Παρά το αφήγημα για ισχυρή οικονομία και αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας,το έλλειμμα στο ισοζύγιο αναδεικνύει μια σειρά από παθογένειες που δεν έχουν αντιμετωπιστεί έως τώρα υπονομεύοντας την ανάπτυξη ενώ αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους που δεν έχει πάρει ακόμα την επενδυτική βαθμίδα από τη Moodys. Τούτο διότι το έλλειμμα δεν έχει συγκυριακά αλλά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, μαζί με το ύψος του χρέους αλλά και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι οι τρεις ακραίες μακροοικονομικές ανισορροπίες, της ελληνικής οικονομίας.
Αντί να μειώνεται..αυξάνεται
Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών είναι ένα σημαντικό μακροοικονομικό μέγεθος που μετρά την σχετική θέση μια χώρας σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο αντανακλώντας τις παραγωγικές δυνατότητες και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας .Το έλλειμμα που συνεχώς διογκώνεται αποκαλύπτει μία χώρα που ι καταναλώνει περισσότερα από όσα εξοικονομεί από τους ιδίους πόρους . Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον καθρέπτη της οικονομίας μιας χώρας, καθώς αφορά το σύνολο των ιδιωτικών και κρατικών δραστηριοτήτων.
Την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,3 δισεκ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 8,6 δισεκ. ευρώ. Μόνο τον μήνα Ιούλιο, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 600,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 και διαμορφώθηκε σε 246,2 εκατ. ευρώ.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε, λόγω της μεγαλύτερης αύξησης των εισαγωγών σε σχέση με την αύξηση των εξαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 8,3% (5,9% σε σταθερές τιμές), ενώ οι εισαγωγές αγαθών παρουσίασαν αύξηση κατά 8,4% (10,6% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν αύξηση κατά 7,5% (4,8% σε σταθερές τιμές), ενώ οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 13,6% (13,2% σε σταθερές τιμές).
Δεν είναι τυχαίο ,ότι ο διευθύνων σύμβουλος της Μetlen Ευαγγελος Μυτιληναίος,σε πρόσφατη παρέμβαση του,εξέφρασε την πεποίθηση ότι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας θα κριθεί στο "μέτωπο" του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, γιατί μόνο όταν αυτό ισοσκελιστεί η Ελλάδα θα έχει παραγωγικότητα αντάξια των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ.Στο ίδιο μήκος κύμματος και ο διοικητής τηςΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας μίλησε για την ανάγκη οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να διοχετευτούν έγκαιρα σε παραγωγικές επενδύσεις, επισημαίνει ξανά με έμφαση η Τράπεζα της Ελλάδος αφού μόνο έτσι θα αναστραφεί το φαινόμενο ένα παλιό μέλος της ΕΕ όπως η Ελλάδα, να συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στην τελευταία έκθεσή του διοικητή, επισημαίνεται αρχικά αυτό που είναι ήδη γνωστό: "Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρότι υποχώρησε το 2023, αναμένεται να παραμείνει σε επίπεδα άνω του 5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, κυρίως εξαιτίας των αυξημένων εισαγωγών που συνδέονται με την υλοποίηση των επενδύσεων που σχετίζονται με το TAA" ανεφερε στην έκθεση του.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτυπώνει το «δούναι και λαβείν» της χώρας με όλο τον υπόλοιπο κόσμο ,αφορά τις πληρωμές από και προς την Ελλάδα για αγαθά, υπηρεσίες, κεφάλαια και πάσης φύσεως χρηματοοικονομικές εισροές και εκροές. Προέρχεται κυρίως από το Ισοζύγιο Αγαθών εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων. Οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής παραγωγής και στο υψηλό ποσοστό εισαγόμενου περιεχομένου των ελληνικών εξαγωγών. Παρότι το ισοζύγιο υπηρεσιών, κυρίως μέσω των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, συνεισφέρει θετικά στο ΙΤΣ, αυτό δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει το συνολικό έλλειμμα. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανισορροπία, η ελληνική οικονομία πρέπει να αναδιαρθρώσει την παραγωγική της δομή, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος.
