Η Masdar, η εταιρεία που πρόσφατα εισήλθε και στην ελληνική αγορά μέσω της εξαγοράς της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, παρουσίασε το στρατηγικό σχέδιό της μέχρι το 2030. Βασικός στόχος του ενεργειακού κολοσσού με έδρα τα ΗΑΕ, είναι η αύξηση του αιολικού και ηλιακού χαρτοφυλακίου του στα 100 GWως το τέλος της δεκαετίας

Ο στόχος των 100 GW είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος, καθώς ισούται περίπου με τη συνολική ηλεκτρική παραγωγή της Βρετανίας, και θα καθιστούσε τη Masdarέναν από τους ηγέτες στην παγκόσμια αγορά, ξεπερνώντας παραδοσιακούς παίκτες όπως η γαλλική Engie και η ισπανική Iberdrola. Η ιταλική Eni, η οποία είχε στόχο τα 154 GWμέχρι το 2030, έχει αρχίζει να μειώνει την έκθεσή της στις ΑΠΕ, πουλώντας ορισμένα έργα που είχε ξεκινήσει. Το βασικό εργαλείο ανάπτυξης της επιχείρησης των ΗΑΕ είναι η επένδυση σε υφιστάμενες εταιρείες του κλάδου των ΑΠΕ, είτε αγοράζοντας ολόκληρα τα μετοχικά πακέτα, είτε μεγάλα μερίδια.

Έχοντας ολοκληρώσει αρκετές συμφωνίες εντός της ΕΕ, η Masdar πλέον αναζητά εταίρους στις αγορές της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Στη Βρετανία, έχει ήδη αγορά το 49% του υπεράκτιου αιολικού έργου Dogger Bank, το οποίο θα συνιστά τη μεγαλύτερη υπεράκτια μονάδα αιολικής ενέργειας όταν ολοκληρωθεί. Στις ΗΠΑ, έχει προσεγγίσει έναν μεγάλο παίκτη της αγοράς ΑΠΕ, την Terra-Gen. Όπως δήλωσε ο CEO της Masdar, η εταιρεία θα συνεχίσει να επενδύει στο δυτικό ημισφαίριο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη, και τις ΗΠΑ.

Αξιολογώντας τις τάσεις των αγορών, η Masdar στοχεύει να έχει ίση ισχύ μεταξύ αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Από την άλλη, η επιχείρηση ελπίζει να επενδύσει σε όσες αγορές υποδέχονται θετικά τις ξένες επενδύσεις, κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο σε μία εποχή αυξανόμενου προστατευτισμού. Παράλληλα, όμως, ο κλάδος των ΑΠΕ σημειώνει αυξανόμενο ανταγωνισμό τα τελευταία χρόνια, κάτι που αποδεικνύει το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον των επενδυτών.

Το σημείο-κλειδί, σύμφωνα με τον CEO της Masdar, είναι πως οι επενδύσεις στις ΑΠΕ δεν έχουν στόχο το άμεσο κέρδος. Παρά το υψηλό κόστος εισόδου στην αγορά, οι ΑΠΕ αποφέρουν μικρότερα κέρδη στους επενδυτές τους, τα οποία όμως θα έχουν διαχρονική αξία όσο παραμένουν σε λειτουργία.