Tο 2024 είναι η χρονιά των πολλών και φιλόδοξων στόχων στο πεδίο της οικονομίας. Θέλουμε, ως χώρα, να επιτύχουμε έναν από υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη όταν πολλές οικονομίες θα κινούνται σε στάσιμα νερά ή, ακόμα χειρότερα, θα βυθίζονται στην ύφεση. Είναι βασική μας επιδίωξη η ταχύτερη μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ στην Ευρώπη. Στο τέλος της χρονιάς που τώρα ξεκινάει, ζητούμενο είναι η μείωση αυτή να ξεπεράσει τις 50 ποσοστιαίες μονάδες από τα εφιαλτικά υψηλά του 2020 όταν, λόγω πανδημίας, η Ελλάδα έφτανε να έχει χρέος ίσο με το 205% του ΑΕΠ

Πρέπει να περιορίσουμε τη φοροδιαφυγή και να αυξήσουμε τα φορολογικά έσοδα ακόμα περισσότερο ώστε, ύστερα από πολλά χρόνια, να ξεπεράσουν και πάλι τα 63 δισ. ευρώ. Και, το κυριότερο, θέτουμε ως νούμερο ένα προτεραιότητα την αύξηση των μισθών. Ενώ το οικογενειακό εισόδημα χτυπήθηκε −και εξακολουθεί να πλήττεται− από την πληθωριστική κρίση, ο μισθός στην Ελλάδα δεν φτάνει καν στο 50% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Φυσικό επακόλουθο, αντί να συγκλίνουμε σε αυτό τον εξαιρετικά κρίσιμο οικονομικό δείκτη, να αποκλίνουμε, και μάλιστα επί 14 συναπτά έτη.

Είναι εφικτή η επίτευξη των νέων «εθνικών στόχων;». Ο πήχης είναι ψηλά. Σε μια χρονιά που θα ξεκινήσει με δύο ενεργά μέτωπα πολέμου, με πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες να βλέπουν την ύφεση προ των πυλών, με την ακρίβεια να μαστίζει όλο τον πλανήτη και τα ακραία καιρικά φαινόμενα να απειλούν ανά πάσα στιγμή τον κρατικό προϋπολογισμό, η Ελλάδα θέλει, μεταξύ άλλων, να κάνει ιστορικό ρεκόρ στις τουριστικές εισπράξεις μέσα στο 2024 και να ανεβάσει ακόμα περισσότερο την αναλογία των επενδύσεων αλλά και των εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ υλοποιώντας το περίφημο σχέδιο «αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου». Θα υπάρξουν προκλήσεις, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Και οι μεγαλύτερες από αυτές θα είναι οι εξής:

 

Η πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης

Τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου του 2023 για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας έδειξαν σημάδια «κόπωσης». Υψηλά επιτόκια δανεισμού και ακρίβεια, επιβάλλουν «μάζεμα» στα νοικοκυριά προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες. Το 2024, μπορεί ο ρυθμός αύξησης των τιμών να είναι μικρότερος, όμως, ειδικά στο πρώτο εξάμηνο, τα νοικοκυριά θα βρεθούν αντιμέτωπα με τις υψηλότερες τιμές (πλην ενέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει αναζωπύρωση της ενεργειακής κρίσης), αλλά και με τα υψηλότερα επιτόκια των τελευταίων δεκαετιών, τουλάχιστον μέχρι να ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία (εκτιμάται ότι η αρχή θα γίνει μέσα στο δεύτερο εξάμηνο). Πόσο θα επηρεάσει την ιδιωτική κατανάλωση αυτός ο συνδυασμός;

Η Τράπεζα της Ελλάδας αναθεώρησε προς τα κάτω τον στόχο της ανάπτυξης για το 2024, ακριβώς γιατί πιστεύει ότι οι πολίτες θα σφίξουν τα λουριά. Ακριβώς για τη στήριξη της κατανάλωσης −που εξακολουθεί να καταλαμβάνει μερίδιο άνω του 80% στη διαμόρφωση του ΑΕΠ− είναι που πρέπει να αρχίσει να ανεβαίνει με μεγαλύτερη ταχύτητα ο μέσος μισθός στην Ελλάδα. Το 2024 είναι μια κομβική χρονιά. Προγραμματίζεται και αύξηση μισθών στο δημόσιο και αύξηση συντάξεων και ξεπάγωμα τριετιών και αύξηση του κατώτατου μισθού. Το ζήτημα είναι πώς θα αποτυπωθεί αυτό στην πράξη και αν θα υπάρξουν και περαιτέρω αυξήσεις μέσω επιχειρησιακών, συλλογικών ή ακόμα και ατομικών συμβάσεων.

