Ο ίδιος έσπευσε, βέβαια, να ξορκίσει μία τέτοια ερμηνεία τονίζοντας ότι τα ΜΜΕ πρέπει να συμβάλουν στο να διατηρηθεί αυτό το καλό κλίμα με τη διαχείριση των σωστών πληροφοριών, αλλά «όχι με επιβολή από πάνω προς τα κάτω, αλλά με την παροχή σωστών πληροφοριών», όπως διαβάζουμε στο σχετικό άρθρο του ΑΠΕ-ΜΠΕ (αρχική πηγή: «Εκπρόσωπος Ερντογάν: Θεσμοθέτηση διμερών μηχανισμών στα ΜΜΕ Ελλάδας και Τουρκίας για τη διατήρηση του θετικού κλίματος», amna.gr, 15/12/2023).
Ωστόσο, ο κ. Αλτούν είναι αποκαλυπτικός για το πώς επετεύχθη αυτό το κλίμα που κυριάρχησε – όχι μόνο σε βαθμό ενθουσιασμού αλλά και με τρόπο σχεδόν …ασφυκτικό – στα mainstream ελληνικά μέσα ενημέρωσης κατά την παραμονή του κ. Ερντογάν στην ελλαδική πρωτεύουσα. Όπως διαβάζουμε στο ως άνω δημοσίευμα, ο ίδιος ο κ. Αλτούν διαπίστωσε ότι η επίσκεψη του …διακεκριμένου εργοδότη του (και επισήμου φιλοξενουμένου μας) πραγματοποιήθηκε σε πολύ θετικό κλίμα «και σε αυτό το σημείο είδαμε ότι έχει δημιουργηθεί εκεί [ενν. στην Ελλάδα] ένας πολύ σοβαρός μηχανισμός, ένας μηχανισμός που θα λειτουργεί στη βάση της αμοιβαίας καλής θέλησης και των σχέσεων καλής γειτονίας», γεγονός που -όπως επισημαίνει- αποτυπώθηκε και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μάλιστα, όπως πρόσθεσε, και η τουρκική πλευρά έχει προσπαθήσει, στο δικό της πεδίο, κάτι ανάλογο, με στόχο «την ανάπτυξη αμοιβαίας συνεργασίας στους τομείς της δημόσιας επικοινωνίας, της δημόσιας διπλωματίας και της στρατηγικής επικοινωνίας. Προσπαθούμε να θεσμοθετήσουμε αυτές τις σχέσεις υπό αυτή την έννοια, δημιουργώντας όσο το δυνατόν περισσότερους κοινούς μηχανισμούς».
Δημιουργούνται, βέβαια, κάποια εύλογα ερωτήματα, όπως: πότε και από ποιους θεσμοθετήθηκε αυτός ο μηχανισμός και ποιοι τον στελεχώνουν; Τον πρώτο λόγο τον έχουν οι κυβερνήσεις των δύο χωρών ή οι δημοσιογράφοι; Εμπλέκονται, άραγε, και άλλοι, πέραν της Ελλάδος και της Τουρκίας; Και πόσο «πολύ σοβαρός» είναι αυτός ο μηχανισμός, όπως λέει ο Τούρκος αξιωματούχος, για να έχει τόσο άμεσα και θετικά αποτελέσματα στην ατμόσφαιρα που επικράτησε στα εγχώρια ΜΜΕ κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Ερντογάν; Και με ποιον τρόπο θα συνεχίσει να έχει την ίδια «επιτυχία»;
Σχετικά με αυτό, ο Φαχρετίν Αλτούν στις παραπάνω δηλώσεις του (στο τουρκικό τηλεοπτικό δίκτυο NTV), αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο φόρουμ εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης των δύο χωρών που πραγματοποιήθηκε αρχικά στις 19 Οκτωβρίου στην Κωνσταντινούπολη και στη δεύτερη αντίστοιχη διοργάνωση που έλαβε χώρα στην Αθήνα, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου. Άρα, υπήρξε κάποια προετοιμασία τρεις βδομάδες πριν την επίσκεψη και ένα follow-up τέσσερεις μέρες μετά; Και με τη συμμετοχή ποίων;
Αποτελεί, μήπως, αυτός ο «πολύ σοβαρός μηχανισμός», που, μάλιστα, «θα λειτουργεί στη βάση της αμοιβαίας καλής θέλησης και των σχέσεων καλής γειτονίας», κάποιο ανεπίσημο παρακολούθημα της «Διακήρυξης των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» που υπέγραψαν Μητσοτάκης και Ερντογάν; Τον κίνδυνο να επιβληθεί στους Έλληνες πολίτες η «ομοφωνία του κατευνασμού», μετά την υπογραφή της Διακήρυξης αυτής, υπαινίχθη και ο πρέσβης ε. τ. κ. Αϋφαντής σχολιάζοντας, σε διάφορες εκπομπές, τα της επισκέψεως Ερντογάν.
