Γιατί το ∆ηµόσιο έχει προχωρήσει σε αναστολή αρκετών πληρωµών; Κάποιοι ψιθυρίζουν ότι στις αιτίες συγκαταλέγεται ότι εκτρέπονται λεφτά σε άλλες, έκτακτες λειτουργικές δαπάνες του ευρύτερου δηµοσίου τοµέα, άλλοι ότι οι Βρυξέλλες ελέγχουν επιµελέστερα τις δαπάνες, άλλοι πάλι υποψιάζονται ότι ίσως µένουν κάποια λεφτά στην άκρη για µη προγραµµατισµένες παροχές, όπως, παράδειγµα, οι προαναγγελθείσες αυξήσεις (των πιο υψηλών) συντάξεων και νέες δόσεις παραδοσιακής επιδοµατικής πολιτικής, περί τα τέλη του έτους

Ο σοβαρότερος πάντως –αν όχι µοναδικός, όπως επισήµως διευκρινίζεται– λόγος είναι τα προβλήµατα που εµφανίστηκαν στο εθνικό σκέλος της χρηµατοδότησης του Προγράµµατος ∆ηµοσίων Επενδύσεων: στα πλαίσια του 5ετούς προγραµµατισµού, πέρυσι, περιφερειάρχες και υπουργοί έβαλαν στο πρόγραµµα ό,τι και όσα ήθελαν και, για να δείξουν έργο ενόψει των περιφερειακών και άλλων εκλογών, έσπευσαν να στριµώξουν το µεγαλύτερο µέρος από αυτά νωρίς. Ετσι «µπούκωσε» το σύστηµα κι άρχισαν να ψιλοαδειάζουν τα ταµεία.

Συµβαίνουν αυτά όταν όλα κινούνται µε βάση τον εκλογικό κύκλο, την ψηφοθηρία, ενώ ο κεντρικός έλεγχος είναι αδύναµος, θα πει κάποιος και θα ’χει δίκιο. Στο τέλος, το υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας και Οικονοµικών θα συντάξει συµπληρωµατικό προϋπολογισµό, ώστε να καλυφθούν οι δαπάνες µε όλους τους τύπους, χωρίς να φανεί ότι εκτινάσσεται το έλλειµµα.

Το θέµα: όταν όλες –παραδοσιακές και έκτακτες– οι µηχανές οικονοµικής µεγέθυνσης είναι εν λειτουργία, όπως το Ταµείο Ανάκαµψης ή δουλεύουν στο φουλ, όπως το Π∆Ε, η ελληνική οικονοµία κινείται µε ρυθµούς της τάξης του 2% µόνο, επενδύσεις που να αυξάνουν το παραγωγικό της δυναµικό δεν γίνονται παρά ελάχιστες και η καθ’ ηµάς ανεργία διατηρείται σταθερά δεύτερη υψηλότερη στην Ευρώπη των 27. Τι σηµαίνουν αυτά;

Υποδηλώνουν ότι όταν πάψουµε να δρέπουµε τους καρπούς του ευρωπαϊκού λεφτόδεντρου (ΤΑΑ) και επανέλθει (όπως ήδη έχει αρχίσει να προσγειώνεται) σε µη προεκλογικούς ρυθµούς η εκτέλεση του Π∆Ε, είναι θεµιτή και εύλογη η πρόβλεψη ότι ο ρυθµός οικονοµικής µεγέθυνσης θα πέσει χαµηλότερα, στη διακεκαυµένη ζώνη του 1%, εκεί που ως µέσος όρος ήταν και τα προηγούµενα 50 χρόνια. Και ο ορατός κίνδυνος, το δηµόσιο χρέος να µην είναι εξυπηρετήσιµο.

Εκεί κατατείνει η τροχιά – που θα ’πρεπε να αλλάξει. Προς τα κει κατατείνει το παραδοσιακό οικονοµικό µοντέλο, της πολύ χαµηλής παραγωγικότητας και, κατά συνέπεια, της εξαιρετικά χαµηλής ανταγωνιστικότητας. Η ουσία, πανθοµολογούµενη: το µοντέλο στηρίζεται κυρίως στην υψηλή κατανάλωση και λιγότερο στις επενδύσεις (εξ ου το επενδυτικό κενό), οι οποίες, πάλι, γίνονται κυρίως στις (έντασης εργασίας, χαµηλής παραγωγικότητας και µικρής προστιθέµενης αξίας) µεταφορές και κατασκευές – και δη στις κατοικίες. Ετσι, χάνουµε ανταγωνιστικότητα, οι εισαγωγές αγαθών αυξάνονται δυσανάλογα µε τις εξαγωγές, το εµπορικό έλλειµµα προκαλεί διαχρονικό άνοιγµα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το τελευταίο διευρύνεται µόλις τσιµπήσει λίγο το ΑΕΠ, εξωθεί σε δηµοσιονοµικά ελλείµµατα και συνεχή αύξηση του απόλυτου µεγέθους του χρέους.

Το µοντέλο: απώλειες ανταγωνιστικότητας, έλλειµµα ισοζυγίου, δηµοσιονοµικά ελλείµµατα και αύξηση του χρέους.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")