Παρά τον πόλεμο και τις κυρώσεις, στις αρχές του προηγούμενου μήνα, άνοιξε ξανά στη Μόσχα η ανανεωμένη Εκθεση Επιτευγμάτων της Εθνικής Οικονομίας που ανάγεται στη σοβιετική εποχή. Η πρώτη έλαβε χώρα το 1939, λίγες εβδομάδες προτού εισβάλουν η Γερμανία και η ΕΣΣΔ στην Πολωνία, και αποτέλεσε μια απόπειρα επικάλυψης της πείνας και του τρόμου των προηγούμενων ετών μέσω της εξύμνησης των κατορθωμάτων των σοβιετικών επιστημών

και των αρετών της κολεκτιβοποίησης. «Εκατομμύρια πέθαναν στο πλαίσιο της “μεγάλης ρήξης” του Στάλιν με το παρελθόν και η οικονομία και η κοινωνία της Ρωσίας αναδιαμορφώθηκαν πλήρως, αλλά όλα αυτά απεικονίστηκαν ως ανόθευτη πρόοδος», αναφέρει σχετικά ο Economist σε εκτενές δημοσίευμά του.

Παρομοίως, σήμερα, στην ανανεωμένη Εκθεση Επιτευγμάτων της Εθνικής Οικονομίας αναδεικνύονται οι μεγάλες ρωσικές επιτυχίες των τελευταίων είκοσι ετών υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν. Στο περίπτερο των ομπλάστ της Ρωσίας ξεχωρίζει η παρουσία του Ντονέτσκ, της Χερσώνας, του Λουγκάνσκ και της Ζαπορίζια, των τεσσάρων περιφερειών που οι ρωσικές δυνάμεις προσπαθούν να καταλάβουν στην Ανατολική Ουκρανία. «Το μοναδικό που παραπέμπει στη συνεχιζόμενη αιματοχυσία είναι ένα λουλούδι από θραύσματα οβίδων. Το ξέσπασμα του μεγαλύτερου πολέμου στην Ευρώπη από το 1945, η εκ νέου επιβολή ενός αστυνομικού κράτους στη Ρωσία και η κατηγορηματική ανατροπή των μεταρρυθμιστικών και δυτικοποιητικών τάσεων της πρώιμης μετασοβιετικής περιόδου δεν διακρίνονται πουθενά», όπως συνοψίζει το έγκυρο βρετανικό έντυπο.

Ωστόσο αποτελεί γεγονός ότι η παρούσα συγκυρία στη Ρωσία απέχει παρασάγγας από την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε τις ημέρες αμέσως μετά την εισβολή στην Ουκρανία, όταν κατέρρευσε το ρούβλι, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέφυγαν στο εξωτερικό και διαδηλώσεις συγκλόνισαν τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Εκτοτε ο Βλαντίμιρ Πούτιν μπόρεσε να σταθεροποιήσει την οικονομία, χάρη στην υψηλή τιμή του πετρελαίου, και να φιμώσει κάθε αντίθετη φωνή μέσω της σφοδρής καταστολής. Ο ρώσος πρόεδρος κατάφερε, έτσι, να μην απολέσει την αφοσίωση των ελίτ, οι οποίες συμβάλλουν, μάλιστα, στο να προσαρμοστεί η χώρα στα όποια νέα δεδομένα.

Οι νέες ισορροπίες στη Ρωσία είναι σίγουρα ασταθείς, όπως επισημαίνει ο Economist, με την οικονομία και τις στρατολογήσεις να αποτελούν μόνιμη απειλή, αλλά φαίνεται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως ότι, σχεδόν δύο χρόνια μετά το ξέσπασμά του, «οι περισσότεροι Ρώσοι έχουν αποδεχτεί πειθήνια τον πόλεμο στην Ουκρανία», με δύο στους τρεις να δηλώνουν στη ρωσική εταιρεία δημοσκοπήσεων Russian Field ότι η χώρα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και περισσότερους από τους μισούς να υποστηρίζουν ότι και ο πόλεμος στην Ουκρανία βαίνει καλώς. «Ηξερα ότι η κοινωνία είναι απόλυτα κομφορμιστική, αλλά δεν περίμενα αυτόν τον απίστευτο βαθμό ψυχολογικής προσαρμογής», ανέφερε σχετικά σε πρόσφατη συνέντευξή της η Νατάλια Ζουμπάρεβιτς, μια ρωσίδα ακαδημαϊκός. 