Η εκθεση του ΚΕΠΕ
Το ΚΕΠΕ, καταγράφει, σε ανάλυσή του πως την περίοδο μεταξύ 2020-23, καταγράφεται μια αναζωπύρωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.Ειδικότερα, το μέσο ετήσιο επίπεδο ελλείμματος ήταν 7,5% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτα μεγέθη διαμορφώθηκε σε 14,61 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ανάλυση, την πρώτη περίοδο μεταξύ 2007-08, κατά την οποία καταγράφεται ιστορικά υψηλό επίπεδο ελλείμματος άγγιξε το 15,15% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτα μεγέθη διαμορφώθηκε σε 35,95 δισ. ευρώ.
Την περίοδο μεταξύ 2009-12, καταγράφεται μια πορεία συρρίκνωσης του ελλείμματος. Ειδικότερα, το μέσο ετήσιο επίπεδο ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών ήταν 8,69% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτα μεγέθη διαμορφώθηκε σε 19,11 δισ. ευρώ.
Την περίοδο μεταξύ 2013-19, καταγράφεται ιστορικά χαμηλό επίπεδο ελλείμματος, καθότι ήταν στο 1,58% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτα μεγέθη διαμορφώθηκε σε 2,82 δισ. ευρώ.
Η ανισορροπία του Ισοζυγίου Αγαθών οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες: i) το υψηλό επίπεδο των ελληνικών εισαγωγών, ii) τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με τις τιμές και το κόστος των ελληνικών προϊόντων.
Διότι αν και είχαμε σημαντική βελτίωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας τιμών και κόστους αυτή δεν οδήγησε σε ανάλογη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών. Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στο ότι η μετακύλιση των μεταβολών του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις τιμές παραγωγών και εξαγωγών παραμένει ατελής, αντανακλώντας παράγοντες όπως (α) η διατήρηση των εμποδίων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και (β) οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων, iii) το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών, iv) η εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής παραγωγής, v) ο χαμηλός βαθμός εξαγωγικής διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων, vi) η ενεργειακή εξάρτηση της οικονομίας.
Ένας σημαντικός παράγοντας επιδείνωσης του Ισοζυγίου Αγαθών είναι το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγωγών, το οποίο είναι υψηλό, η Ελλάδα έχει το 4ο υψηλότερο ποσοστό εισαγωγικού περιεχομένου στην παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων της, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρωζώνης, επιπλέον αυτό δείχνει μια αυξητική τάση.
Αυτή η εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από ξένα αγαθά έχει αρνητικές επιπτώσεις σε μια σειρά παραμέτρων, όπως η απασχόληση, η παραγωγική βάση της οικονομίας, η ανταγωνιστικότητα, και ο βαθμός ευαισθησία της χώρας σε εξωτερικές διαταραχές.
Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι η εισαγόμενη συνιστώσα των εξαγωγών είναι υψηλή, ένα σημαντικό μέρος των κερδών από τις εξαγωγές διοχετεύεται σε ξένες οικονομίες, μειώνοντας έτσι τα οφέλη για την εγχώρια οικονομία. Η κατάσταση αυτή θα πρέπει να αναστραφεί, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής με κάθε διαθέσιμο μέσο.
Όσον αφορά την εξαγωγική εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας, αναφορικά με τα μερίδια εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση σε σύγκριση με τις 20 χώρες της Ευρωζώνης. Επιπλέον, τα μερίδια εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων συρρικνώνονται σταθερά.
Η βαθιά οικονομική ύφεση είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, έπληξε και τον βιομηχανικό τομέα της οικονομίας. Ο ρυθμός συρρίκνωσης των μεριδίων των ελληνικών εξαγωγών βιομηχανοποιημένων προϊόντων, πριν και μετά τη βαθιά ύφεση, ανήλθε στο 31,3%. Παρά τη επιβράδυνση αυτής της αρνητικής τάσης, η μείωση συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.