Η άμεση αντίδραση στην Παγκόσμια Συμφωνία –Global Stock-Take Agreement- (GST) της συνόδου COP28 για την κλιματική αλλαγή στο Dubaiήταν ότι σηματοδοτεί την «αρχή του τέλους των ορυκτών καυσίμων» θέτοντας το έδαφος για μια γρήγορη ενεργειακή μετάβαση, που υποστηρίζεται από βαθιές περικοπές εκπομπών

Η ακριβής διατύπωση είναι ότι η COP αναγνωρίζει την ανάγκη για «μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στα ενεργειακά συστήματα, με τακτικό και δίκαιο τρόπο, επιταχύνοντας τη δράση σε αυτή την κρίσιμη δεκαετία, ώστε να επιτευχθούν μηδενικές εκπομπές έως το 2050, σύμφωνα με την επιστήμη».

Παρ’ όλο που πρόκειται για μια ιστορική συμφωνία, δεδομένου ότι για πρώτη φορά COP δεσμεύεται για «μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα», εξακολουθεί να αφήνει ένα ρόλο για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στα μελλοντικά ενεργειακά συστήματα για πολύ καιρό ακόμη. Και όπως επισημαίνει το Bloomberg, η επιλεγμένη διατύπωση -μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα- «βάζει το βάρος στην πλευρά της ζήτησης και όχι στην παραγωγή». Με την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου να συνεχίζει να αυξάνεται, η παραγωγή ανταποκρίνεται στα σήματα της αγοράς. Αυτό εξασφαλίζει επίσης «τακτική» μετάβαση.

Μια άλλη πρώτη ήταν η αναγνώριση της ανάγκης για «σταδιακή κατάργηση των αναποτελεσματικών επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων που δεν συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχεια ή την δίκαια μεταβάση, το συντομότερο δυνατό». Αλλά στερείται λεπτομερειών για να είναι αποτελεσματική.

Η GST υποδηλώνει επίσης «αναγνώριση» ότι το φυσικό αέριο μπορεί να διαδραματίσει ρόλο ως μεταβατικό καύσιμο. Η ακριβής διατύπωση είναι ότι η COP «αναγνωρίζει ότι τα μεταβατικά καύσιμα μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στη διευκόλυνση της ενεργειακής μετάβασης διασφαλίζοντας παράλληλα την ενεργειακή ασφάλεια». Πολλοί ερμηνεύουν την αναφορά στα «μεταβατικά καύσιμα» ως κωδική ονομασία για το φυσικό αέριο.

Η αναφορά στην ενεργειακή ασφάλεια είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου του διαλείποντος χαρακτήρα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Το φυσικό αέριο, ως το καθαρότερο ορυκτό καύσιμο, θεωρείται συμπληρωματικό των ΑΠΕ κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης, διασφαλίζοντας την ενεργειακή ασφάλεια.

Είναι επίσης μια καθαρότερη αντικατάσταση του πολύ πιο ρυπογόνου άνθρακα - υπό τον όρο ότι θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα διαρροής μεθανίου. Οι περισσότερες αξιόπιστες προοπτικές δείχνουν ότι η ζήτηση φυσικού αερίου θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2050. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) διαφέρει, δείχνοντας ότι η ζήτηση θα κορυφωθεί έως το 2030 και θα παραμείνει λίγο πολύ σταθερή έως το 2050. Αλλά αυτό βασίζεται σε αμφισβητήσιμες προϋποθέσεις, όπως δραστικών μειώσεων στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας μετά το 2030, πολύ πιο κάτω από τις περισσότερες αξιόπιστες προβλέψεις.

Αναλυτές της τράπεζας SEB δήλωσαν ότι «η συμφωνία υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο του φυσικού αερίου στην ενεργειακή μετάβαση, για τον οποίο η βιομηχανία είπε εδώ και καιρό ότι ήταν απαραίτητο για τη μείωση της χρήσης άνθρακα και πετρελαίου καθώς αυξάνεται η δυναμικότητα των ΑΠΕ».

Η GST απαιτεί «τριπλασιασμό της χωρητικότητας ΑΠΕ παγκοσμίως και διπλασιασμό του παγκόσμιου μέσου ετήσιου ρυθμού βελτιώσεων της ενεργειακής απόδοσης έως το 2030». Εάν αυτοί οι στόχοι εφαρμοστούν και επιτευχθούν, και αντιμετωπιστεί η διαλείπουσα φύση των ΑΠΕ, θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο μελλοντικό μείγμα καυσίμων ηλεκτρικής ενέργειας, μειώνοντας τη χρήση ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά αυτό απαιτεί να παρακαμφθούν πάρα πολλά «αν» για να συμβεί πραγματικά και αποτελεσματικά.

Η Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του ΟΠΕΚ αποδέχθηκαν τη συμφωνία COP28 επειδή επιτρέπει στις χώρες να ακολουθήσουν τις δικές τους οδούς στην εφαρμογή της. Η GST «καλεί τα μέρη να συμβάλουν στις παγκόσμιες προσπάθειες …με εθνικά καθορισμένο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τη Συμφωνία του Παρισιού και τις διαφορετικές εθνικές τους συνθήκες, κατευθύνσεις και προσεγγίσεις».

