που συντάχθηκε τον Απρίλιο του 2022, αλλά και σύμφωνα με πληθώρα δημοσιευμένων αναλύσεων και μελετών διεθνών Ινστιτούτων, εταιρειών και κρατών, οι υδρογονάνθρακες αποτέλεσαν, αποτελούν και θα εξακολουθήσουν να αποτελούν για αρκετές ακόμη δεκαετίες, βασικό συστατικό στοιχείο του ενεργειακού μείγματος της παγκόσμιας οικονομίας, με το φυσικό αέριο, ειδικότερα, να αποτελεί κατά γενική παραδοχή, το μεταβατικό καύσιμο.
Η διεθνής ενεργειακή κρίση που επιδεινώθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ως πρώτιστο θέμα ενδιαφέροντος, την ενεργειακή αυτάρκεια και ασφάλεια. Η κρίση υποχρέωσε την ΕΕ να αναδιατάξει την ενεργειακή πολιτική της, με σκοπό να απεξαρτηθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το ρωσικό φυσικό αέριο, ενώ αρκετά κράτη- μέλη αναθεωρούν την ενεργειακή τους στρατηγική, και επαναπροσεγγίζουν τις έρευνες υδρογονανθράκων, ως μεσοπρόθεσμη απάντηση στα προβλήματα της περιόδου. Είναι σαφές πως τα «βρώμικα» ορυκτά καύσιμα επιστρέφουν στο προσκήνιο και θεωρούνται προτεραιότητα για πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η Νορβηγία, για παράδειγμα, που αποτελεί έναν από τους βασικούς τροφοδότες της ευρωπαϊκής ηπείρου σε φυσικό αέριο, έχει προκηρύξει νέο γύρο παραχωρήσεων σε εννέα θαλάσσια τεμάχια στον Αρκτικό Κύκλο, η Δανία έχει ανακοινώσει ότι θα συνεχίσει να εκμεταλλεύεται έως τουλάχιστον το 2050 τα δικά της πετρελαϊκά κοιτάσματα, ενώ η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτίθεται να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα δικών της κοιτασμάτων στην Βόρεια Θάλασσα.
Επίσης, η Ολλανδία συνεχίζει να εκμεταλλεύεται μέχρι εξαντλήσεως το μεγάλο κοίτασμα φυσικού αερίου στο Γκρόνιγκεν, ενώ η Ιταλία εξασφαλίζει τα ενεργειακά νώτα της, μέσω του ενεργειακού κολοσσού ΕΝΙ, όπως και η Ισπανία, μέσω της Repsol με τιςζώνες δραστηριοποίησής τους να εξαπλώνονται στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Παράλληλα, τους τελευταίους μήνες παρακολουθούμε μια έκρηξη στην έρευνα και παραγωγή μικρών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Νότια, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη καθώς και μεγαλύτερα θαλάσσια κοιτάσματα στην Μαύρη Θάλασσα.
Η Ελλάδα, μια χώρα που εξαρτάται σχεδόν 100% από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, ήτοι, τα καύσιμα με τεράστια συμμετοχή στο ενεργειακό ισοζύγιο, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και την Άνοιξη του 2022 προκήρυξε την επίσπευση των ερευνών υδρογονανθράκων –κυρίως φυσικό αέριο. Τυχόν ανακάλυψη εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων αναμένεται ότι θα έχει τεράστια σημασία τόσο για την οικονομία όσο και για την εθνική ασφάλεια. Άλλωστε στο ΕΣΕΚ και στην Έκθεση Πισσαρίδη φαίνεται ότι οι υδρογονάνθρακες, και ειδικότερα το φυσικό αέριο, θα εξακολουθούν να συμμετέχουν σε ποσοστό περισσότερο από 50% στο ενεργειακό μίγμα της χώρας για αρκετές δεκαετίες ακόμη.
Αφού είναι αυταπόδεικτο ότι τα ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να υποκατασταθούν τουλάχιστον έως το 2050, από άλλες πηγές ενέργειας, όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και το πράσινο υδρογόνο, με τις ΑΠΕ να συμμετέχουν συμπληρωματικά ως προς τα ορυκτά καύσιμα, είναι ακατανίητη με μια πρώτη ματιά, οι παλινωδίες στο χειρισμό αυτής της υπόθεσης καίριας σημασίας για τη χώρα.
Και είναι ακατανόητη η απροθυμία διαδοχικών κυβερνήσεων ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1990 καθώς μελέτες της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ) και της Ακαδημίας Αθηνών, συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες ύπαρξης πολύ σημαντικών αποθεμάτων φυσικού αερίου στη χώρα.
Η παρουσία σημαντικών ενεργειακών ομίλων, όπως ExxonMobil, HELLENiQ ENERGY, και Energean, ακόμη και εκείνων που αποχώρησαν τελικά, όπως η γαλλική Total Energies, η ιταλική Edison και η ισπανική Repsol, ενισχύουν την προοπτική για ύπαρξη πολύ σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στις θαλάσσιες περιοχές του Ιονίου, της Κρήτης, του Θερμαϊκού, καθώς και στην χερσαία περιοχή της Δυτικής Ελλάδας.
Το 2021, η παραγωγή αργού πετρελαίου στην Ελλάδα ήταν ασήμαντη (59,4 χιλιάδες τόνους, Mt), σε σύγκριση με την ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση πετρελαιοειδών που έφθασε στους 10,2 εκατομμύρια τόνους, με το κοίτασμα του Πρίνου και Βόρειου Πρίνου να αποδίδει 3,300 βαρέλια ημερησίως, ποσότητα αυξημένη κατά 450% την τελευταία 8ετία, όταν η Ελλάδα καταναλώνει περίπου 160.000 βαρέλια!
