Χορηγήθηκε άδεια σχεδιασμού για το πρώτο έργο ενεργειακού νησιού στον κόσμο στη Βόρεια Θάλασσα, με τις εργασίες να ξεκινούν στις αρχές του 2024, ανακοίνωσε την Τρίτη ο διαχειριστής του δικτύου Elia

Η κατασκευή του ενεργειακού νησιού Princess Elisabeth θα ξεκινήσει τον Μάρτιο του 2024, σύμφωνα με την ανακοίνωση του διαχειριστή δικτύου Elia σε δελτίο τύπου την Τρίτη, αφού το έργο έλαβε περιβαλλοντική άδεια από τον Βέλγο υπουργό Βόρειας Θάλασσας Vincent Van Quickenborne.

Το Βέλγιο κατέχει τη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε υπεράκτια δυναμικότητα ανά κάτοικο, αμέσως μετά τη Δανία. Τα βελγικά αιολικά πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα παράγουν 2,26 GW υπεράκτιας ενέργειας και η κυβέρνηση θέλει να αυξήσει την παραγωγή.

Έχει ήδη ανακοινωθεί ότι το Βέλγιο θα κατασκευάσει την πρώτη τεχνητή ενεργειακή νησίδα στον κόσμο, συνδυάζοντας συνεχές ρεύμα υψηλής τάσης (HVDC) και εναλλασσόμενο ρεύμα (HVAC) για τη σύνδεση του βελγικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας με νέα αιολικά πάρκα (που παράγουν έως και 3,5 GW) καθώς και με τις μελλοντικές διασυνδέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία (Nautilus και TritonLink).

Περιβαλλοντικές ανησυχίες

Ωστόσο, τα υπεράκτια ενεργειακά έργα έχουν προκαλέσει ανησυχίες στις περιβαλλοντικές οργανώσεις λόγω της πιθανής ζημίας που μπορούν να προκαλέσουν στη βιοποικιλότητα.

Σε απάντηση της εταιρίας Elia, ο εν λόγω φορέας δηλώνει ότι εργάζεται πάνω σε έναν «σχεδιασμό χωρίς αποκλεισμούς της φύσης» για να καταστήσει το νησί «μια πραγματική ευκαιρία για τη θαλάσσια βιοποικιλότητα». Η Elia διαθέτει επίσης εμπειρογνώμονες από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, πανεπιστήμια και ΜΚΟ να κάνουν συστάσεις και τώρα τελειοποιεί το σχέδιο, ενώ αναμένεται να παρουσιαστεί μέχρι το τέλος του έτους, αναφέρεται στην ανακοίνωση.

Το νησί θα κατασκευαστεί σε προστατευόμενη θαλάσσια περιοχή (Natura 2000), κάτι που σύμφωνα με τον Van Quickenborne είναι κάτι πρωτόγνωρο και γι’ αυτό είναι καλό που η Elia «συμμετέχει πλήρως στην υλοποίηση ενός σχεδιασμού χωρίς αποκλεισμούς της φύσης», πρόσθεσε.

«Αυτό αποδεικνύει για άλλη μια φορά τη δύναμη μιας καινοτόμου προσέγγισης, τις δυνατότητες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη σημασία της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντός μας», συνέχισε.

Για τον υπουργό Ενέργειας Tinne Van der Straeten, «είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη η θαλάσσια ζωή, τόσο πάνω όσο και κάτω από το νερό».

Κόμβος υπεράκτιας αιολικής ενέργειας

«Στόχος μας είναι η περαιτέρω ανάπτυξη της Βόρειας Θάλασσας ως ο νο1 σταθμός παραγωγής ενέργειας για τη χώρα μας. Το νησί Princess Elisabeth θα αποτελέσει βασικό συνδετικό κρίκο σε αυτή τη διαδικασία. […] Οι πρώτες ανεμογεννήτριες θα λειτουργήσουν το 2028, επιτρέποντάς μας να παράγουμε περισσότερη πράσινη ηλεκτρική ενέργεια στη θάλασσα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις μας», δήλωσε ο Van Quickenborne.

Για τον υπουργό Ενέργειας Van der Straeten, «το Βέλγιο είναι ένας από τους ηγέτες στην υπεράκτια αιολική ενέργεια και επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση με τετραπλασιασμό της υπεράκτιας αιολικής δυναμικότητας στη βελγική Βόρεια Θάλασσα, την κατασκευή μιας ενεργειακής νησίδας και νέες διασυνδέσεις με [άλλες] χώρες της Βόρειας Θάλασσας».

Σχολιάζοντας την ανακοίνωση, ο υπουργός αναφέρθηκε στη φιλοδοξία να μετατραπεί η Βόρεια Θάλασσα σε «θερμοκήπιο πράσινης ενέργειας», όρος που χρησιμοποιήθηκε και κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της Βόρειας Θάλασσας τον περασμένο Απρίλιο στην Οστάνδη. Εκεί εννέα ευρωπαϊκές χώρες δεσμεύτηκαν να παράγουν από κοινού τουλάχιστον 300 GW υπεράκτιας αιολικής ενέργειας στη Βόρεια Θάλασσα έως το 2050.

«Το ενεργειακό νησί θα γίνει ένας κόμβος για την υπεράκτια αιολική ενέργεια που θα παρέχει φθηνή, πράσινη ενέργεια για τις οικογένειες και τις επιχειρήσεις μας», πρόσθεσε ο Van der Straeten.

Ο διευθύνων σύμβουλος του λιμένα της Βόρειας Θάλασσας Daan Schalck δήλωσε επίσης τα εξής: «Με την ανάπτυξη διεθνών συνδέσεων υψηλής τάσης και την ενσωμάτωση ολοένα και μεγαλύτερων ποσοτήτων ανανεώσιμης ενέργειας στο δίκτυο, η Elia προωθεί την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και την απαλλαγή της κοινωνίας από τις ανθρακούχες εκπομπές».

Ωστόσο, το έργο αυτό συνοδεύεται από υψηλό κόστος, το οποίο, αν και είναι ακόμη άγνωστο, οι τελευταίες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι θα πρέπει να ξεπεράσει τα 600 εκατομμύρια ευρώ, όπως ανέφερε την Τρίτη η L’Echo, φτάνοντας συνολικά σε περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η ΕΕ συνεισέφερε 99,7 εκατ. ευρώ στο έργο-πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF).

(από euractiv.gr)