάβει την πολιτική ευθύνη.
- Όσες από τις παραπάνω δημόσιες σχολές (χημείας, φυσικής, μαθηματικών) παραμείνουν ανοικτές, αυτές να λειτουργούν με δύο παράλληλους στόχους:
Α) καταρχάς να λειτουργούν ως υποβοηθητικά τμήματα βασικών τεχνοκρατικών σχολών, και
Β) να παράγουν ελάχιστο αριθμό αποφοίτων σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες του κράτους και όχι απλώς για την ανακύκλωση αποφοίτων και εξυπηρέτησης πελατειακών συμφερόντων.
Όλα τα παραπάνω να ισχύσουν παράλληλα με την αλλαγή του Συντάγματος για τη δημιουργία μη-κρατικών πανεπιστημίων: σε αυτά ίσως βρουν εργασία οι χιλιάδες αδιόριστοι απόφοιτοι φιλοσοφικής, κοινωνιολογίας, μαθηματικών κλπ.
* Ο Δρ. Σωτήρης Ν. Καμενόπουλος, είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος από τη Σχολή Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης