Όπως εύστοχα σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο της η εφημερίδα «Ναυτεμπορική» για τον τέταρτο κατά σειράν πρωθυπουργό που όρκισε ο Μανουέλ Μακρόν εφέτος, μόλις λίγες ώρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο οίκος Moody’s επέφερε νέο «χτύπημα» στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, με την υποβάθμιση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης.
Έτσι, ο Μπαϊρού, μία επιλογή ανάγκης με τεράστιο παρασκήνιο και πολιτικό «δράμα», καλείται να βρει ισορροπίες σε μία περίοδο οικονομικής στασιμότητας και δημοσιονομικής αναταραχής με άγνωστη κατάληξη, καθώς κανένας δεν μπορεί να διασφαλίσει την επιβίωση του νέου πρωθυπουργού, ο οποίος θα πρέπει επειγόντως να περάσει τον προϋπολογισμό του 2025. Τη στιγμή που δεν υπάρχει προοπτική για νέες εκλογές μέχρι τα τέλη του επόμενου έτους, υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» ενός τεράστιου χρέους και ελλείμματος.
Τα βλέμματα είναι φυσικό να είναι στραμμένα στο σημερινό άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών, μετά την υποβάθμιση του γαλλικού αξιόχρεου. Ενώ τα ασφάλιστρα κινδύνου μειώθηκαν ξανά τις τελευταίες εβδομάδες, υπάρχει κίνδυνος διαρκούς αύξησης του κόστους χρηματοδότησης που θα αποδυνάμωνε περαιτέρω τη βιωσιμότητα του χρέους και αυτό, σύμφωνα με τον οίκο, θα δημιουργούσε έναν «φαύλο κύκλο» μεταξύ υψηλότερων ελλειμμάτων, υψηλότερου χρέους και υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης.
Η Moody’s υποβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Γαλλίας στο «Αα3» από «Αα2», με τη λογική ότι τα δημοσιονομικά της χώρας θα επιδεινωθούν σημαντικά τα επόμενα τρία χρόνια, σε σύγκριση με το βασικό σενάριο του οίκου τον Οκτώβριο του 2024. Αναμένει ότι το έλλειμμα θα ανέλθει στο 6,3% του ΑΕΠ το 2025, πριν μειωθεί σε περίπου 5,2% του ΑΕΠ το 2027 και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα αυξηθεί από 113,3% φέτος σε περίπου 120% το 2027. Αυτό οφείλεται στον πολιτικό κατακερματισμό ο οποίος πιθανότατα θα σταθεί εμπόδιο σε σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή.
Ωστόσο, η αλλαγή της προοπτικής σε σταθερή από αρνητική αντανακλά τα σημαντικά πιστωτικά πλεονεκτήματα της Γαλλίας, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης και διαφοροποιημένης οικονομίας, της έβδομης μεγαλύτερης παγκοσμίως. Η ανθεκτικότητα της γαλλικής οικονομίας υποστηρίζεται και από ένα πιο ευνοϊκό δημογραφικό προφίλ σε σχέση με άλλες προηγμένες οικονομίες.
Πρωτίστως, οι προοπτικές του Μπαϊρού θα εξαρτηθούν από το αν θα μπορέσει να επιτύχει εκεί που απέτυχε ο Μπαρνιέ: στην έγκριση ενός προϋπολογισμού για το 2025 που θα πρέπει να περιλαμβάνει μη δημοφιλείς αυξήσεις φόρων και ακόμη πιο αντιδημοφιλείς περικοπές δαπανών, εάν η Γαλλία θέλει να αρχίσει να μειώνει το έλλειμμά της. Κανένας δεν περιμένει θαύματα, πολύ περισσότερο οι χρηματοοικονομικές αγορές, όπου υπάρχει έντονο κλίμα δυσπιστίας.