Η ανοικτή διαμαρτυρία είναι σπάνια, για ευνόητους λόγους, με τον Economist να αναφέρει ενδεικτικά ότι στα μέσα του προηγούμενου μήνα, η Αλεξάντρα Σκοτσιλένκο, καλλιτέχνις και ακτιβίστρια, καταδικάστηκε σε επταετή κάθειρξη επειδή αντικατέστησε τις ετικέτες με τις τιμές  σε ένα σούπερ μάρκετ της Αγίας Πετρούπολης με αντιπολεμικά μηνύματα τύπου «ο προπάππος μου δεν πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να καταστεί η Ρωσία φασιστικό κράτος και να επιτεθεί στην Ουκρανία». Ωστόσο, στη Ρωσία του Πούτιν δεν διώκονται μόνον οι ειρηνιστές, καθώς τουλάχιστον ένας υπερεθνικιστής αντιφρονών, ο Ιγκόρ Γκίρκιν, ένας στρατιωτικός εν αποστρατεία και μπλόγκερ, κατέληξε στη φυλακή επειδή υποστήριξε ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν πολεμούσε αρκετά σκληρά στην Ουκρανία.

Αλλά το ότι οι περισσότεροι Ρώσοι έχουν αποδεχθεί την κατάσταση δεν σημαίνει ότι είναι ενθουσιασμένοι με αυτόν. Παρότι δηλώνουν υπέρ του πολέμου, οι ερωτηθέντες στις δημοσκοπήσεις της Russian Field τάσσονται σθεναρά κατά ενός περαιτέρω γύρου κινητοποίησης, ενώ τον περασμένο Οκτώβριο, για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του πολέμου, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων τάχθηκε όχι υπέρ της συνέχισης των μαχών αλλά υπέρ της έναρξης συνομιλιών με στόχο την ειρήνη, με το 74% να δηλώνει ότι θα χαιρόταν εάν ο ρώσος πρόεδρος υπέγραφε αμέσως μια ειρηνευτική συμφωνία.

«Πιθανώς αναμενόμενα, όσο νεότεροι είναι οι άνθρωποι και όσο περισσότερο ενημερώνονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και όχι από την κρατική τηλεόραση, τόσο πιο επιφυλακτικοί είναι με τον πόλεμο. Ωστόσο το πιο εντυπωσιακό είναι ότι, όσο πιο πλούσιοι και πιο μορφωμένοι είναι οι άνθρωποι, τόσο πιο υποστηρικτικοί είναι», συνοψίζει ο Economist, εξηγώντας πως υφίσταται πλέον στη Ρωσία μια ολόκληρη τάξη γραφειοκρατών και επιχειρηματιών που απέκτησαν κύρος, υποστηρίζοντας τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας, και θα συνεχίσουν να στηρίζουν το καθεστώς του Πούτιν, ούτως ώστε να μην το απολέσουν. «Αριθμούνται σε εκατομμύρια και έχουν ενταχθεί στην ηθική οικονομία της στρατιωτικής επιθετικότητας», έγραψε σε άρθρο του στον ανεξάρτητο ρωσικό (εδρεύει στη Ρίγα) ειδησεογραφικό ιστότοπο Meduza ένας ρώσος ακαδημαϊκός, επιλέγοντας, ωστόσο, να διατηρήσει την ανωνυμία του.

Οι εν λόγω άνθρωποι διατηρούνται υπό έλεγχο και είναι αφοσιωμένοι στο καθεστώς του Πούτιν εν μέρει από φόβο, όπως η πλειονότητα των πολιτών της Ρωσίας. «Τους πρώτους μήνες του πολέμου μια σειρά μυστηριωδών θανάτων επιχειρηματιών και διευθυντικών στελεχών κρατικών εταιρειών συνέβαλε στην ενστάλαξη της υποτέλειας», γράφει ο Economist, θυμίζοντας πως ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Lukoil, της μεγαλύτερης ιδιωτικής εταιρείας πετρελαίου της Ρωσίας, σκοτώθηκε, πέφτοντας από παράθυρου νοσοκομείου στη Μόσχα λίγους μήνες αφού το διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε δήλωση με την οποία τασσόταν υπέρ μιας κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία. Στο να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τον Πούτιν οι ολιγάρχες της Ρωσίας συνέβαλαν αναμφίβολα και οι κυρώσεις που τους επιβλήθηκαν από τα κράτη της Δύσης.

Επιπλέον στη Ρωσία οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι επιχειρηματίες «έχουν επίσης μακρά εμπειρία στην καταστολή των ενδοιασμών και στη λειτουργία του συστήματος», εξηγεί ο Economist, με τον ρώσο ερευνητή Μιχάιλ Κόμιν να προσθέτει από την πλευρά του πως «δεν κινητοποιούνται από την ιδεολογία, αλλά από την πίστη στον οργανισμό τους, είτε πρόκειται για την κεντρική τράπεζα είτε για το υπουργείο Οικονομικών».

