Η απουσία της Ελλάδας από τη Σύνοδο δεν ήταν απλώς απογοητευτική ως σύμπτωμα της χρόνια πάσχουσας ελληνικής διπλωματίας. Ήταν και μία απόδειξη πως παρά τη θέση της χώρας στο ΝΑΤΟ, σχεδόν κανείς από τους συμμάχους μας δεν μας θεωρεί ως ιδιαίτερα αξιόμαχους. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα είναι το κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ με την τρίτη μεγαλύτερη αμυντική συνεισφορά ως ποσοστό του ΑΕΠ πίσω από την Πολωνία και τις ΗΠΑ, φτάνοντας 3% για το 2023. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται επίσης στα 10 κορυφαία μέλη του ΝΑΤΟ όσον αφορά τα στρατιωτικά αεροσκάφη και τα πολεμικά πλοία. Πέραν αυτών των ποσοτικών στοιχείων, η Αθήνα ήταν αν μη τι άλλο μία από τις κυβερνήσεις που δεν δίστασε να λάβει άμεσα θέση υποστηρίζοντας την Ουκρανία, κάτι που είχε άμεσες διπλωματικές και οικονομικές συνέπειες για την Ελλάδα ως μέρος των ρωσικών αντίμετρων. Επίσης, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι επί του παρόντος, η Ελλάδα είναι ένα από τα μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, του ανώτατου διπλωματικού οργάνου σε διεθνές επίπεδο.
Παρόλα αυτά, ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν έλαβε πρόσκληση για τη Σύνοδο Κορυφής. Αντιθέτως, οι οικοδεσπότες Βρετανοί– πιθανότατα με τη συναίνεση των άλλων κρίσιμων συμμετεχόντων όπως η Γαλλία, η Γερμανία, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή– προσκάλεσαν την Τουρκία. Όπως είναι ευρέως γνωστό, από την αρχή του Ρώσο-Ουκρανικού πολέμου, η Άγκυρα έχει προσπαθήσει να διαδραματίσει τον ρόλο του ουδέτερου διαμεσολαβητή, παρέχοντας βοήθεια στην Ουκρανία, αλλά διατηρώντας στενές σχέσεις και με τη Ρωσία. Μάλιστα, αρκετοί διεθνείς αναλυτές έχουν κατηγορήσει την Τουρκία για υποστήριξη των ρωσικών δικτύων που προσπαθούν να παρακάμψουν τις δυτικές κυρώσεις μέσω τραπεζικών συναλλαγών και επιχειρήσεων-φαντάσματα. Παραδόξως, η Τουρκία είναι ένας από τους λίγους “συμμάχους” της Ελλάδας που θεωρεί τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις αξιόμαχες, εξού και οι δύο χώρες παραμένουν σε έναν ατέρμονο αγώνα εξοπλισμών τις τελευταίες δεκαετίες.
Παρά τις όποιες ελληνικές προσπάθειες για εξισορρόπηση της Τουρκίας, οφείλουμε δυστυχώς να αναγνωρίσουμε πως η ψαλίδα μάλλον ανοίγει αντί να κλείνει. Η Σύνοδος Κορυφής του Λονδίνου είναι μόνο το πιο πρόσφατο παράδειγμα. Η κυριαρχία της Τουρκίας στη Λιβύη και πλέον στη Συρία είναι ένα άλλο. Η αυξανόμενη οικονομική και αμυντική παρουσία της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι εξίσου ανησυχητική. Πέραν των στενών ορίων της γειτονιάς μας, η Τουρκία έχει κάνει μεγάλα ανοίγματα σε περιοχές με κρίσιμους φυσικούς πόρους όπως η Κεντρική Ασία και η Βόρεια και Κεντρική Αφρική. Παράλληλα, η Τουρκία προωθείται ως ένας σημαντικός παίκτης στον τομέα της άμυνας παγκοσμίως, έχοντας εξασφαλίσει δεκάδες συμβόλαια για την πώληση των drones της και φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να εξάγει τις γραμμές παραγωγής της σε άλλο κράτη, λειτουργώντας ως ένας μεγάλος επενδυτής. Και όλα αυτά ενώ η τουρκική ηγεσία συνεχίζει να αντιτίθεται στις επιθυμίες της Ουάσιγκτον και να περιφρονεί τους αξιωματούχους των Βρυξελλών όποτε τη βολεύει.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, οφείλουμε να αναρωτηθούμε για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Μήπως το να είμαστε τόσο δεδομένοι σύμμαχοι δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο; Μήπως το να ευθυγραμμιζόμαστε αμέσως και άκριτα με τα ευρωπαϊκά ή και τα αμερικανικά προτάγματα δεν ενισχύει τη θέση μας; Μήπως τελικά θα έπρεπε οι Έλληνες διπλωμάτες να γίνουν λίγο πιο “ανυπάκουοι” και να αλλάξουν τις προτεραιότητές τους;