Επί δεκαετίες το κομμουνιστικό καθεστώς παραμένει πανίσχυρο. Ο σημερινός πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο. Ωστόσο, οι αντιπαραθέσεις πληθαίνουν στο παρασκήνιο. Η οικονομία φαίνεται να ασθμαίνει, οι ρυθμοί ανάπτυξης επιβραδύνονται. Το κύριο ερώτημα είναι εάν μπορεί η σημερινή ηγεσία της Κίνας να αλλάξει πορεία, χωρίς να «καταγγείλει» το συμβόλαιο με τον λαό, το οποίο προβλέπει περιορισμούς στις πολιτικές ελευθερίες, ως αντάλλαγμα για τη διασφάλιση της ατομικής και συλλογικής ευημερίας.
«Μεταβατική περίοδος» για την οικονομία
Όπως επισημαίνει η Κάτια Ντρινχάουζεν, διευθύντρια του Mercator Institute for China Studies (MERICS) με έδρα το Βερολίνο, «η πολιτική του Σι Τζινπίνγκ την περασμένη δεκαετία, παρά τις σημαντικές προόδους στη βιομηχανία και την καινοτομία, αφήνει πίσω της άδεια ταμεία, ένα αυξανόμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης στο εσωτερικό και ένα εντεινόμενο κλίμα αντιπαράθεσης με τη Δύση». Ενίοτε η κινεζική ηγεσία παρασύρεται σε βιαστικές αποφάσεις για να αντιμετωπίσει την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση της κατανάλωσης και την κρίση στην αγορά ακινήτων.
Όπως αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ινστιτούτου MERICS, Μαξ Τσένγεκλαϊν, «η κινεζική οικονομία διανύει μία μεταβατική περίοδο, κατά την οποία μειώνεται η σημασία της αγοράς ακινήτων, ενώ δίνεται έμφαση στην καινοτομία και τη βιομηχανική παραγωγή, που αποτελούν τον πυρήνα ενός νέου οικονομικού μοντέλου». Στις οικονομικές δυσχέρειες προστίθενται όμως και οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες.
Οι δύσκολες σχέσεις με τις ΗΠΑ
Η Κίνα παρακολουθεί με ενδιαφέρον τον προεκλογικό αγώνα στις ΗΠΑ, χωρίς να παίρνει θέση στη «μονομαχία» της Κάμαλα Χάρις με τον Ντόναλντ Τραμπ. Όπως επανειλημμένα έχει τονίσει εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, «η Κίνα δεν αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών». Ασφαλώς το Πεκίνο δεν έχει ξεχάσει ότι, ως πρόεδρος των ΗΠΑ, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ είχε επιβάλει τιμωρητικούς δασμούς στις κινεζικές εξαγωγές. Ως υποψήφιος πρόεδρος απειλεί να εφαρμόσει την ίδια πολιτική.
Η σημερινή αντιπρόεδρος και υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις μάλλον αποφεύγει να θίξει το ζήτημα. Το ζητούμενο για το Πεκίνο δεν είναι απλώς να συνεχίσει την πολιτική του απερχόμενου προέδρου Τζο Μπάιντεν. Διότι και ο Μπάιντεν επέβαλε δασμούς, που είχαν σοβαρές συνέπειες στο εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών, με αποτέλεσμα, για παράδειγμα, να έχουν σταματήσει οι εξαγωγές ηλεκτροκίνητων οχημάτων από την Κίνα στις ΗΠΑ. Από την πλευρά του, το Πεκίνο «απαντά» με περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, που αποτελούν πολύτιμη πρώτη ύλη για τη δυτική βιομηχανία.
Αστάθεια λόγω Μ. Ανατολής και Ουκρανίας
Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία αποτελεί έναν ακόμη πρόσθετο παράγοντα αβεβαιότητας, που επιβαρύνει τις διεθνείς σχέσεις της Κίνας και δυσχεραίνει τις εμπορικές της δραστηριότητες. Ήδη το Πεκίνο, ο σπουδαιότερος εταίρος της Μόσχας σε διεθνές επίπεδο, έχει καταθέσει ειρηνευτικά σχέδια για την Ουκρανία, τα οποία ωστόσο δεν έχουν αποφέρει καρπούς.
Ο Γκοφ Ρέιμπι, πρώην πρεσβευτής της Αυστραλίας στο Πεκίνο, θεωρεί πάντως ότι «η Κίνα μάλλον θα έχει αγανακτήσει με τη (ρωσική) εισβολή στην Ουκρανία, καθώς αυτή παραβιάζει την αρχή της μη ανάμειξης σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, κάτι που αποτελεί πάγια αρχή για την εξωτερική πολιτική του Πεκίνου». Ο Αυστραλός διπλωμάτης εκτιμά ότι η Κίνα είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς τη Δύση, αλλά την ίδια στιγμή έχει συμφέρον να επιβιώσει πολιτικά ο Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς μία ανατροπή σε μία τόσο σημαντική και γειτονική χώρα όπως η Ρωσία θα προκαλούσε περαιτέρω αστάθεια.
Άλλοι πάλι εκτιμούν ότι η στάση της κινεζικής διπλωματίας εξυπηρετεί συγκεκριμένους γεωπολιτικούς στόχους. «Με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και τη Μέση Ανατολή, το Πεκίνο προσπαθεί να εμφανίσει τις δυτικές χώρες και κυρίως τις ΗΠΑ ως παράγοντες αστάθειας, αναδεικνύοντας την Κίνα ως παγκόσμια δύναμη, που εξάγει ασφάλεια και σταθερότητα, ενώ παράλληλα μπορεί να διαμεσολαβεί με χειροπιαστά αποτελέσματα», τονίζει η Μπόνι Γκλάζερ, από το αμερικανικό ινστιτούτο German Marshall Fund.
Απόλυτος κυρίαρχος ο Σι Τζινπίνγκ
Εντός συνόρων, η κυριαρχία του Σι Τζινπίνγκ παραμένει αδιαμφισβήτητη. Ιδιαίτερα μετά το δημοψήφισμα του 2023, που διασφαλίζει την παραμονή στην εξουσία εφ' όρου ζωής, εάν ο ίδιος το επιθυμεί. Όπως λέει η Κάτια Ντρινχάουζεν «ο Σι Τζινπίνγκ κρατάει όλο και πιο γερά τα ηνία του κόμματος, επιστρατεύοντας κάθε τόσο 'πειθαρχικές διαδικασίες' και 'μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς' εναντίον πολιτικών αντιπάλων.
Ο απόλυτος έλεγχος θεωρείται απαραίτητος, προκειμένου το 2049 η Κίνα να γιορτάσει μεγαλοπρεπώς τα 100 χρόνια από την «αναγέννηση» της χώρας. Αυτό είναι το όραμα του Σι Τζινπίνγκ. Πολλοί πιστεύουν ότι ως τότε θα έχει ολοκληρωθεί και η «επανένωση», με την προσάρτηση της Ταϊβάν. Ήδη σήμερα το Πεκίνο θεωρεί «κινεζικό έδαφος» τη νήσο της Ταϊβάν και απειλεί με εισβολή, σε περίπτωση που η «επανένωση» δεν υλοποιηθεί με ειρηνικό τρόπο.
(από Deutsche Welle)