Αυτό σημαίνει πως θεωρούν το έργο της διατήρησης του κρατικού μηχανισμού σε λειτουργία «όχι ως ηθικό δίλημμα αλλά ως επαγγελματική πρόκληση (…) Με την ίδια λογική, οι ρωσικές επιχειρήσεις συνέβαλαν στη σταθεροποίηση της οικονομίας όχι από οποιαδήποτε φροντίδα για το κράτος, αλλά επειδή διαπρέπουν στο να αντιμετωπίζουν μεγάλες, απροσδόκητες και συχνά αυθαίρετες αλλαγές στις συνθήκες τους», αναφέρεται στο βρετανικό δημοσίευμα.

Μιλώντας στον Economist ο Αντρέι Γιακόβλεφ από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, εξήγησε πως, έχοντας βιώσει αρκετές οικονομικές κρίσεις και όντας διαρκώς αντιμέτωποι με αρπακτικούς γραφειοκράτες, δίνουν μεγάλη σημασία στην προετοιμασία για το χειρότερο. Η διακοπή των δυτικών εισαγωγών και το κλείσιμο των δυτικών εταιρειών δημιούργησε νέες ευκαιρίες για τις ρωσικές εταιρείες ενώ οι κεφαλαιακοί περιορισμοί (capital controls) που επέβαλε η κεντρική τράπεζα κατέστησαν σχεδόν υποχρεωτικές τις επενδύσεις στη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση άρχισε να προσφέρει δάνεια, διατάζοντας, μάλιστα, τους γραφειοκράτες να μην τους δημιουργούν προβλήματα.

Στην εδραίωση αυτής της κατάστασης συμβάλλουν, φυσικά, και τα πετροδολάρια που ρέουν άφθονα εδώ και καιρό. Τον πρώτο χρόνο του πολέμου τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές ανήλθαν στα 590 δισ. δολάρια – τα περισσότερα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Re:Russia, ενός δικτύου ειδικών, τα έσοδα είναι αυξημένα κατά 160 δισ. δολάρια σε σχέση τον ετήσιο μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας.

Αυξημένα κατά 60 δισ. δολάρια σε σχέση με τον μέσο όρο εκτιμάται ότι θα είναι τα ρωσικά έσοδα από τις εξαγωγές και μετά την ολοκλήρωση του δεύτερου έτους της σύρραξης στην Ουκρανία. «Η Ρωσία πιστεύει ότι ο πόλεμος κοστίζει τουλάχιστον 100 δισ. δολάρια ετησίως — επομένως τα επιπλέον έσοδα από το πετρέλαιο καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων διεξαγωγής του», συνοψίζει ο Economist.

Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 26% πέρυσι και θα αυξηθεί κατά 16% το επόμενο έτος. To 2024 θα αυξηθούν και οι αμυντικές δαπάνες, σχεδόν θα διπλασιαστούν, φτάνοντας στο 6% του ΑΕΠ, για πρώτη φορά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. «Η κύρια έμφαση δίνεται στην εξασφάλιση της νίκης μας. Ο στρατός, οι αμυντικές ικανότητες, οι ένοπλες δυνάμεις, οι μαχητές – ό,τι χρειάζεται για το μέτωπο, ό,τι χρειάζεται για τη νίκη περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό», δήλωσε πρόσφατα ο Αντον Σιλουάνοφ, υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας.

Ωστόσο τόσο υψηλές δαπάνες δεν θα είναι βιώσιμες επ’ αόριστον. Η κεντρική τράπεζα αγωνίζεται (αύξησε τα επιτόκια στο 15%) να συγκρατήσει τον αυξανόμενο πληθωρισμό, ο οποίος έφτασε στο 12% σε ετήσια βάση κατά το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Την ίδια ώρα οι αρχές αναγκάζουν τους εξαγωγείς να μετατρέπουν τα έσοδά τους σε ρούβλια, για να αποτρέψουν περαιτέρω υποτίμηση, η οποία θα επιδείνωνε τον πληθωρισμό. Περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα Ρώσους αναμένουν ότι η οικονομική τους κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ μόνο το 21% αναμένει βελτίωση, σύμφωνα με το Russian Field.

Προς το παρόν, όμως, «υπάρχει μια ευμάρεια, ειδικά σε ορισμένους τομείς της οικονομίας και ορισμένα τμήματα της ρωσικής κοινωνίας», σημειώνει ο Economist. Σύμφωνα με την Αλεξάντρα Προκοπένκο και τον Πάβελ Λούζιν, συνεργάτες του Carnegie Russia Eurasia Centre, η βιομηχανική ανάπτυξη στη Ρωσία δεν εδράζεται στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο αλλά στα όπλα.

Οι κατασκευές, η κατανάλωση και οι υπηρεσίες ανθούν σε περιοχές κοντά στην εμπόλεμη ζώνη ή με πολλά εργοστάσια πυρομαχικών. Στην Απω Ανατολή επενδύονται τεράστια κεφάλαια σε υποδομές για την επέκταση του εμπορίου με την Ασία, καθώς οι δεσμοί με την Ευρώπη έχουν μαραζώσει.

Protagon.gr