Καλό θα ήταν, λοιπόν, να λάβει η ελληνική κοινή γνώμη κάποιες υπεύθυνες απαντήσεις πάνω στα ερωτήματα που προκύπτουν από τις δηλώσεις Αλτούν.
Η αντίληψη ότι η όξυνση στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας οφείλεται στον λαϊκισμό των ΜΜΕ καλλιεργήθηκε έντονα την εποχή της κρίσης στα Ίμια, με βάση, κυρίως, τον ισχυρισμό ότι η κρίση κλιμακώθηκε – και στρατιωτικοποιήθηκε - όταν δημοσιογράφοι της «Χουριέτ» κατέβασαν από την ανατολική βραχονησίδα του συμπλέγματος αυτού την ελληνική σημαία που είχε υψώσει ο τότε δήμαρχος Καλύμνου, καθώς ήδη η Τουρκία είχε εκφράσει αμφισβήτηση της κυριαρχίας μας στις συγκεκριμένες νησίδες.
Δεν ξέρουμε αν αληθεύουν οι φήμες που ακούστηκαν αργότερα ότι οι εν λόγω δημοσιογράφοι ήταν στην πραγματικότητα πράκτορες της ΜΙΤ, ότι σκοτώθηκαν λίγο αργότερα σε ύποπτη πτώση ελικοπτέρου κλπ. Ξέρουμε, όμως, με βεβαιότητα ότι είναι τουλάχιστον αφελές να εξομοιώνονται τα ΜΜΕ της Ελλάδας με αυτά της Τουρκίας. Όσα παράπονα κι αν εκφράζει ο οποιοσδήποτε έναντι στην οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, η Ελλάδα είναι μία χώρα δημοκρατική, με ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό και ελευθερία του Τύπου κατοχυρωμένη και συνταγματικά και εν τοις πράγμασι. Αντίθετα, η Τουρκία είναι μία χώρα που θα λέγαμε ότι «στα καλύτερά της» μοιάζει με την «ανάπηρη» δημοκρατία που είχαμε εμείς ως το 1967 – οπότε και κατελύθη ολοκληρωτικά για επτά χρόνια. Και, άρα, ομοίως «ανάπηρη» είναι και η ελευθερία του Τύπου στη γείτονα, με αντίστοιχες «διαπλοκές» με την πολιτική εξουσία της. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ καρκινοβατεί – όσο μεγάλα κι αν είναι τα συμφέροντα που συνδέουν κάποιες μεγάλες χώρες, σε οικονομικό και γεωστρατηγικό επίπεδο, με την Τουρκία, το κράτος δικαίου και η ανεξαρτησία του Τύπου είναι αξίες που δεν αποτελούν απλό «φερετζέ» για την Ευρώπη αλλά και τον λεγόμενο «δυτικό κόσμο» γενικότερα. Αλλιώς, θα είχαν ήδη παρακαμφθεί…
Και για να το πούμε και πιο απλά: δεν είναι παράταιρο από τη μια να λέμε ότι ο Ερντογάν είναι «νεοσουλτάνος» και αυταρχικός ηγέτης και, από την άλλη, να μαθαίνουμε από στενό του συνεργάτη ότι θα πάμε σε θεσμοθέτηση διμερών μηχανισμών ανάμεσα στις δύο χώρες σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης;
Με ποιον τρόπο και με ποιους «κοινούς μηχανισμούς», άραγε, λοιπόν, θα «συνεργάζονται αμοιβαία» τα ΜΜΕ της Ελλάδας με τα – στην καλύτερη περίπτωση, πλημμελώς ελεύθερα – ΜΜΕ της Τουρκίας ώστε να μακροημερεύσει το καλό κλίμα που διαπίστωσε ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας κατά την επίσκεψη του προϊσταμένου του στις 7 Δεκεμβρίου στην Αθήνα;