Χρόνιες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, ολιγωρίες προηγούμενων κυβερνήσεων, μεγάλες καθυστερήσεις από μπαράζ προσφυγών στη Δικαιοσύνη και υψηλά ρίσκα για τους δυνητικούς επενδυτές από περιβαλλοντικά προβλήματα που γεννήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα στη διεθνή αγορά μετάλλων αλλά και τα υψηλά ενεργειακά κόστη, οδήγησαν σε ναυάγιο την προσπάθεια πώλησης της ΛΑΡΚΟ

Η πάλαι ποτέ κραταιά μεταλλευτική βιομηχανία έχει κοστίσει μέχρι στιγμής στον Ελληνα φορολογούμενο περισσότερα από 600 εκατομμύρια. Χρειάστηκε έτσι μία γενναία πολιτικά αλλά αυτονόητη οικονομικά απόφαση για το οριστικό κλείσιμό της και κατά τον νόμο, αφού η παραγωγή έχει σταματήσει ήδη εδώ και πολύ καιρό. Θα χρειαστούν όμως και νέες, γενναίες αποφάσεις εάν η χώρα αποφασίσει να αξιοποιήσει τον μεταλλευτικό πλούτο σιδηρονικελίου που της απομένει.

Τη Δευτέρα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ανακοίνωσε και επίσημα αυτό που η αγορά πιθανολογούσε ήδη εδώ και μήνες: οι διαγωνισμοί για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ, καθώς και των μεταλλευτικών δικαιωμάτων του Δημοσίου και της μεταλλουργίας της Λάρυμνας ακυρώνονται, καθώς ο προτιμητέος επενδυτής που είχε αναδειχθεί από τις διαδικασίες αυτές (ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και AD Holdings) γνωστοποίησε την περασμένη Παρασκευή με επιστολή του προς τα συναρμόδια υπουργεία ότι απέσυρε το ενδιαφέρον του. Στην επιστολή επισημαίνονται μεταξύ άλλων οι δυσμενείς μεταβολές που μεσολάβησαν στην παγκόσμια αγορά της ενέργειας, των μετάλλων και ιδίως των προϊόντων νικελίου, καθώς και οι αλλεπάλληλες και συνεχιζόμενες εμπλοκές στη δικαιοσύνη. Σχετικά ενημερώθηκε και το ΤΑΙΠΕΔ, προκειμένου να προχωρήσει στη ματαίωση του διαγωνισμού που διεξήγαγε για τα μεταλλευτικά δικαιώματα και τη μεταλλουργία της Λάρυμνας.

Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, «η κυβέρνηση σε συνεργασία με το ΤΑΙΠΕΔ θα προχωρήσει άμεσα στην επισκόπηση και, αν κριθεί απαραίτητο, την επανασχεδίαση της δομής της συναλλαγής με σκοπό την προκήρυξη νέου διαγωνισμού με στόχο την εξεύρεση βιώσιμης λύσης».

Η απόσυρση του επενδυτή έρχεται τεσσεράμισι χρόνια μετά τον Φεβρουάριο του 2020 οπότε και η εταιρεία τέθηκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης. Και ενώ παρήλθαν σχεδόν δύο χρόνια από την ανάδειξη προτιμητέου επενδυτή στους παράλληλους διαγωνισμούς για τη μίσθωση του εργοστασίου της Λάρυμνας (από το ΤΑΙΠΕΔ) και την πώληση των μεταλλείων Εύβοιας και Καστοριάς (από την ειδική διαχείριση). Η ΛΑΡΚΟ τέθηκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης τον Φεβρουάριο του 2020, έπειτα από απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, λόγω της αδυναμίας της να αποπληρώνει συσσωρευμένα χρέη σε προμηθευτές, ασφαλιστικούς οργανισμούς και πιστωτές ύψους 470 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 351,2 εκατ. ευρώ προς τη ΔΕΗ. Την εταιρεία βάρυνε επίσης από το 2014 η απόφαση της Ε.Ε. για την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων ύψους 135 εκατ. ευρώ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει εκδώσει δύο αποφάσεις εις βάρος της Ελλάδας για την υπόθεση της ΛΑΡΚΟ, την πρώτη τον Νοέμβριο του 2017, όπου καταδικάζει την Ελλάδα για μη συμμόρφωση με την απόφαση ανάκτησης των κρατικών ενισχύσεων και τη δεύτερη τον Ιανουάριο του 2022 με την οποία επιδικάζει, λόγω της μη συμμόρφωσης, πρόστιμο εις βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 5.500.000 ευρώ) και χρηματική ποινή ανά εξάμηνο καθυστέρησης μέχρι την πλήρη εκτέλεση της απόφασης (ύψους 4.368.000 ευρώ). Από τον Φεβρουάριο του 2020 που η ΛΑΡΚΟ ετέθη σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης έχει χρηματοδοτηθεί με περισσότερα από 100 εκατ. ευρώ, ποσό που κατά το μεγαλύτερο μέρος του αντιστοιχεί στις αμοιβές των εργαζομένων. Για τους εργαζόμενους, οι οποίοι έχουν εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο απολυθεί νομίμως, αποζημιωθεί αλλά και αμειφθεί περαιτέρω με συμβάσεις ορισμένου χρόνου παρά το γεγονός ότι η παραγωγή είχε σταματήσει, έχει τεθεί σε εφαρμογή από το υπουργείο Οικονομικών πακέτο μέτρων «μεταβατικής κάλυψης» που περιλαμβάνει πρόγραμμα απασχόλησης από τη ΔΥΠΑ σε δημόσιους φορείς, και πρόγραμμα για τη στέγαση και την υγειονομική τους κάλυψη.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")