το μεταβατικό καύσιμο, ενώ φαίνεται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παύση των αδειοδοτήσεων για νέες εξαγωγές LNG από την κυβέρνηση Μπάϊντεν.
Τον Ιανουάριο του 2024, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε πως παύει την έκδοση νέων αδειών για έργα εξαγωγών ΥΦΑ από την Αμερική. Η απόφαση αυτή έθεσε υπό αμφισβήτηση την πρόσφατα αποκτηθείσα θέση των ΗΠΑ ως του μεγαλύτερου εξαγωγέα LNG, με την Αυστραλία και το Κατάρ να ακολουθούν από κοντά στη δεύτερη και την τρίτη θέση αντίστοιχα. Αναμενόμενα, οι αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αγορά φυσικού αερίου, μεταξύ αυτών και κολοσσοί όπως η Chevron και η ExxonMobil, είχαν επικρίνει την απόφαση του Μπάϊντεν, προειδοποιώντας για τις επιπτώσεις της στην αμερικανική οικονομία και γεωπολιτική. Πλέον, ο βασικός λόγος που ο Μπάϊντεν έλαβε αυτή την αμφιλεγόμενη απόφαση έγινε γνωστός, προκαλώντας ένα νέο κύμα αντιδράσεων.
Ο λόγος για ένα επιστημονικό άρθρο με τίτλο «Το αποτύπωμα αερίων του θερμοκηπίου του ΥΦΑ που εξάγεται από τις ΗΠΑ» του καθηγητή Ρόμπερτ Χόγουαρθ από το Πανεπιστήμιο Cornell, το οποίο δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Energy Science & Engineering. Όπως είθισται, το άρθρο έπρεπε να περάσει από πολύμηνο ανεξάρτητο έλεγχο από άλλους επιστήμονες πριν δημοσιευτεί, με τον Χόγουαρθ να αναφέρει πως οι διορθώσεις του άρθρου προήλθαν από έξι άλλους ακαδημαϊκούς. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, η κυβέρνηση Μπάϊντεν είχε διαβάσει ένα αρχικό προσχέδιο του άρθρου για να αποφασίσει σχετικά με τις εξαγωγές LNG.
Αξίζει να σημειωθεί πως και η τελική διορθωμένη μορφή του άρθρου καταλήγει πως οι ρύποι του ΥΦΑ ξεπερνούν κατά 33% τους ρύπους του άνθρακα κατά το διάστημα μίας εικοσαετίας. Το συμπέρασμα αυτό είναι αντίθετο με το παραδοσιακό επιχείρημα των εταιρειών ορυκτών καυσίμων, οι οποίες διαφημίζουν το φυσικό αέριο ως τη λιγότερο ρυπογόνο εναλλακτική. Σύμφωνα με τον Χόγουαρθ, το στοιχείο-κλειδί είναι το μεθάνιο. Μολονότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι χαμηλότερες κατά την καύση φυσικού αερίου συγκριτικά με την καύση άνθρακα, το φυσικό αέριο περιέχει πολύ μεγαλύτερες ποσότητες μεθανίου.
Παρά τη μειωμένη προσοχή που λαμβάνει σε σχέση με τον άνθρακα, το μεθάνιο είναι ένα εξίσου επικίνδυνο αέριο του θερμοκηπίου. O διοξείδιο του άνθρακα μπορεί να μείνει στην ατμόσφαιρα για τουλάχιστον 300 χρόνια, φτάνοντας και τη χιλιετία, ενώ το μεθάνιο μένει για περίπου 12 χρόνια. Ωστόσο, το μεθάνιο μπορεί να απορροφήσει πολύ περισσότερη θερμότητα σε σχέση με το διοξείδιο, με συνέπεια να συνεισφέρει πολύ πιο δραστικά στην άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Σύμφωνα με υπολογισμούς, μέσα σε μία εικοσαετία, το μεθάνιο είναι 80 φορές πιο ισχυρό από το διοξείδιο. Το δεδομένο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τη σημερινό διακύβευμα της απανθρακοποίησης, δηλαδή τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας στον 1,5℃.
Η δημοσίευση του άρθρου έχει προκαλέσει νέες αντιδράσεις από τους πολέμιους της απόφασης Μπάϊντεν. Το λόμπι των ορυκτών καυσίμων, το οποίο συχνά κατηγορείται για απόκρυψη στοιχείων ή ψευδή ενημέρωση όσον αφορά στο θέμα των ρύπων, δηλώνει πως η ενεργειακή πολιτική των ΗΠΑ δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα μόνο άρθρο. Παρόμοιες ήταν και οι αντιδράσεις των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι ελπίζουν ότι το ζήτημα των ορυκτών καυσίμων μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά σε συγκεκριμένες κρίσιμες πολιτείες όπως η Πενσυλβάνια. Αντιθέτως, ο Χόγουαρθ και άλλοι επιστήμονες υπερασπίζονται τα ευρήματά του, τα οποία βασίζονται σε μία διαφορετική μεθοδολογική προσέγγιση.
Ο Χόγουαρθ δεν δίστασε να αμφισβητήσει τους αριθμούς ρύπων που υποβάλουν εθελοντικά οι μεγάλες εταιρείες ορυκτών καυσίμων, καθώς διαφέρουν σημαντικά από τα στοιχεία των ανεξάρτητων παρατηρητών. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η κατεστημένη πλέον άποψη για το φυσικό αέριο αμφισβητείται, καθώς άλλες πρόσφατες έρευνες επικρίνουν τις μεθόδους μέτρησης των παραγωγών φυσικού αερίου.
Αν η άποψη του Χόγουαρθ αποκτήσει περισσότερους υποστηρικτές, ειδικά μεταξύ των κλιματικών τεχνοκρατών στις δύο ακτές του Ατλαντικού, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μία δραματική αναπροσαρμογή της ατζέντας για την πράσινη μετάβαση. Καθώς το φυσικό αέριο θεωρείται το μεταβατικό καύσιμο για τις επόμενες δεκαετίες, και δεδομένου πως η Ευρώπη αναγκάζεται να εισάγει περισσότερο LNG μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η παραδοχή ότι αποτελεί εξίσου επικίνδυνο ρυπαντή θα σήμαινε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής διέπραξαν ένα σοβαρότατο λάθος.