Οι αγορές πετρελαίου διαθέτουν πλεονάζουσα παραγωγή που συμβάλλει στη σταθεροποίηση των τιμών, παρά την κρίση στο Μεσανατολικό, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να δυσκολέψουν από μια κλιμάκωση των εχθροπραξιών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν

Σύμφωνα με ναυλομεσίτες της Poten & Partners, η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου έχει παραμείνει στάσιμη λόγω της γενικής τάσης προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και της μείωσης της ζήτησης από την Κίνα, ενώ την ίδια ώρα ο στόλος των δεξαμενόπλοιων είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων, κάτι που δεν τρομάζει τη ναυτιλιακή βιομηχανία.

Το Ιράν παράγει σήμερα περίπου 4 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως (Mb/d), εκ των οποίων τα 2 Mb/d εξάγονται, κυρίως στην Κίνα. Παράλληλα, μέρος του ιρακινού πετρελαίου διακινείται σε μεγάλο βαθμό από τον «σκοτεινό στόλο», που μπορεί να είναι εκτός αγοράς, αλλά κάτι τέτοιο θα αυξήσει περαιτέρω τις τιμές.

Τα Στενά του Ορμούζ

Οι αναλυτές της Poten & Partners επισημαίνουν ότι οι εξελίξεις στην αγορά «μαύρου χρυσού» θα μπορούσαν να γίνουν δυσκολότερες αν το Ιράν έκλεινε τα Στενά του Ορμούζ, το πιο σημαντικότερο σημείο διέλευσης πετρελαίου στον κόσμο, αφού μια τέτοια απόφαση θα διέκοπτε τις ροές πετρελαίου και από άλλους παραγωγούς της Μέσης Ανατολής, ενώ θα ήταν αρκετά επιζήμια και για την αγορά των δεξαμενοπλοίων που θα πρέπει να ακολουθήσουν μεγαλύτερες διαδρομές.

Επίσης, κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αύξηση των τιμών πετρελαίου και εμπλοκή και άλλων υπερδυνάμεων στη σύγκρουση.

Σύμφωνα με την Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ, περίπου το 21% του παγκόσμιου υγρού πετρελαίου (αργό πετρέλαιο, συμπυκνώματα και προϊόντα πετρελαίου) ταξιδεύει μέσω της συγκεκριμένης ναυτιλιακής οδού.

Σημειώνεται ότι ένα κλείσιμο το Στενών του Ορμούζ θα άφηνε την Κίνα εκτεθειμένη, καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής, ενώ από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ διαθέτουν συμμάχους στην περιοχή και δεν θέλουν μια εκτόξευση στις τιμές του πετρελαίου.

Αναλυτές του ναυλομεσιτικού οίκου Xclusiv shipbrokers αναφέρουν ότι η πρόσφατη άνοδος των τιμών του πετρελαίου, με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για το αργό WTI να ξεπερνούν τα 74 δολάρια ανά βαρέλι και να διαπραγματεύονται σε υψηλό τεσσάρων εβδομάδων, τροφοδοτείται από τις ανησυχίες για την επέκταση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή.

Οι ναύλοι

Στην αγορά δεξαμενόπλοιων έχει ήδη σημειωθεί και σημαντική αύξηση των ναύλων, καθώς με τη συνέχιση και την κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων στην περιοχή διαταράσσεται το θαλάσσιο εμπόριο.

Οι ναύλοι για τα VLCC, Suezmax και Aframax του Baltic Exchange βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο τους από τις 4 Ιουνίου, 17 Ιουλίου και 27 Ιουνίου αντίστοιχα, έχοντας 11%, 53% και 97% αύξηση μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα.

Αν και η πρόσφατη άρση στις λιβυκές πετρελαιοπηγές και τους τερματικούς σταθμούς προσφέρει κάποια ανάσα, οι απειλές του Ισραήλ για χτύπημα σε πετρελαϊκές υποδομές του Ιράν, αλλά και τα πιθανά αντίποινα της Τεχεράνης έχουν προκαλέσει ρίγη στις αγορές.

Τα ιρανικά δεξαμενόπλοια εξαφανίστηκαν γύρω από τον μεγαλύτερο τερματικό σταθμό εξαγωγής αργού της χώρας, αφού οι εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών δημιούργησαν φόβους για επικείμενη ισραηλινή επίθεση στις ενεργειακές υποδομές. Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι εικόνες από το marine traffic έδειχναν τουλάχιστον 10 μεγάλα δεξαμενόπλοια στο αγκυροβόλιο στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Μέχρι το τέλος της περασμένης εβδομάδας, τα VLCCs που ελέγχονταν από την Iranian National Tanker Co είχαν φύγει.

Το νησί Kharg είναι μακράν η σημαντικότερη εγκατάσταση εξαγωγής πετρελαίου του Ιράν. Πρόσφατα δεδομένα AIS δείχνουν ότι η ναυτιλία πετρελαιοφόρων έχει πλέον εκκενώσει την περιοχή.

Οι κρίσεις στη Διώρυγα του Σουέζ

Η πρώτη κρίση του Σουέζ συνέβη το 1956-1957, όταν ο Αιγύπτιος πρόεδρος εθνικοποίησε τη Διώρυγα του Σουέζ και την έκλεισε για πέντε μήνες αναγκάζοντας τα δεξαμενόπλοια για πρώτη φορά να ταξιδεύουν γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.

Επίσης η Διώρυγα του Σουέζ έκλεισε και πάλι μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, για οκτώ χρόνια.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι επιχειρήσεις δεξαμενόπλοιων ανέπτυξαν εναλλακτικές διαδρομές και οι πλοιοκτήτες κατασκεύαζαν όλο και μεγαλύτερα πλοία για να μεγιστοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακας.

Αυτό προκάλεσε τη στροφή προς τα VLCC (Very Large Crude Carriers) και ULCC (Ultra Large Crude Carriers).

Όταν η Διώρυγα του Σουέζ άνοιξε επιτέλους, τα μεγάλα αυτά πλοία δεν μπορούσαν να περάσουν από αυτήν, καθιστώντας πολλές από τις αλλαγές στις εμπορικές διαδρομές μόνιμες.

Πιο πρόσφατα, οι επιθέσεις των Χούθι κατά της εμπορικής ναυτιλίας στην Ερυθρά Θάλασσα έχει και πάλι επηρεάσει τη ναυτιλιακή κίνηση των τάνκερ που διέρχονται από τη Διώρυγα του Σουέζ.


(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")