«Είτε η Ε.Ε. θα κινηθεί ενωμένη και θα εξελιχθεί σε βαθύτερη ένωση, μια ένωση με εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας, πέραν όλων των οικονομικών πολιτικών της, είτε δεν θα επιβιώσει παρά μόνον ως μια απλή ενιαία αγορά». Στην παρούσα συγκυρία, με δύο πολέμους σε εξέλιξη, στους οποίους η Ε.Ε. έχει συνταχθεί πλήρως με την Ουάσιγκτον, η προειδοποίηση μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί ως παραίνεση για αλλαγή στρατηγικής

ως προς κάποια από τις εμπόλεμες πλευρές. Αποτελεί, όμως, παραίνεση προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης ως προϋπόθεση για την από κοινού αντιμετώπιση των υπαρξιακών πλέον κινδύνων που απειλούν την οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου, μια οικονομία σε αποδρομή, με συνεχή υποβάθμιση του διεθνούς ρόλου της. Δεν θα περίμενε άλλωστε κανείς μια αμιγώς στρατηγικής φύσεως παραίνεση από τον συγκεκριμένο αξιωματούχο, καθώς η δήλωση ανήκει στον Μάριο Ντράγκι, πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ και πρωταγωνιστή της πολιτικής της για την αντιμετώπιση της κρίση χρέους του ευρώ.

Εχοντας αναλάβει να εκπονήσει μελέτη για τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και να προτείνει τρόπους για την ανάκτησή της, ο Μάριο Ντράγκι εξέφρασε την περασμένη εβδομάδα την ανησυχία του, ενώ επισήμανε κατηγορηματικά ότι «το παλαιό μοντέλο, με την Ε.Ε. να βασίζεται στις ΗΠΑ για την άμυνά της, στην Κίνα για το εμπόριο και στη Ρωσία για την ενέργεια, έχει έρθει στο τέλος του».

Οι προειδοποιήσεις του συνδυάστηκαν με πρόσφατες παραινέσεις από στελέχη ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και από την Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα, ένα μεγάλο λόμπι των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, που ζήτησε «μια ενιαία Ευρωπαϊκή Ενωση με κοινή αγορά, με εναρμονισμένα φορολογικά συστήματα και συστήματα έγκρισης αδειών και ένα απλό, σταθερό και προβλέψιμο ρυθμιστικό πλαίσιο που να διευκολύνει τις επενδύσεις». Προειδοποιήσεις και παραινέσεις συγκλίνουν όλες στην ανησυχία για τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. και τη ραγδαία υποβάθμιση του ρόλου της ευρωπαϊκής οικονομίας στην παγκόσμια σκηνή.

Οπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα, η βιομηχανική συνεισφορά της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία μειώνεται ραγδαία από το 2000 και μετά. Το μερίδιο της Ευρώπης στην αξία της παγκόσμιας βιομηχανίας έχει μειωθεί από 25%, στο οποίο έφτανε το 2000, σε 16,3% το 2020. Στο διάστημα από το 2014 έως το 2019 οι μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι κατά 20% λιγότερο κερδοφόρες από τις αντίστοιχες αμερικανικές, τα έσοδά τους αυξάνονται με ρυθμό 40% πιο αργό, επενδύουν 8% λιγότερο και δαπανούν περίπου 40% λιγότερο σε έρευνα και ανάπτυξη.

Σύμφωνα άλλωστε με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ο δείκτης παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. έχει υποχωρήσει από τις 70,9 μονάδες το 2011 στις 66,8 το 2020, ενώ ανάλογη πτώση έχει σημειώσει και ο δείκτης καινοτομίας της Ε.Ε., καθώς έχει υποχωρήσει από τις 58,9 μονάδες το 2010 στις 54,7 το 2021. Την εικόνα ολοκληρώνουν οι χαμηλές επιδόσεις της Ευρώπης όσον αφορά τις επενδύσεις σε νεοφυείς εταιρείες, τις πλέον καινοτόμες και συνήθως υψηλής τεχνολογίας. Το 2020, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επενδύσεις σε νεοφυείς εταιρείες έφτασαν στα 149,2 δισ. δολ., εκ των οποίων τα 67,9 δισ. δολ. ήταν στην Κίνα και μόνο τα 42,8 δισ. δολ. στην Ευρώπη, που κατά συνέπεια αριθμεί και τον μικρότερο αριθμό των λεγόμενων «μονόκερων», των νεοφυών εταιρειών με κεφαλαιοποίηση 1 δισ. δολαρίων.

Το παλαιό μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει έρθει στο τέλος του, προειδοποιεί ο Μάριο Ντράγκι.

 

*Από την Καθημερινή