Ο ΟΠΕΚ και το Φόρουμ των Χωρών Εξαγωγής Φυσικού Αερίου (GECF) συνεχάρησαν από κοινού τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για «τη συναινετική και θετική έκβαση» της COP28.

Ενίσχυση της ζήτησης φυσικού αερίου

Σε μια πρόσφατη έρευνα για επενδύσεις, η Jefferies International, που ειδικεύεται στην επενδυτική τραπεζική και τις κεφαλαιαγορές, ανέφερε ότι το 2024 θα είναι το τελευταίο έτος χαμηλής ρευστότητας της παγκόσμιας αγοράς LNG. Με βάση τις προβλέψεις της για τη ζήτηση, η αγορά θα ισορροπήσει το 2025 και θα μετατοπιστεί σε μια αγορά υπερπροσφοράς το 2026 (Σχήμα 1). Το αποτέλεσμα θα είναι ότι οι τιμές θα μειωθούν σημαντικά, κάτι θα ενισχύσει τη ζήτηση φυσικού αερίου.

Σχήμα 1: Παροχή και ζήτηση (outlook) LNG (εκατομ. τόνοι)


https://twitter.com/OKalleklev/status/1734902991667253756/photo/1

Η θέση της βιομηχανίας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) θα βελτιωνόταν σημαντικά εάν προσχωρήσει στον Χάρτη Απανθρακοποίησης Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (OGDC), που ανακοινώθηκε στη COP28, και υιοθετήσει τη δέσμευσή του Χάρτη για μηδενική διαρροή μεθανίου μέχρι το 2030. Αυτό θα συνέβαλλε πολύ στη νομιμοποίηση του LNG ως μεταβατικού καυσίμου.

Η Κίνα αναμένει ότι η δική της παραγωγή φυσικού αερίου θα συνεχίσει να αυξάνεται για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση, που προβλέπεται να αυξηθεί από 365 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) το 2022 σε περίπου 550 bcm έως το 2030.

Το φυσικό αέριο βοηθά στην αντιμετώπιση της αστικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τη χρήση άνθρακα. Συμπίπτοντας με το COP28, η Κίνα δημοσίευσε ένα σχέδιο δράσης στις αρχές Δεκεμβρίου δεσμεύοντας να ελέγξει τη χρήση άνθρακα για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα.

Την τελευταία δεκαετία, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις σε ανάκτηση αποθεμάτων και σε έργα φυσικού αερίου. Επιπλέον, μεγάλες οικονομίες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ιαπωνία, βλέπουν αύξηση των επενδύσεών τους στο φυσικό αέριο ως απαραίτητη για τη διασφάλιση της μελλοντικής ενεργειακής ασφάλειας.

Συμμετέχοντες στη βιομηχανία φυσικού αερίου στο COP28 δήλωσαν ότι αναμένουν ότι, με τον έλεγχο των εκπομπών και της διαρροής μεθανίου, το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να διαδραματίζει ρόλο ως καύσιμο μετάβασης και στο μέλλον, ειδικά όσο η ηλιακή και η αιολική ενέργεια παραμένουν διαλείπουσες.

Ένας ρόλος για το CCUS

Η GST αναγνωρίζει επίσης το ρόλο που μπορεί να παίξει η δέσμευση, χρήση και η αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCUS) στην ώθηση της ενεργειακής μετάβασης, μειώνοντας την ένταση εκπομπών των βιομηχανιών που καταναλώνουν ορυκτά καύσιμα.

Η GST αναφέρει ότι η COP αναγνωρίζει την ανάγκη για «επιτάχυνση τεχνολογιών μηδενικών και χαμηλών εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ΑΠΕ, των πυρηνικών τεχνολογιών, της μείωσης και της απομάκρυνσης, όπως η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, ιδιαίτερα σε τομείς που είναι δύσκολο να μειωθούν, και παραγωγή υδρογόνου με χαμηλές εκπομπές».

Η Σαουδική Αραβία και άλλοι παραγωγοί, καθώς και μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, υποστηρίζουν από καιρό τη χρήση της CCUS για τη μείωση των εκπομπών από τη χρήση αυτών των καυσίμων.

Παρόλο που η τεχνολογία CCUS παραμένει ακριβή, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην εφαρμογή της τα τελευταία χρόνια λόγω πτώσης του κόστους, του υψηλότερου κόστους δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, λόγω πολιτικών, και πιστώσεων και υποστήριξης από το᾽Inflation Reduction Act’ (IRA) στις ΗΠΑ. Η GST καθιστά την τεχνολογία CCUS όχι μόνο δυνατή αλλά και απαραίτητη. Με τέτοια βοήθεια, η CCUS μπορεί να γίνει μια σοβαρή επιλογή για τη μείωση των εκπομπών.

