Γράφαμε στο προηγούμενο σημείωμα (εδώ) ότι τα ιδιωτικά κεφάλαια προτιμούν πλέον να επενδύουν στη στέγη και στις υποδομές, οι οποίες από δημόσιο αγαθό μετατρέπονται σε εμπόρευμα. Η στέγη και οι υποδομές προσφέρουν βέβαιη απόδοση αφού ο κόσμος πρέπει να στεγαστεί, πρέπει να θερμάνει το σπίτι του, πρέπει να μετακινηθεί

Αυτή είναι η πραγματικότητα στις λεγόμενες προηγμένες χώρες και έρχεται τάχιστα και στην Ελλάδα, το βλέπουμε να εξελίσσεται γύρω μας.

Όμως για να παραφράσουμε τον νόμο του Gresham, οι κακές επενδύσεις διώχνουν τις καλές. Επιχειρηματίες, όπως και διεθνείς διαχειριστές κεφαλαίων που ψάχνουν για αποδόσεις, έλκονται από υπηρεσίες χωρίς ρίσκο. Είμαστε στο ακριβώς αντίθετο σημείο από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση του 18ου αιώνα, όπου οι πρωτοπόροι του καπιταλισμού αναλάμβαναν ρίσκο με ενθουσιασμό, τώρα αναζητούν μόνο τις σίγουρες αποδόσεις. Είναι το τέλος ενός κύκλου που κράτησε 300 χρόνια.

Οι επενδύσεις σε στέγη και σε υποδομές δεν απαιτούν παραγωγικότητα ούτε ποιοτική απασχόληση, απλώς αναδιανέμουν υπάρχοντα πλούτο σε νέους πρωταγωνιστές. Κάποιοι γίνονται πλουσιότατοι εις βάρος άλλων, είναι αυτό που λέμε «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος». Οι αναπτυγμένες χώρες, όπου παρατηρούνται τα φαινόμενα που περιγράφουμε, έχουν βυθιστεί σε ένα τέλμα σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης την τελευταία 10ετία. Η Διεθνής Τράπεζα σε πρόσφατη έκδοσή της (World Bank, Falling Long-Term Growth Prospects. Trends, Expectations and Policies. Συλλογικό Εργο, 2023) γράφει ότι «η περίοδος 2011-2021 χαρακτηρίζεται από χαμηλή αύξηση παραγωγικότητας, χαμηλή αύξηση προσφοράς εργασίας και χαμηλότερο ρυθμό επενδύσεων απ’ ότι την περίοδο 2000-2010». Η Διεθνής Τράπεζα κάνει την πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι δεν έχει μειωθεί μόνο η υπάρχουσα ανάπτυξη, έχει μειωθεί και η δυνάμει ανάπτυξη (potential growth). Η δυνάμει ανάπτυξη είναι, κατά κάποιον τρόπο, το όριο ταχύτητας μιας οικονομίας. Η Διεθνής Τράπεζα αποδίδει την μείωση της δυνάμει ανάπτυξης στους κάτωθι λόγους:

  • Το επίπεδο των επιτοκίων (που έχουν ανέβει πολύ)
  • Την έκταση των κρατικών δαπανών (που έχουν μειωθεί πολύ)
  • Τις αποδόσεις που απαιτούν οι επενδυτές και το είδος του ρίσκου που αναλαμβάνουν

Παραθέτω ένα απόσπασμα από την επισκόπηση της μελέτης που συνοψίζει την κατάσταση (σελ. 4): « Η επιβράδυνση αντιπροσωπεύει μια βαθειά κρίση ανάπτυξης αφού όλοι οι κινητήρες της ανάπτυξης έχουν κατεβάσει στροφές. Συνήθως ένας από τους πιο δυνατούς κινητήρες είναι το διεθνές εμπόριο. Το διεθνές εμπόριο κατά την περίοδο 2010-2019 είχε την μισή ανάπτυξη απ’ ότι την περίοδο 1990-2011. Η μετάθεση πόρων από λιγότερο σε περισσότερο παραγωγικούς τομείς ελαττώθηκε. Τα οφέλη από καλύτερη εκπαίδευση και υγεία έχουν ατονήσει αφού οι βελτιώσεις στην εκπαίδευση και στα συστήματα περίθαλψης έπαυσαν. Συνεχίζοντας μια δεκαετία αδυναμίας προ της πανδημίας, η επενδυτική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες το διάστημα 2022-24 προβλέπεται να είναι στο 3,5% ετησίως κατά μέσον όρο, περίπου το μισό απ’ ότι κατά το διάστημα 2000-21. Ενώ αυξανόταν τις προηγούμενες δεκαετίες, ο παραγωγικός πληθυσμός ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού έπεσε στο χαμηλότερο σημείο του το 2017. Η διεθνής αβεβαιότητα όσον αφορά τις πολιτικές (policy uncertainty) έχει αυξηθεί ενώ η στάση ως προς την διείσδυση του εμπορίου έχει γίνει πιο επιφυλακτική (σ.σ. δηλαδή τα κράτη στρέφονται προς τον πρoστατευτισμό)».

