Η προηγούμενη περίοδος ταχείας οικονομικής μεγέθυνσης, που στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων παραγόντων, στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, έδωσε τη θέση της την τελευταία δεκαετία σε ρυθμούς βραδύτερης ανάπτυξης, αποδιδόμενων στη μείωση της παραγωγικότητας και τις δημογραφικές προκλήσεις. Επιπλέον, η μετατόπιση της πολιτικής από την προτεραιότητα στην «ανάπτυξη με κάθε κόστος»
στην εστίαση στην «ανάπτυξη υψηλής ποιότητας» έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο για τους ηπιότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Το 2024, η οικονομική επίδοση της Κίνας παρουσιάζει μία μικτή εικόνα: ενώ η ιδιωτική κατανάλωση και ο τομέας ανάπτυξης ακίνητης περιουσίας στάθηκαν ως αντίβαρα στην ανάπτυξη, το εξωτερικό εμπόριο —κυρίως οι εξαγωγές— έδρασαν υποστηρικτικά. Ένας κρίσιμος παράγοντας για την τόνωση της κατανάλωσης και τη μετατροπή των υψηλών αποταμιεύσεων σε δαπάνες έγκειται στην αποκατάσταση της εύθραυστης εμπιστοσύνης των καταναλωτών, που ενδεχομένως αποδειχτεί μια χρονοβόρα διαδικασία.
Η δεύτερη προεδρία Τραμπ, που βρίσκεται προ των θυρών, αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω τους οικονομικούς κινδύνους. Οι αυξημένοι εμπορικοί δασμοί στις εισαγωγές από την Κίνα προς τις ΗΠΑ που έχουν εξαγγελθεί θα εντείνουν την ήδη αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Η Κίνα αναμένεται να απαντήσει με ένα μείγμα αντιποίνων, διπλωματικών προσπαθειών και πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας της. Οι προοπτικές παραμένουν ρευστές, με τις ιδιαιτερότητες των πολιτικών του Τραμπ και τις αντιδράσεις της Κίνας να διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της επόμενης μέρας.
Στο ως άνω διαμορφούμενο πλαίσιο, η χάραξη οικονομικής πολιτικής στην Κίνα διέπεται από τη δυσκολία εξισορρόπησης ρίσκων μεταξύ ενός επικείμενου εμπορικού πόλεμου, της αυξανόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και μιας οικονομίας βρισκόμενη σε μετάβαση.