Το παράγγελμα εδόθη: “Κλιμάκωση!”. Και το έδωσαν με διαφορετικούς τρόπους τόσο ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, όσο και η κυβέρνηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ, η οποία κατά τα λοιπά εμφανίζεται να πασχίζει να τον χαλιναγωγήσει

Η περιοδεία που πραγματοποίησε την εβδομάδα αυτή στη Μέση Ανατολή ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, η πέμπτη κατά σειρά μετά την ανάφλεξη της 7ης Οκτωβρίου, δεν εντυπωσίασε με τα αποτελέσματά της. Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε διπλή αποστολή: αφενός να αναβιώσει τις διαδικασίες διαλόγου με σκοπό την αποκατάσταση των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ (στο πνεύμα των περιώνυμων “Συμφωνιών του Αβραάμ” που δρομολογήθηκαν επί Ντόναλντ Τραμπ), αφετέρου να εξασφαλίσει μια “μακρά ανθρωπιστική εκεχειρία” στη Λωρίδα της Γάζας, το περίγραμμα της οποίας εκπονήθηκε προ δεκαπενθημέρου στο Παρίσι, σε συνάντηση του διευθυντή της CIA Ουίλιαμ Μπερνς με τους Καταριανούς και Αιγύπτιους μεσολαβητές.

Αμφότεροι οι στόχοι έμειναν δίχως εκπλήρωση. Το υπουργείο Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας εξέδωσε ανακοίνωση, με την οποία καθιστά σαφές ότι η επιθυμητή εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ δεν πρόκειται να υπάρξει πριν από την συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ. Υπενθύμισε έτσι ότι ο οίκος των Σαούντ δεν έχει τις πολιτικές αντοχές να συμπράξει στον ενταφιασμό του Παλαιστινιακού ζητήματος και να υποχωρήσει πίσω από τη μορφή επίλυσής του που προβλέπει η διεθνής συναίνεση. Πόσω μάλλον, που το βασίλειο υπήρξε ο εισηγητής της (εισέτι αναπάντητης) Αραβικής Ειρηνευτικής Πρωτοβουλίας του 2002, η οποία προσφέρει την πλήρη ενσωμάτωση του Ισραήλ στην περιοχή ως κίνητρο και αντάλλαγμα και όχι ως υποκατάστατο της ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους.

Αλλά στην Ιερουσαλήμ ο Άντονι Μπλίνκεν είχε ακόμη βαρύτερα καθήκοντα, εφόσον υποχρεώθηκε να ακούσει αυτοπροσώπως τον Ισραηλινό πρωθυπουργό να απορρίπτει το σχέδιο κατάπαυσης του πυρός και μάλιστα να δηλώνει ότι θέτει τις ένοπλες δυνάμεις σε ετοιμότητα για συνέχιση των επιχειρήσεών τους προς τη Ράφα, στο νότιο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας, με στόχο την “τελική νίκη”. Και αυτό την ίδια ώρα που ο Μπλίνκεν επιμένει ότι υπάρχει “χώρος για συνεννόηση” μεταξύ των εμπλεκόμενων, το Κάιρο τους απευθύνει εκκλήσεις για επίδειξη “ευελιξίας”, ενώ και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες διεκτραγωδεί την πιθανότητα επέκτασης των επιχειρήσεων στη Ράφα, ως κίνηση ραγδαίας επιδείνωσης μιας ήδη εξελισσόμενης ανθρωπιστικής καταστροφής.

Υπενθυμίζεται ότι στη Ράφα, η οποία συνορεύει με την Αίγυπτο και είχε υποδειχθεί αρχικώς προς τους αμάχους ως ασφαλές καταφύγιο, συνωστίζονται στερούμενοι τα απολύτως αναγκαία, τουλάχιστον οι μισοί από τα 2,3 εκατομμύρια των κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας. Επιπλέον, οι συγγενείς των Ισραηλινών ομήρων, που αναδεικνύονται σε όλο και πιο ηχηρή δύναμη στην ισραηλινοί δημόσια ζωή, διαπιστώνουν έμπρακτα ότι οι ζωές των ανθρώπων τους μετρούν για την κυβέρνηση λιγότερο από τον στόχο της “εκρίζωσης της Χαμάς”.

