Συμπληρώνοντας μία δεκαετία στον θρόνο, ο Βασιλιάς Σάλμαν της Σαουδικής Αραβίας μπορεί με βεβαιότητα να χαρακτηριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές της χώρας. Παραδόξως, ο Βασιλιάς Σαλμάν είναι ένας από τους λιγότερο ορατούς μονάρχες στην ιστορία της χώρας, με τον γιό του, Πρίγκιπα-Διάδοχο Μοχάμεντ μπιν-Σάλμαν, 

γνωστό και ως ‘MBS’ στα διεθνή ΜΜΕ, να αποτελεί το πρόσωπο της Σαουδικής Αραβίας στον κόσμο. Έχοντας περάσει κάποια “ταραγμένα” πρώτα χρόνια μετά την άνοδο του πατέρα του, ο MBS κατάφερε μέσα σε σύντομο χρόνο να αναδειχθεί στον άνθρωπο που λαμβάνει τις σημαντικότερες αποφάσεις στο Βασίλειο, προωθώντας το δικό του όραμα για το μέλλον της χώρας και εφαρμόζοντας ένα από τα πιο φιλόδοξα προγράμματα ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Με τον απλό αλλά εύστοχο τίτλο ‘Vision 2030’, ο MBS εγκαινίασε το 2016 ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων και έργων με σκοπό να αλλάξει δραματικά την οικονομία, και ως εκ τούτου την κοινωνία της Σαουδικής Αραβίας. Ο κεντρικός στόχος του Vision 2030 είναι η απεξάρτηση της σαουδαραβικής οικονομίας από τα κέρδη που προέρχονται από το πετρέλαιο, μετατρέποντας το Βασίλειο σε έναν διεθνή ηγέτη σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικούς τομείς όπως ο τουρισμός, η τεχνολογία, και η ψυχαγωγία.

 

Με μία πρώτη ματιά, το σχέδιο του MBS για απαγκίστρωση από τα έσοδα του πετρελαίου ήταν πολύ λογικό: Τόσο τα εντεινόμενα καλέσματα των αναπτυγμένων κοινωνιών για μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων και στροφή προς πιο περιβαλλοντικά φιλικές λύσεις, όσο και η σταδιακή απομάκρυνση των ΗΠΑ από τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, προμήνυαν μία σαφή μετάλλαξη της περιοχής.

Όταν ξεκινούμε το Vision 2030, οι διεθνείς αναλυτές προέβλεπαν επενδύσεις που θα άγγιζαν τα 2 τρις δολάρια προκειμένου να υλοποιηθούν όλα τα διαφορετικά κομμάτια του σχεδίου. Οκτώ χρόνια αργότερα, οι συνολικές επενδύσεις που έχουν ξεκινήσει φτάνουν το 1,3 τρις δολάρια, με τον χρόνο πλέον να μετράει αντίστροφα, καθώς το τέλος της δεκαετίας πλησιάζει. Ωστόσο, η εκτέλεση του σχεδίου δεν είναι ανέφελη, με ορισμένους να αμφισβητούν τη βιωσιμότητά του. Το βασικό ζήτημα είναι οι συνεχώς πτωτικές τιμές του πετρελαίου.

Η Σαουδική Αραβία παραμένει οικονομικά εξαρτημένη από το πετρέλαιο, με το 60% των εσόδων του κράτους να συνδέεται με το ορυκτό καύσιμο σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ενημέρωση του Υπουργείο Οικονομίας της χώρας. Ως εκ τούτου, η συνεχιζόμενη μείωση της τιμής του αργού παρασύρει και τη δημοσιονομική ευρωστία του Βασιλείου, με το ΔΝΤ να εκτιμά πως η Σαουδική Αραβία χρειάζεται τιμές που να κινούνται στα 96 δολάρια το βαρέλι ώστε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της. Για το β ’τρίμηνο του 2024, το έλλειμμα της Σαουδικής Αραβίας έφτανε τα 4 δις δολάρια.


Τα έσοδα της Σαουδικής Αραβίας. Πηγή: Arab News.

 

Η νέα οικονομική πραγματικότητα έχει οδηγήσει και σε μία σταδιακή αλλαγή στο Vision 2030. Παρόλο οι υπεύθυνοι διαβεβαιώνουν για τη συνέχιση και την ολοκλήρωση του σχεδίου, ο MBS και το επιτελείο του αρχίζουν να αυστηροποιούν τα κριτήρια αξιολόγησης των διάφορων έργων. Για παράδειγμα, πολλοί από τους εμπλεκόμενους οργανισμούς του Βασιλείου έχουν αρχίσει να μειώνουν το ανθρώπινο δυναμικό τους, ιδιαίτερα τον “στρατό” συμβούλων που είχαν φτάσει στη Σαουδική Αραβία μετά την έναρξη του Vision 2030.

Αναμενόμενα, οι εξελίξεις αυτές ανησυχούν αρκετούς από τους εργολάβους και τους επενδυτές, ενώ άλλοι καλωσορίζουν αυτές τις προσαρμογές ως αναγκαίες για την υλοποίηση του σχεδίου, ειδικά όσο πλησιάζει το έτος-ορόσημο του 2030. Από την άλλη, πολλοί αναλυτές εξηγούν πως το Vision 2030 είναι τόσο φιλόδοξο και δραστικό ώστε είναι λογικό να απαιτεί μακροχρόνιες και κοστοβόρες προσπάθειες. Εξάλλου, οι πολιτικές του MBS έχουν ήδη επιφέρει θετικά αποτελέσματα, όπως η εντυπωσιακή αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, αλλά και η μείωση της ανεργίας ευρύτερα.

 

Αυτό που τονίζουν τώρα οι οικονομολόγοι είναι η εντονότερη ανάγκη για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων. Αν ο MBS επιχειρήσει να πατήσει “φρένο” στο Vision 2030, θα στείλει το λάθος μήνυμα στις αγορές, θέτοντας σε πραγματικό κίνδυνο το σχέδιο, αλλά και την ίδια την οικονομία της Σαουδικής Αραβίας. Παράλληλα, το Βασίλειο έχει επενδύσει πολλά— όχι μόνο χρήματα— σε αυτήν την προσπάθεια, και η εγκατάλειψή της θα προκαλούσε αναπόφευκτα τριγμούς για το κύρος της μοναρχίας.