Το χάσμα που χωρίζει την ΕΕ από τις άλλες παραγωγικές δυνάμεις, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι γνωστό. Αυτό το χάσμα δεν αφορά σε ένα και μόνο ζήτημα αλλά είναι πολυπαραγοντικό, από το υψηλότατο ενεργειακό κόστος μέχρι την απουσία εφοδιαστικών αλυσίδων. Και μετουσιώνεται σε ορισμένες εμβληματικές περιπτώσεις, όπως η πολυσυζητημένη Northvolt. Η σουηδική κατασκευάστρια μπαταριών θεωρούνταν η ευρωπαϊκή απάντηση στους ασιατικούς κολοσσούς όπως η CATL και η Samsung, έχοντας συγκεντρώσει το ποσό ρεκόρ των 15 δις δολαρίων σε δάνεια, επενδύσεις, και επιδοτήσεις. Εντέλει, όπως γράψαμε χθες, η Northvolt πλέον βρίσκεται αντιμέτωπη με το σενάριο της χρεωκοπίας, αναδεικνύοντας όλα τα δεινά της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Η περίπτωση της Northvolt, αλλά και μία σειράς άλλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, καθιστά σαφές πως οι δασμοί δεν είναι η λύση. Ακόμα και αν η ΕΕ απαγόρευε τις εισαγωγές κινεζικών, κορεατικών, ή οποιασδήποτε άλλης προέλευσης μπαταριών, αυτό δεν θα έλυνε το βασικό πρόβλημα της Northvolt, η οποία δυσκολεύεται ακόμα και να φτάσει ακόμα και το 6% των δυνητικών παραγωγικών της ικανοτήτων. Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρχουν ευρωπαϊκές εταιρείες που να μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση της ηπείρου με σχετικά ανταγωνιστικό κόστος, η ευρωπαϊκή αγορά δεν θα μπορεί να λειτουργήσει.
Για την ευρωπαϊκή βιομηχανία το πραγματικό ζήτημα είναι το κόστος της πράσινης μετάβασης. Όπως εξηγούν, η ευρωπαϊκή ηγεσία είχε πολύ φιλόδοξα σχέδια, χωρίς όμως να λάβει υπόψη τον λογαριασμό. Αντιθέτως, η Κίνα και οι ΗΠΑ (πιο πρόσφατα) επενδύσουν εκατοντάδες δις σε αυτή τη διαδικασία. Σύμφωνα με πειράματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αν η Κίνα αύξανε τις επιδοτήσεις της προς την αυτοκινητοβιομηχανία στο ίδιο επίπεδο με εκείνες προς τα φωτοβολταϊκά, τότε η ευρωπαϊκή παραγωγή EVs θα μειωνόταν κατά 70% και το μερίδιο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στη διεθνή αγορά θα μειωνόταν κατά 30%.
Ωστόσο, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονται να κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση, περιορίζοντας τα κίνητρα που έδιναν για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση πάτησε φρένο στην απαγόρευση των καυστήρων πετρελαίου και φυσικού αερίου εξαιτίας των κοινωνικών αντιδράσεων, με τις εγκαταστάσεις των αντλιών θερμότητας να μειώνονται δραματικά. Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καθώς οι ευρωπαϊκές πηγές χρηματοδότησης αρχίζουν να στερεύουν.
Επιστρέφοντας στο παράδειγμα της Northvolt, η εταιρεία υπολόγισε πως αν εντασσόταν στο καθεστώς του αμερικανικού νόμου IRA, θα λάμβανε 8 δις σε επιδοτήσεις για ένα και μόνο εργοστάσιο. Πιο ανησυχητικά, η ΕΕ υποχωρεί ακόμα και σε τομείς που θεωρούταν πρωτοπόρα σε διεθνές επίπεδο, με τις επενδύσεις σε έργα υδρογόνου να μειώνονται στο 10% κατά τη διετία 2020-2022 από τα 2/3 του συνόλου κατά την περίοδο 2015-2019, δηλαδή πριν καν ψηφιστεί η Πράσινη Συμφωνία!
Όπως εξηγεί ο CEO της Maersk, Βίνσεντ Κλερκ, η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο δίλημμα. Είτε θα εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στην τακτική των δασμών, παράγοντας ακριβά προϊόντα και διαιωνίζοντας τις μεθόδους του παρελθόντος, είτε θα επενδύσει στην καινοτομία ώστε να δημιουργήσει νέους ισχυρούς παίκτες στην παγκόσμια βιομηχανία.