Όμως η επιχειρησιακή αντοχή της Χαμάς (και η πάντοτε ενεργός απειλή της λιβανικής Χεζμπολλάχ στα βόρεια σύνορα) αποτυπώνει το στρατηγικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει ο Νετανιάχου – πέρα και πάνω από τους ιδιοτελείς υπολογισμούς για το προσωπικό του μέλλον ή τις πιέσεις των ακροδεξιών κυβερνητικών του εταίρων. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του στο ότι το Ισραήλ αποτελεί ήδη μια χώρα όπου 100.000 κάτοικοί της είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι. Η “νίκη” την οποία υπόσχεται “εντός ολίγων μηνών” στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η προσδοκία μιας κυβερνητικής εναλλαγής στη Ουάσιγκτον τον Νοέμβριο, ώστε να αμβλυνθούν οι πιέσεις για “ευπρόσωπη διαχείριση της κρίσης” ή και να κλιμακωθεί η άμεση αμερικανική παρέμβαση στην περιοχή.

Άλλωστε, η Χαμάς έδειξε ότι έχει την άνεση να είναι και διπλωματικά επιθετική, καθώς απεδέχθη επί της αρχής το σχέδιο εκεχειρίας ΗΠΑ-Κατάρ-Αιγύπτου, συνοδεύοντάς το από όρους που αποπνέουν μιαν αίσθηση νικητή. Ειδικότερα, η παλαιστινιακή οργάνωση διεκδικεί τον οριστικό τερματισμό των εχθροπραξιών (με απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων και παύση των αεροπορικών επιδρομών) και προτείνει ανταλλαγή των ομήρων σε τρεις φάσεις των 45 ημερών εκάστη (αρχικώς των γυναικών, των παιδιών και των ηλικιωμένων ανδρών, κατόπιν των ανδρών στρατεύσιμης ηλικίας και εντέλει των σορών των θανόντων) με μεγάλο αριθμό Παλαιστινίων κρατουμένων στις ισραηλινές φυλακές και ταχείες κινήσεις αποκατάστασης των υποδομών στη Γάζα, δια της εισόδου αρχικώς 500 φορτηγών ανθρωπιστικής βοήθειας ημερησίως. Μάλιστα γίνεται λόγος και για απελευθέρωση 500 Παλαιστινίων ισοβιτών, στους οποίους κάλλιστα θα μπορούσε να περιλαμβάνεται ο ΜαρουάνΜπαργούτι, μόνος ηγέτης ο οποίος θα μπορούσε να αποκαταστήσει το κύρος της Φάταχ και να επιτύχει την εθνική συμφιλίωση με τη Χαμάς.

Τα πράγματα περιπλέκονται έτι περαιτέρω με την εκδίπλωση των αμερικανικών αντιποίνων για την επίθεση με τρεις νεκρούς την 28η Ιανουαρίου στην βάση Tower 22 στην έρημο της Ιορδανίας. Τα αρχικά αμερικανικά πλήγματα την περασμένη εβδομάδα σε θέσεις Σιιτών πολιτοφυλάκων στο Ιράκ και τη βόρεια Συρία (καθώς και σε στόχους των Χούθι στην Υεμένη το Σαββατοκύριακο) διαδέχθηκε, μετά από ένα τριήμερο ηρεμίας, μία κίνηση σοβαρής κλιμάκωσης την Τετάρτη: η θανάσιμη επίθεση σε συνοικία της Βαγδάτης εναντίον αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαιναν οι ηγέτες της οργάνωσης ΚατάεμπΧεμπολλάχ, Αρκάν ελ Ελαγιάουι και Αμπού ΜπακίραλΣααντί. Για την κυβέρνηση της Βαγδάτης, η οποία ήδη διεκδικεί την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων που είχαν αναπτυχθεί στο Ιράκ για την καταπολέμηση του “Ισλαμικού Κράτους”, η αμερικανική επίθεση αποτελεί πολλαπλή προσβολή στην ακεραιότητα και κυριαρχία της χώρας της, καθώς οι ΚατάεμπΧεζμπολλάχ (και οι λοιπές σιιτικές πολιτοφυλακές) έχουν πλέον ενσωματωθεί στις κρατικές δυνάμεις και αναφέρονται στο υπουργείο Εσωτερικών.

Η δε ειρωνεία του πράγματος έγκειται στο ότι η Κατάεμπ Χεζμπολλάχ είχε μετά την 28η Ιανουαρίου ανακοινώσει ότι αναστέλλει τις αντιαμερικανικές ενέργειες, εισακούοντας τις εκκλήσεις της κεντρικής κυβέρνησης και του Ιράν. Τώρα, η υψηλότερου προφίλ δολοφονία στη Βαγδάτη, μετά από αυτήν του Ιρανού στρατηγού Σολεϊμανί με εντολή Τραμπ το 2020, φέρνει τον γραμματέα του ιρανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στην ιρακινή πρωτεύουσα για διαβουλεύσεις με τους ομολόγους του... 

*(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")