Πρέπει να τονιστεί ότι το κοίτασμα του Πρίνου έχει αποδειχθεί ανέλπιστα παραγωγικό, αφού έως σήμερα έχουν εξαχθεί συνολικά κοντά στα 130 εκατομμύρια βαρέλια, δηλαδή τριπλάσια ποσότητα από εκείνη των αρχικών προβλέψεων. Επομένως, η Ελλάδα εξαρτάται από εισαγωγές μεγάλων ποσοτήτων αργού πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου για να καλύψει τις ανάγκες της. Το Ιράκ ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής αργού πετρελαίου της Ελλάδας το 2021, με 10,4 εκατομμύρια τόνους, και ακολούθησε η Ρωσία με 6,65 εκατομμύρια τόνους και το Καζακστάν με 3,3 εκατομμύρια τόνους. Μόνο οι εισαγωγές από το Ιράκ αντιστοιχούσαν στο 31,8% των συνολικών εισαγωγών αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών της Ελλάδας το 2021, που ανήλθαν σε 32,67 εκατομμύρια τόνους.
Τι είπε ο Γιάννης Γρηγορίου
Παρουσιάζοντας συνοπτικά την κατάσταση στον κλάδο Έρευνας και Παραγωγής Υδρογονανθράκων, ο κ Γιάννης Γρηγορίου, εταίρος του ΙΕΝΕ, και μέλος του Continental Europe Energy Council είπε πως η ενεργειακή κρίση και η πράσινη μετάβαση δημιουργούν μια τελευταία ευκαιρία για την πατρίδα μας να εκμεταλλευτεί τους δικούς της φυσικούς πόρους, προκειμένου να αποκτήσει οικονομική ευμάρεια, ενεργειακή απεξάρτηση και γεωπολιτική ισχύ.
Μάλιστα, όπως ανέφερε, η παραγωγή φυσικού αερίου είναι συμβατή με τους εθνικούς στόχους μετατροπής του ενεργειακού μείγματος και με απόλυτη προστασία του περιβάλλοντος και προχώρησε σε μια εκτίμηση των θετικών επιπτώσεων από την εντατικοποίηση αυτής της δραστηριότητας:
- Θα αποφέρει επενδύσεις δεκάδων δισ
- Θα ενισχύσει την απασχόληση στην βαριά βιομηχανία
- Θα δημιουργήσει πολλές χιλιάδες άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας
- Θα καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας
- Θα μετατρέψει τη χώρα σε εξαγωγέα φυσικού αερίου στην ΕΕ
- Θα μεγιστοποιήσει τα έσοδα του δημοσίου προς όφελος του ασφαλιστικού συστήματος
- Θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη των ΑΠΕ
- Θα αποφέρει σημαντικά έσοδα και ανταποδοτικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες
- Θα παράσχει ενεργειακή ασφάλεια, θα ενισχύσει τη θέση μας στην ΕΕ και θα αναβαθμίσει την γεωπολιτική ισχύ μας.
Όπως τόνισε, ο τρόπος διεξαγωγής των ερευνών από τις εταιρείες υποδηλώνει απολύτως θετικές ενδείξεις ύπαρξης υδρογονανθράκων, ενώ και κατά τις δηλώσεις από κυβερνητικά στελέχη και εκπροσώπους φορέων όπως η ΕΔΕΥΕΠ, τα πρώτα αποτελέσματα από τις γεωφυσικές έρευνες είναι θετικά και ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά Δ και ΝΔ της Κρήτης.
Υποστήριξε πως τα εν δυνάμει αποθέματα της χώρας εκτιμώνται σε περίπου 2000 – 2500 bcm φυσικού αερίου, ή 70 - 90 tcf που είναι ισοδύναμα με 12–15 δισ βαρέλια πετρελαίου, ποσότητες που όπως πρόσθεσε, μπορούν να καλύψουν μεγάλο ποσοστό των αναγκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αντικαταστήσουν το εισαγόμενο ρωσικό φυσικό αέριο, με επίπεδα παραγωγής της τάξεως των 100 – 120 bcm ετησίως από το 2028 και εντεύθεν, με ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτό για τη χώρα.
''Ο ελέφαντας στο δωμάτιο''
Έθιξε ακόμη το γεγονός ότι εδώ και 50 χρόνια δεν υπάρχει σταθερή πολιτική βούληση, και συνέχεια και συνέπεια στην έρευνα υδρογονανθράκων, επειδή η εκάστοτε κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα εκπέμπουν διφορούμενα μηνύματα για τον κλάδο και αποφεύγουν, στην ουσία, να συζητούν για το θέμα.
Τέλος, αναρωτήθηκε γιατί επεστράφησαν από τις ανάδοχες εταιρίες περιοχές οι παραχωρήσεις χωρίς να έχουν καν εκπληρωθεί οι ελάχιστες συμβατικές υποχρεώσεις τους, για ποιο λόγο έφυγαν η TotalEnergies και η Repsol, γιατί ανέλαβε η ΕΔΕΥΕΠ και όχι οι ανάδοχες εταιρίες την εκτέλεση των σεισμικών ερευνών στις περιοχές Δ και ΝΔ της Κρήτης, για ποιο λόγο δεν προχωρά η αδειοδότηση για την παραγωγή στο ώριμο κοίτασμα του Κατακόλου και γιατί η ΕΔΕΥΕΠ δεν προκηρύσσει και νέες περιοχές για να προσελκύσει νέους επενδυτές.