Η γειτονική χώρα, τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά με υπερβολικό έλλειμμα εδώ και δύο χρόνια, ανέκαμψε από την ύφεση της πανδημίας και σημείωσε ανάπτυξη τη διετία 2021-2022. Τώρα, όμως, η ανάκαμψή της τείνει να εξανεμιστεί, καθώς επανέρχονται στο προσκήνιο οι διαρθρωτικές αδυναμίες της και θέτουν σε κίνδυνο την εύθραυστη οικονομία της.
Η οικονομία της Ιταλίας, μονίμως με τη χαμηλότερη ανάπτυξη από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης από την εισαγωγή του ευρώ εδώ και 25 χρόνια, βρέθηκε σε στασιμότητα από το γ΄ τρίμηνο του έτους.
Προ ημερών η στατιστική υπηρεσία, iSTAT, ανακοίνωσε ότι δεν φαίνεται στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα ανάκαμψη και αντιθέτως η αύξηση του ιταλικού ΑΕΠ στο σύνολο του έτους θα περιοριστεί σε ένα ισχνό 0,5%, δηλαδή στο μισό από τον επίσημο στόχο της κυβέρνησης για 1%. Αυτό σημαίνει πως η Ιταλία επιστρέφει στη συνήθη θέση της μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης με την ασθενέστερη ανάπτυξη και διαψεύδει την εικόνα που παρουσίασε προ ολίγων μηνών η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι και ορισμένοι οικονομολόγοι μαζί της. Τα τελευταία στοιχεία σκιαγραφούν μια εικόνα απογοητευτική. Η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2021, ενώ βαθαίνει η μακροχρόνια κρίση του μεταποιητικού τομέα. Επιπλέον συρρικνώνεται και ο τομέας των υπηρεσιών που είχε δώσει ώθηση στην οικονομία επί μεγάλο μέρος του έτους.
Το ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται ότι θα περιοριστεί σε ένα ισχνό 0,5%, δηλαδή στο μισό από τον επίσημο στόχο της κυβέρνησης για 1%.
Οπως τονίζει ο Φρανσέσκο Σαρακένο, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Science Po του Παρισιού και στο Πανεπιστήμιο LUISS της Ρώμης, «το επιχειρηματικό μοντέλο της Ιταλίας με τις πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν παράγει πλέον ανάπτυξη, δεν έχει αρκετές δημόσιες επενδύσεις και μάχεται την πράσινη μετάβαση αντί να την αγκαλιάζει ως ευκαιρία για ανάπτυξη». Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν, άλλωστε, πως η κατάσταση είναι πολύ πιο ανησυχητική από όσο φαίνεται, δεδομένου ότι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η Ρώμη εξακολουθεί να εισπράττει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. Και η Ισπανία, που επίσης ενισχύεται τακτικά από το Ταμείο Ανάκαμψης, σημειώνει τουλάχιστον τετραπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης.
Η Ρώμη έχει ήδη δεχθεί τις συστάσεις της Κομισιόν για να μειώσει το χρέος της, που είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη και αναμένεται να φτάσει στο 138% του ΑΕΠ της το 2026, από το 135% το 2023. Αν το 2025 η ανάπτυξη μείνει κάτω από τον στόχο του 1,2% που έχει θέσει η Ρώμη, τότε το χρέος θα αυξηθεί περαιτέρω, οι επενδυτές δεν θα αγοράζουν ομόλογα της Ιταλίας και θα δυσχεράνουν περαιτέρω την εξυπηρέτησή του. Δεδομένων των πιέσεων για μείωση του χρέους, η Ρώμη δεν έχει την επιλογή να αυξήσει τις δαπάνες για να δώσει ώθηση στην οικονομία. Η αναιμική εικόνα της έρχεται σε οξεία αντίθεση με εκείνη της Ισπανίας, της οποίας το ΑΕΠ εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί συνολικά περίπου 3% φέτος. Στη διάρκεια του περασμένου έτους, άλλωστε, η Ισπανία σημείωνε ανάπτυξη κάθε τρίμηνο από 0,7% έως 0,9%, την ώρα που η Ιταλία παρέπαιε με ρυθμούς από 0% έως 0,3%. Μέσα στα τελευταία 20 χρόνια, άλλωστε, η Ισπανία έχει κατορθώσει να εκσυγχρονίσει σε μεγάλο βαθμό τις υποδομές της και τις δημόσιες υπηρεσίες της.
Σύμφωνα με τον Ανχελ Ταλαβέρα, επικεφαλής της ευρωπαϊκής μονάδας της Oxford Economics, η επιτυχία της Ισπανίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά της να προσελκύει μετανάστες και να τους ενσωματώνει στην οικονομία της, αλλά και στον μεγάλο αριθμό τουριστών, όπως και στις σταθερές καταναλωτικές δαπάνες. Η Ιταλία βρίσκεται σχεδόν στον αντίποδα, καθώς έχει προσελκύσει πολύ λιγότερους μετανάστες, συνήθως χαμηλών δεξιοτήτων ή και εντελώς ανειδίκευτους, που συνήθως δραστηριοποιούνται στην παραοικονομία. Σε ό,τι αφορά τους νέους της Ιταλίας, φεύγουν μαζικά από τη χώρα, καθώς δεν τους προσφέρει επιλογές επαγγελματικής αποκατάστασης με κάποιες προοπτικές. Αναπόφευκτα και η συρρίκνωση του πληθυσμού αποτελεί αιτία αποδυνάμωσης της οικονομίας. «Είναι εντελώς διαφορετικά είδη οικονομιών», τονίζει ο κ. Ταλαβέρα και εξηγεί πως η Ισπανία βασίζεται κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών και του τουρισμού, ενώ η Ιταλία έχει ακόμη έναν μεγάλο μεταποιητικό τομέα, που χάνει διαρκώς σε ανταγωνιστικότητα και λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Ο Ρομπέρτο Περότι, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου, ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, πρώην στέλεχος της ΕΚΤ, ο Αντρέα Ροβεντίτι, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Αννας στην Πίζα, υπογραμμίζουν την ανάγκη για επενδύσεις στην παιδεία και την έρευνα. Ο Λορέντζο Κοντόνιο, επικεφαλής της LC Macro Advisors και πρώην επικεφαλής των οικονομολόγων του υπουργείου Οικονομικών, θεωρεί πως στις άμεσες προτεραιότητες της χώρας πρέπει να είναι η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)