Το έγκλημα των Τεμπών διά παραλείψεων, όπου 57 νεαροί συμπολίτες μας έχασαν την ζωή τους, αναζητεί τους ενόχους. Έχει παραπεμφθεί στην «εξεταστική επιτροπή» της Βουλής (E.E), όχι για ν’ αποδοθούν οι αναλογούσες ποινικές και πολιτικές ευθύνες αλλά για ν’ απαλλαγούν πολιτικά πρόσωπα του κατεστημένου και να επανέλθουν αργότερα στη εξουσία, βλάπτοντα την προσφιλή πατρίδα με την ακαταλληλότητα τους.

Έχει το ανάλογον η αντιπατριωτική δράση των μνημονιακών κυβερνήσεων στην παράλειψη της ανακήρυξης της Ελληνικής ΑΟΖ στο Αιγαίον, με τη μη εισέτι ανάκτηση 500.000 τετρ. χιλιομέτρων θαλασσίου αποκλειστικού χώρου του Ελληνικού κράτους. Αλλά αυτό είναι «μία άλλη ιστορία» που θα έλεγε ο Κήπλινγκ.

Στο έγκλημα των Τεμπών ενέχεται η Ελληνική διοίκηση κι η πολιτική εξουσία, δια του «ενδεχομένου δόλου», εκ της μη εγκαταστάσεως της αυτομάτου σηματοδοτήσεως των σιδηρογραμμών του ΟΣΕ και της καταχρήσεως 16 εκατομ. ευρώ, από 17 στελέχη της δημοσίας εταιρίας ΕΡΓΟΣΕ. Επίσης, διά της αποσείσεως υπό της Βουλής των ευθυνών δύο υπουργών συγκοινωνιών της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, από την παράβαση καθήκοντος του έργου και ελέγχου του σιδηροδρομικού δικτύου.

Η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη προχώρησε στην συγκάλυψη της υποθέσεως αφ’ ενός με την παράχωση («μπάζωμα») των πειστηρίων στον τόπο συγκρούσεως δύο τραίνων, επί της ι δ ί α ς (!) μάλιστα διδύμου σιδηρογραμμής την 28 Φεβρουαρίου 2023 , αφ’ ετέρου με την απόρριψη συστάσεως Προανακριτικής Επιτροπής ως είχε υποχρέωση από την νομοθεσία. Εξιλαστήριο θύμα είναι ο σταθμάρχης Λαρίσης στον οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες του «ατυχήματος» και στο βάθος χρόνου, παραμονεύει η …παραγραφή όπως και στην υπόθεση του ΜΑΤΙ.

Αλλά αν η διερεύνηση του περιστατικού υπό της Αστυνομίας και της ανακρίσεως δεν είναι παράδειγμα αβελτηρίας και αρνησιδικίας στην χώρα συγχύσεως κι όχι της  «διακρίσεως των εξουσιών» του Μοντεσκιέ, η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης: Αναμένεται η παρακώληση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που κάλεσε την 14η Φεβρουαρίου ε.έ., σε ακρόαση την Μαρία Καρυστιανού, μητέρα θύματος και τον πρόεδρο των μηχανοδηγών του ΟΣΕ Κ.Γενιδούνια. Από τους ευρωβουλευτές που ενδέχεται να εκθέσει την Ελλάδα διεθνώς.

Παραλλήλως, η γενική εισαγγελεύς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΡΡΟ) Λάουρα Κουβέτσι ζήτησε να παρουσιασθεί ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο Λουξεμβούργο όπου εδρεύει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, διά να δώσει εξηγήσεις  δι’ όσα διαδραματίζονται στην Ε.Ε της Ελληνικής Βουλής, όπου απερρίφθη η παραπομπή επί ψευδορκία του διευθύνοντος συμβούλου της Hellenic Train και δεν διέκοψε τις εργασίες της όπως ζήτησαν οι συγγενείς των θυμάτων τους «ατυχήματος», για να κληθούν κι άλλοι μάρτυρες.

H ανάκριση καθυστερεί ένα έτος αν και διενεργείται από τον ειδικό εφέτη ανακριτή στην Λάρισα, εις βάρος 23 προσώπων, εξ ων 18 δημοσίων υπαλλήλων, για τα πλημμελήματα της ανθρωποκτονίας και βαρείας σωματικής βλάβης εξ αμελείας κατά συρροή και της ζημίας 15,6 εκατομ. ευρώ του Ελληνικού δημοσίου και της ΕΕ, από την αντισυμβατική διαίρεση της «σύμβασης 717» .Η απαγγελία κατηγορίας προφανώς αναμένει το πόρισμα της ΕΕ για τα πολιτικά πρόσωπα αλλά μάλλον την αθώωση δύο πρώην υπουργών της κυβερνήσεως κι αξιωματικής αντιπολιτεύσεως από την κατηγορία «παράβασης καθήκοντος». Ήδη, η κυβερνητική πλειοψηφία παρακωλύει την απονομή της δικαιοσύνης.

Υπάρχουν πολλά προηγούμενα διεθνώς. Από της προπολεμικής υπόθεσης Ντρέυφους στην Γαλλία, της παραίτησης του Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον το 1974 επί ψευδορκία μέχρι της υπόθεσης Λαμπράκη, που έριξε τον Κων/νο Καραμανλή το 1964  από την εξουσία αν και είχε την πλειοψηφία στην Βουλή. Η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες απ’ το τότε «Παλάτι» και διά της Αποστασίας βουλευτών, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου με κατάληξη την στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 που πλήρωσε ακριβά ο Ελληνισμός κι η Κύπρος. Η συγκάλυψη σχεδόν πάντοτε συνεπιφέρει χειρότερα από την πραγματικότητα που προσπαθεί να αποφύγει.

Ας προσέξει, λοιπόν, το Μέγαρο Μαξίμου που αγνοεί τις νομοτέλειες της κυβερνητικής αλαζονείας, κατατρυχόμενο με τον «γάμο» 1000 ανωμάλων προσώπων στην Αθήνα. Η «σύμβαση 717» αποτελεί θρυαλλίδα για το κύρος της «Νέας Δημοκρατίας».