Μια κινεζική εταιρεία εξόρυξης διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά κοβαλτίου, προκαλώντας ανησυχία στις ΗΠΑ ότι θα αποκοπούν από την εκμετάλλευση του πολύτιμου για τη μετάβαση στις πράσινες τεχνολογίες μετάλλου. Αμερικανοί αξιωματούχοι κατηγορούν τον όμιλο CMOC με έδρα την Κίνα ότι υπερφόρτωσε την αγορά για να δυσκολέψει τους ανταγωνιστές να επενδύσουν στην παραγωγή κοβαλτίου, το οποίο χρησιμοποιείται σε μαχητικά αεροσκάφη, πυρομαχικά, drones, αλλά και μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων

«Οι παίκτες είναι νέοι, αλλά το εγχειρίδιο παλιό», λέει ο Χοσέ Φερνάντες, υφυπουργός των ΗΠΑ αρμόδιος για τη διεθνή ενεργειακή πολιτική. «Αυτή η ληστρική συμπεριφορά όχι μόνο βλάπτει τον ανταγωνισμό, αλλά θέτει επίσης σε κίνδυνο την ενεργειακή μετάβαση της Αμερικής», προσθέτει. Η CMOC λέει ότι εξορύσσει ένα υποπροϊόν του χαλκού και ότι ενεργεί υπεύθυνα. Για την Ουάσιγκτον, όμως, η ξαφνική ανάδυση μιας μυστηριώδους εταιρείας στη βιομηχανία εξόρυξης αποτελεί αντικείμενο μελέτης για το πώς εξαπλώνονται οι κινεζικές εταιρείες σε όλο τον κόσμο, συχνά για να τροφοδοτήσουν τον κατασκευαστικό κλάδο της χώρας.

Το κοβάλτιο, που χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες για να εμπλουτίσει με έντονο μπλε χρώμα τα γυαλιά, το σμάλτο και τα κεραμικά, βρήκε έναν σύγχρονο ρόλο στις μπαταρίες EV, επειδή η υψηλή ενεργειακή του πυκνότητα βοηθά τα οχήματα να ταξιδεύουν μακρύτερα με μία μόνο φόρτιση. Σημειωτέον ότι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής μπαταριών EV στον κόσμο, η κινεζική CATL, κατέχει σχεδόν το ένα τέταρτο της CMOC μέσω θυγατρικής. Η CMOC άρχισε να αναπτύσσεται έπειτα από δύο μεγάλες αγορές στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό από τη Freeport-McMoRan με έδρα το Φοίνιξ. Η πρώτη έγινε το 2016 για 2,65 δισ. δολάρια, ενώ ακολούθησε νέα συμφωνία ύψους 550 εκατ. δολαρίων τέσσερα χρόνια αργότερα.

Το πολύτιμο μέταλλο χρησιμοποιείται σε μαχητικά αεροσκάφη, πυρομαχικά, drones, αλλά και μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων.

Η CMOC αναμένεται να εξορύξει περίπου 92.000 μετρικούς τόνους κοβαλτίου στο Κονγκό το 2024, ή το 38% της παγκόσμιας προσφοράς ορυχείων, σύμφωνα με την Benchmark Mineral Intelligence. Με την προσφορά να αυξάνεται, οι τιμές του κοβαλτίου αγγίζουν χαμηλό οκταετίας και Δυτικοί αξιωματούχοι λένε ότι η απόφαση της εταιρείας να αυξάνει τις πωλήσεις κοβαλτίου, αντί να συγκρατεί περισσότερα αποθέματα, εμποδίζει τις επενδύσεις άλλων. Η απόφαση της Κίνας πέρυσι να περιορίσει τις εξαγωγές γαλλίου, γερμανίου και γραφίτη (ορυκτά που απαιτούνται για τσιπ και μπαταρίες υψηλής απόδοσης) ήταν μια υπενθύμιση της κυριαρχίας της στους ορυκτούς πόρους και της ικανότητάς της να προκαλεί αναστάτωση στη Δύση.

Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας, έχουν δημιουργήσει μια συνεργασία για να ενισχύσουν τις προμήθειες κρίσιμων ορυκτών όπως το κοβάλτιο, με την αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις να προτείνει τη δημιουργία ενός εθνικού αποθέματος κρίσιμων ορυκτών, αξιοποιώντας μια ιδέα που έχει συζητηθεί από πολιτικούς και των δύο κομμάτων. Η CMOC «γεννήθηκε» το 1969 ως κρατικός ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης που επεξεργαζόταν μολυβδαίνιο, το οποίο χρησιμοποιείται για να κάνει τον χάλυβα ισχυρότερο και λιγότερο πιθανό να σκουριάσει. Μια εταιρεία ιδιωτικών μετοχών με έδρα τη Σαγκάη, η Cathay Fortune, απέκτησε ηγετικό μερίδιο το 2004 για λιγότερο από 30 εκατ. δολάρια. Σήμερα αποτιμάται σε περισσότερα από 20 δισ. δολάρια, με δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο, και ο 63χρονος Γιου Γιονγκ, ο οποίος ελέγχει την Cathay Fortune, μπήκε στη χρυσή λίστα δισεκατομμυριούχων του Forbes. Ο διευθύνων σύμβουλος της CMOC, Σουν Ρουιγέν, τονίζει ότι η μοίρα της εταιρείας του συνδέεται με τις εθνικές φιλοδοξίες της Κίνας.

(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)