Η «εξάρτηση» από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες

Όταν θέλεις σε μια χρονιά και να κάνεις ιστορικό ρεκόρ στα έσοδα από τον τουρισμό και να τονώσεις τις εξαγωγές (οι οποίες κινούνται αρνητικά το τελευταίο διάστημα ακόμα και αν εξαιρεθούν από το καλάθι τα ενεργειακά προϊόντα) και να επιτύχεις διψήφιο ποσοστό αύξησης στις επενδύσεις, είναι δεδομένο ότι θα χρειαστεί ηρεμία, ειδικά στις ευρωπαϊκές αγορές, που είναι και οι καλύτεροι «πελάτες» μας. Μια χειρότερη του αναμενομένου χρονιά στην Ευρώπη θα έχει αντανάκλαση και στην Ελλάδα. Μόνο για να γίνει το ιστορικό ρεκόρ στον τουρισμό, θα πρέπει α έσοδα να ξεπεράσουν τα 21 δισ. ευρώ. Και ύστερα, δεν είναι μόνο οι εξελίξεις σε οικονομικό επίπεδο που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Είναι και οι γεωπολιτικές. Από «θερμά μέτωπα» άλλο τίποτα και στο ξεκίνημα του 2024.

Πρωτογενή πλεονάσματα 

Για να παραχθούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό και για να «βγει» ο στόχος για την είσπραξη των περισσότερων φορολογικών εσόδων της τελευταίας δεκαπενταετίας, θα πρέπει να μην έχουμε (πάλι) απρόοπτα από το μέτωπο της κλιματικής κρίσης. Και οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες στη Θεσσαλία απέδειξαν ότι κανένα «αποθεματικό» δεν μπορεί να αντέξει τέτοιας έκτασης ζημιές. Κινήσεις έγιναν (μπήκε ένα τέλος για δημιουργηθεί «κουμπαράς», κατέστη υποχρεωτική η ασφάλιση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων κ.ο.κ.), αλλά ο φόβος του «άγνωστου Χ» παραμένει. Η μείωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: ή με την αύξηση του ονομαστικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, ή με τη συγκράτηση της ονομαστικής τιμής του χρέους. Η Ελλάδα θέλει να κάνει και τα δύο. Έχει το «όπλο» της αξιοποίησης των ταμειακών διαθεσίμων, το οποίο θα το χρησιμοποιήσει. Από εκεί και πέρα, όλα θα εξαρτηθούν από την οικονομική δραστηριότητα..

Οι Αριθμοί

Στα 235 δισ. ευρώ μπαίνει ο «πήχης» του ονομαστικού ΑΕΠ για το τέλος του 2024, ώστε να επανέλθει στα προ μνημονίων επίπεδα όταν και είχε ανέλθει στην περιοχή των 240 δισ. ευρώ.

Στο 152% θα πρέπει να υποχωρήσει στο τέλος της χρονιάς η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ, χωρίς αυτό να ανέβει σε ονομαστικό επίπεδο πάνω από τα 357-358 δισ. ευρώ.

Στα 16.661 ευρώ διαμορφώθηκε ο μέσος ετήσιος μεικτός μισθός στην Ελλάδα στο τέλος του 2022, αντιστοιχώντας στο 42,6% του αντίστοιχου μέσου όρου για τις χώρες της Ευρωζώνης (39.082 ευρώ). Η χώρα κατατάσσεται 5η από το τέλος με τη συγκεκριμένη επίδοση. Στόχος, να ξεπεράσουμε τα 20-21.000 ευρώ έως το 2026.

Τα 100 δισ. ευρώ θα πρέπει να ξεπεράσουν τα δηλωθέντα εισοδήματα στις φορολογικές δηλώσεις του 2024, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για άντληση φορολογικών εσόδων άνω των 63 δισ. ευρώ και κατ’ επέκταση να παραχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα των 5 δισ. ευρώ (ή 2,1% του ΑΕΠ).

(από economia.gr)