Ολοι οι παράγοντες αυτοί επιδρούν σωρευτικά για να οδηγηθούμε στην παρούσα συγκυρία. Ομως η μελέτη της Διεθνούς Τραπέζης λίγο παρακάτω δίνει μια πνοή αισιοδοξίας: « Τα καλά νέα είναι ότι η αντιμετώπιση όλων των άνω προτεραιοτήτων γίνεται με έναν τρόπο: επίμονες επενδύσεις και αύξηση παραγωγικότητας. Με τον μηχανισμό αυτόν, οι διαμορφώνοντες πολιτική μπορούν να ξεπεράσουν τις προκλήσεις και να δημιουργήσουν διαρκή, διατηρήσιμη και συμπεριληπτική (inclusive) growth». Οταν η Διεθνής Τράπεζα αναφέρεται εδώ σε επενδύσεις εννοεί αυτό που παραπάνω απεκάλεσα «καλές» επενδύσεις, δηλαδή επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα, αυξάνουν την απασχόληση και διαχέουν νέο πλούτο. Ειδικά για τις αναπτυσσόμενες χώρες, η Δ.Τ. επισημαίνει ότι απαιτούνται επενδύσεις στις υποδομές (για να αυξηθούν μεταξύ άλλων οι αντιστάσεις στις φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες και άλλες θεομηνίες) και σε τομείς που απασχολούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Για να επανέλθω στις αναπτυγμένες οικονομίες, που με απασχολούν κυρίως εδώ: έχουμε ένδεια «καλών» επενδύσεων, αντιθέτως έχουμε περίσσεια «κακών» επενδύσεων και δεν βλέπω αντιστροφή αυτής της τάσης. Οι κυβερνήσεις σε όλη την Δύση, αφού εκποιούν δημόσια αγαθά στον χώρο των υποδομών, χάνουν τη δυνατότητα να ασκήσουν κοινωνική πολιτική και να απαλύνουν τις συνέπειες των καθοδικών φάσεων της οικονομικής συγκυρίας. Οπως το βλέπουμε και στην Ελλάδα, η κυβέρνηση ασχολείται αποκλειστικά με την διαχείριση εντυπώσεων και όχι με την πρόνοια για την ευημερία της χώρας. Βέβαια, τα συμπτώματα από την σταδιακή εγκατάλειψη των δημόσιων υποδομών γίνονται όλο και πιο συχνά και ενίοτε, δυστυχώς, τραγικά. Στην Ελλάδα είχαμε το περσινό δυστύχημα των Τεμπών αλλά παρόμοια ατυχήματα, μικρότερης έκτασης, γίνονται και στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα ανεπτυγμένα κράτη.

Χέρι χέρι με την εγκατάλειψη των υποδομών πηγαίνει η ενίσχυση της στρατιωτικοποίησης της οικονομίας, με αφορμή την σύρραξη στην Ουκρανία. Οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται ραγδαία στερώντας πόρους από τις ήδη περιορισμένες δημόσιες επενδύσεις. Από την άλλη, εάν οι αμυντικές δαπάνες διατεθούν σε εγχώρια παραγωγή οπλικών συστημάτων, αυτό σε κάποιο βαθμό διαχέεται στην πραγματική οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, οι αναπτυξιακές επιπτώσεις του πολέμου είναι εξ ορισμού ετεροχρονισμένες: όταν τελειώσει ο πόλεμος θα υπάρξει ανοικοδόμηση, συνεπώς θα υπάρξει ανάπτυξη. Ομως αυτό που τείνει να διαμορφωθεί είναι ένας συνεχής πόλεμος παντού, στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και σύντομα στην Απω Ανατολή. Ο George Orwell έχει περιγράψει μια τέτοια δυστοπία στο έργο του 1984. Στο έργο του οι πληθυσμοί ζουν σε κατάσταση έμφοβου αναβρασμού, πόλεμοι διεξάγονται ταυτοχρόνως παντού και λόγω των πολέμων γίνονται ανεκτές συνθήκες στέρησης βασικών αγαθών. Μπορεί αυτή η κατάσταση να παγιωθεί; Θα το δούμε.

*Ανώτερο Διευθυντικό Στέλεχος μεγάλου Ελληνικού Ομίλου Επιχειρήσεων