Ο IEA συμφωνεί ότι η CCUS «έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με περισσότερα από 500 έργα σε διάφορα στάδια ανάπτυξης σε όλη την αλυσίδα αξίας της CCUS», αλλά προειδοποιεί ότι η ανάπτυξη παραμένει «πολύ κάτω από αυτή που απαιτείται στο σενάριο Net Zero».

Μετά τη συνάντησή τους στις 15 Νοεμβρίου, οι ΗΠΑ και η Κίνα συμφώνησαν να συνεργαστούν για την κατασκευή τουλάχιστον 5 έργων CCUS μεγάλης κλίμακας η καθεμία μέχρι το 2030.

Όπως προτείνει η McKinsey, οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να βοηθήσουν «δημιουργώντας πλαίσια για την οικοδόμηση της βιομηχανίας και αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα ότι τα αρχικά έργα CCUS θα χρειαστούν υποστήριξη».

Μια δόση πραγματικότητας

Ιστορικά, οι συμφωνίες COP έρχονται και παρέρχονται με μικρό αντίκτυπο στον πραγματικό κόσμο. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον άνθρακα. Η COP26 στη Γλασκώβη το 2021 συμφώνησε να επιταχύνει τις προσπάθειες για «σταδιακή κατάργηση της αμείωτης ενέργειας από άνθρακα», διατύπωση που διατηρήθηκε στην φετινή GST. Όπως επίσης και για τα ορυκτά καύσιμα τώρα, οι τίτλοι τότε ήταν «ορατό το τέλος του άνθρακα». Αλλά στην πραγματικότητα, το κείμενο της συμφωνίας του COP26 δεν είχε καμία επίδραση μέχρι στιγμής. Η κατανάλωση άνθρακα αυξήθηκε κατά 3,3% το 2022 και αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο από 1,5% το 2023.

Δεν είναι ότι ο κόσμος αγνοεί κατάφωρα τη ρυπογόνο φύση του άνθρακα, αλλά η ενεργειακή ασφάλεια και το χαμηλό κόστος φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη σημασία, ειδικά στην Ασία-Ειρηνικό, από τη διατύπωση συμφωνιών COP. Εφόσον δεν είναι εγγυημένη η ενεργειακή ασφάλεια και αξιοπιστία, τα ευέλικτα καύσιμα όπως ο άνθρακας και το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν διαδραματίζουν ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση. Το τέλος του άνθρακα θα έρθει όταν ένα φθηνότερο και αξιόπιστο καύσιμο γίνει άφθονα διαθέσιμο για να τον αντικαταστήσει. Όλο και περισσότερο, αυτός ο ρόλος παρέχεται από το φυσικό αέριο.

Μια άλλη πραγματικότητα είναι ότι, παρά τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν, η COP28 δεν κινητοποίησε επαρκή χρηματοδότηση για να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα. Και πάλι, δεν υπάρχει συμφωνία για το πώς θα χρηματοδοτηθεί η ενεργειακή μετάβαση. Η συμφωνία COP28 αναφέρει ότι «η χρηματοδότηση προσαρμογής και μετριασμού θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί», κάτι που υπολογίζεται σε τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό θα μπορούσε να καταστήσει νέους στόχους, όπως ο τριπλασιασμός των ΑΠΕ έως το 2030, δύσκολο να επιτευχθούν στις αναπτυσσόμενες χώρες -λόγω κόστους- παρατείνοντας την υψηλή εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

Η GST δεν θα επηρεάσει την κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου, για αρκετό καιρό ακόμη. Στην πραγματικότητα, με το φυσικό αέριο να αναγνωρίζεται πλέον ως μεταβατικό καύσιμο, η χρήση του μπορεί τώρα να αυξηθεί για να αντικαταστήσει τον άνθρακα, όπως αποδεικνύεται από το νέο σχέδιο δράσης της Κίνας για τον έλεγχο του άνθρακα.

Ακόμη και οι ΗΠΑ, παρά τον ηγετικό τους ρόλο στο Dubai, εξακολουθούν να επεκτείνουν την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Όπως και ο Καναδάς, η Νορβηγία και η Αυστραλία. Η Ευρώπη επίσης συνεχίζει να κατασκευάζει νέους τερματικούς σταθμούς εισαγωγής LNG, που θα λειτουργούν δεκαετίες, λόγω ανησυχιών για την ενεργειακή ασφάλεια.

Αλλά με την COP28 να έχει κάνει την αρχή, μελλοντικές COP έχουν τώρα την ευκαιρία να αξιοποιήσουν την δέσμευση για «μετάβαση μακριά από τα ορυκτά καύσιμα» σταδιακά, στο βάθος χρόνου. Ο μακροπρόθεσμος μετασχηματισμός των παγκόσμιων ενεργειακών συστημάτων μόλις ξεκίνησε, αλλά θα χρειαστούν δεκαετίες. Δηλώσεις όπως «μελλοντικές διαγραφές αχρησιμοποίητων αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων είναι πλέον περισσότερο, όχι λιγότερο, πιθανές μετά από αυτή την COP και τη δυναμική που θα δημιουργήσει», είναι σίγουρα πολύ πρόωρες.

*Senior Fellow Global Energy Center, Atlantic Council