καθώς, επίσης, και ένδειξη της αποτελεσματικότητας των σχεδίων ενεργειακής μετάβασης, όπως η στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα και τα καθαρότερα καύσιμα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Νορβηγία, η Ελβετία και η Βρετανία έχουν προβλέψει ότι θα έχουν αθροιστικά περίπου 460 τεραβατώρες (TWh) επιπλέον ζήτησης το 2030. Ωστόσο, περίπου το 40% αυτής της ισχύος, δηλαδή 180 TWh, ενδέχεται να μην υλοποιηθεί λόγω της καθυστερημένης ανάπτυξης και των υψηλών τιμών στην αγορά, σύμφωνα με την έκθεση McKinsey.
Ήδη η αύξηση στις πωλήσεις των ηλεκτρικών οχημάτων με μπαταρία και των plug-in υβριδικών έχει πέσει στο μισό μέσα σε ένα χρόνο, σε 21% το 2023 από 42% το 2021, σύμφωνα με την έκθεση. Οι ετήσιες πωλήσεις αντλιών θερμότητας μειώθηκαν κατά 3% το 2023, ενώ ορισμένοι ευρωπαίοι κατασκευαστές ανέφεραν πτώση 47% στις πωλήσεις κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, γεγονός που οδήγησε σε μειώσεις θέσεων εργασίας και προσωρινές απολύσεις στον κλάδο, όπως αναφέρει η έκθεση της McKinsey.
«Οι χώρες που έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν μέρος αυτής της αύξησης της ζήτησης είναι οι χώρες που είναι σχετικώς καλύτερα διαρθρωτικά τοποθετημένες για να παρέχουν ενέργεια χαμηλού κόστους», δήλωσε στο Reuters ο συνεργάτης της McKinsey, Ντιέγκο Χερνάντεθ Ρουίζ. Αυτές οι χώρες περιλαμβάνουν τα κράτη τις Σκανδιναβίας, που διαθέτουν ισχυρή παραγωγή υδροηλεκτρικής και αιολικής ενέργειας, καθώς και ορισμένες χώρες στη νότια Ευρώπη με ισχυρό ηλιακό δυναμικό. Η Γαλλία έχει παρόμοιες δυνατότητες, που εξαρτώνται από το πυρηνικό της πρόγραμμα, όπως προσθέτει ο Ρουίζ.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η ευρωπαϊκή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας δεν έχει ακόμη ανακάμψει πλήρως μετά την απότομη καταβαράθρωση που σημείωσε στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022, οπότε και οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου αυξήθηκαν, ενώ οι κυβερνήσεις προέτρεψαν τη βιομηχανία να περιορίσει τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας.