συμβούλου της Saudi Aramco, Αμίν Νασέρ και του εκτελεστικού διευθυντή του ΙΕΑ, Φατίχ Μπιρόλ και οι άκρως αντίθετες απόψεις τους για το μέλλον της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας.
Για άλλη μια φορά, ο διευθύνων σύμβουλος της Aramco εμφανίστηκε ανένδοτος ότι υπάρχουν «εγγενείς ατέλειες» στην ενεργειακή μετάβαση από τα συμβατικά καύσιμα: «Έτσι, δεν δίνω μεγάλη σημασία στις προβλέψεις που ισχυρίζονται ότι το επόμενο έτος θα είναι η κορύφωση εκείνου ή του άλλου», είπε, σε μια ελαφρώς συγκεκαλυμμένη αιχμή προς τον ΙΕΑ, που έχει προβλέψει ότι η κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου θα έχει συμβεί έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Ο ΙΕΑ σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τις προβλέψεις του, υποστηρίζει ότι η κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου δεν σημαίνει απαραίτητα ότι επίκειται μια ραγδαία πτώση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, και προσθέτει ότι το πιο πιθανό είναι ότι αυτό θα συμβεί σταδιακά και θα διαρκέσει για πολλά χρόνια. Πράγματι, ο κ. Μπιρόλ επανέλαβε αυτή τη θέση, μιλώντας στο συνέδριο του Χιούστον, καθώς δήλωσε ότι εξακολουθούν να απαιτούνται επενδύσεις σε υφιστάμενα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου για να αντιμετωπιστεί η απότομη φυσική μείωσή τους.
Ενώ ορισμένοι αναλυτές ερμήνευσαν αυτό ως μια στροφή, σχεδιασμένη για να ικανοποιήσει τον Τραμπ και την ατζέντα του «drill baby, drill», στην πραγματικότητα ο ΙΕΑ δεν υποστήριξε ποτέ τον τερματισμό των επενδύσεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
«Ακόμη και όταν η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα μειώνεται, οι προκλήσεις για την ενεργειακή ασφάλεια θα παραμείνουν, καθώς η διαδικασία προσαρμογής στα μεταβαλλόμενα πρότυπα ζήτησης δεν θα είναι απαραίτητα εύκολη ή ομαλή. Για παράδειγμα, οι αιχμές της ζήτησης που βλέπουμε με βάση τις σημερινές πολιτικές δεν αίρουν την ανάγκη για επενδύσεις στον εφοδιασμό με πετρέλαιο και φυσικό αέριο, δεδομένου του πόσο απότομη είναι συχνά η φυσική πτώση από τα υπάρχοντα κοιτάσματα», ανέφερε ο ΙΕΑ στις Παγκόσμιες Ενεργειακές Προοπτικές για το 2023.
Γερουσιαστές του ρεπουμπλικανικού κόμματος έχουν απειλήσει να επανεκτιμήσουν τη χρηματοδότηση του ΙΕΑ, και τον κατηγορούν ότι έχει μετατραπεί σε «μαζορέτα της ενεργειακής μετάβασης»!
Με την παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση να επιταχύνεται, εκατοντάδες εταιρείες έχουν καταρτίσει σχέδια για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με τις πιο φιλόδοξες να δεσμεύονται να επιτύχουν μηδενικές εκπομπές. Σε αυτές περιλαμβάνονται και οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες που από τη μία δέχονται πιέσεις να συμμετέχουν στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, τη στιγμή που η ζήτηση για τα ενεργειακά προϊόντα τους παραμένει υψηλή. Υπό το φως αυτής της παραδοχής δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλές από αυτές προωθούν ευφάνταστες πολιτικές που τους επιτρέπουν και να μοιάζουν «καθαρές» χωρίς να θυσιάζουν τις παραδοσιακές τους δραστηριότητες.
Η Saudi Aramco δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Η μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο παρουσίασε σχέδια για να πετύχει το στόχο του net zero έως το 2050, χωρίς να αποστασιοποιηθεί από την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου.
«Δεν βλέπουμε καμία αντίφαση σε αυτό. Η μείωση των εκπομπών CO2 από αυτές τις συμβατικές πηγές ενέργειας είναι μια πολύ βιώσιμη επιλογή», υποστηρίζει ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος για τη στρατηγική και την εταιρική ανάπτυξη της Saudi Aramco.
«Χρειαζόμαστε όλες τις πηγές ενέργειας για να καλύψουμε την αύξηση της ζήτησης, η οποία είναι τεράστια στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ο κύριος πυλώνας της στρατηγικής και της τεχνολογίας μας είναι η αποδοτικότητα και η βελτιστοποίηση της υφιστάμενης παραγωγής μας», δηλώνει έτερο υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας.
Σημειώνουμε ότι η Aramco δαπανά περίπου 800 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για έρευνα και καινοτομία, εκ των οποίων, το 60% κατευθύνεται στη βιωσιμότητα.
Η δέσμευση άνθρακα είναι μία από τις τεχνολογίες που έχει υιοθετήσει η Aramco για τη μείωση των εκπομπών. Επίσης, στοχεύει στην παραγωγή 11 εκατομμυρίων τόνων μπλε αμμωνίας από το κοίτασμα φυσικού αερίου Jafurah, έως το 2030. Για πάνω από μια δεκαετία, η εταιρεία έχει διερευνήσει πιθανές τεχνολογίες για την παραγωγή υδρογόνου με χαμηλότερες εκπομπές άνθρακα από υδρογονάνθρακες.
Ωστόσο, η Aramco είναι πιθανό να δυσκολευτεί να βρει αγοραστή για την μπλε αμμωνία της, με τον διευθύνοντα σύμβουλο Amin Nasser να αποκαλύπτει ότι το μπλε υδρογόνο της κοστίζει περίπου 250 δολάρια το βαρέλι πετρελαίου, ήτοι, τρεις φορές υψηλότερο από την τρέχουσα τιμή spot του Brent.

«Επικίνδυνες οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα»
Ενισχύοντας την αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, η στήλη FT Moral Money γράφει ότι η τελευταία μακροπρόθεσμη πρόβλεψη του ΟPEC προβλέπει ότι ο κόσμος θα χρησιμοποιεί 120 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα το 2050, από 104 εκατ. βαρέλια σήμερα.
Οι πετρελαϊκές εταιρείες από την ExxonMobil έως την bp και την Equinor αυξάνουν τις επενδύσεις τους σε ορυκτά καύσιμα, αναμένοντας την ισχυρή ζήτηση για τις επόμενες δεκαετίες.
Τι γίνεται όμως αν κάνουν λάθος, αναρωτιέται ο Doug Sheridan, ερευνητής και αναλυτής της αγοράς πετρελαίου;
Γράφει μεταξύ άλλων: Μια μελέτη που εκπόνησε η βρετανική Ένωση Βιώσιμων Επενδύσεων και Χρηματοδότησης με την εταιρεία ανάλυσης Transition Risk Exeter επιχείρησε να ποσοτικοποιήσει αυτόν τον κίνδυνο. Εξέτασαν τις προοπτικές για τις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων ορυκτών καυσίμων σύμφωνα με το σενάριο Announced Pledges του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), το οποίο απεικονίζει πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα εάν οι κυβερνήσεις επιτύχουν τους κλιματικούς τους στόχους.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι αυτό θα οδηγούσε σε απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων και άλλες οικονομικές απώλειες ύψους 2,3 εκατ. δολαρίων έως το 2040, καθώς οι πόροι θα παρέμεναν στο έδαφος λόγω ανεπαρκούς ζήτησης, γεγονός που θα επιβάρυνε και τις τιμές. Σε απόλυτους όρους, οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα, με αντίστοιχες απώλειες 546 δισ. δολάρια, 402 δισ. δολάρια και 184 δισ. δολάρια. Στην τέταρτη θέση ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, με πιθανές απώλειες 141 δισ. δολαρίων.
Όσοι επενδύουν σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να αναρωτηθούν, προσθέτει: «Είναι αυτό το ρίσκο που θέλουμε να αναλάβουμε; Θέλουμε να μείνουμε να το κρατάμε στα χέρια μας όταν τελειώσει το πάρτι;»

Η άποψή του είναι ότι, πρώτον:
Το σενάριο του ΙΕΑ για τις ανακοινωθείσες δεσμεύσεις υποθέτει ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα μειωθούν από 38 Gt CO2e σήμερα, σε 12 Gt, δηλαδή σχεδόν κατά 70%, έως το 2050. Αυτό βασίζεται σε εθνικά καθορισμένους στόχους μείωσης των εκπομπών που έχουν υποβληθεί από σχεδόν 200 χώρες. Σήμερα, μόνο πέντε κράτη έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν τους στόχους τους -η Κόστα Ρίκα, η Αιθιοπία, η Κένυα, το Μαρόκο, το Νεπάλ και η Νιγηρία! Όχι και πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα για χώρες που δεν συγκαταλέγονται στους μεγάλους ρυπαντές.
Εν ολίγοις, οι FT επέλεξαν να αναδείξουν μια μελέτη που υπολογίζει τα αδρανή στοιχεία ενεργητικού για ένα σενάριο πολύ χαμηλής πιθανότητας. Εκπλήσσεται κανείς;
Κατά την προσωπική του άποψη, ακόμα και αν ο ισχυρισμός για απώλεια οικονομικής αξίας 2,3 εκατ. δολαρίων έως το 2040 ήταν αληθινός, αυτή δεν ξεπερνά το 0,1% του εκτιμώμενου παγκόσμιου ΑΕΠ, ύψους 1,9 τετράκις εκατομμυρίων δολαρίων, που αναμένεται να δημιουργηθεί έως το 2040. Έτσι, όχι μόνο είναι εξαιρετικά απίθανες οι πιθανές απομειώσεις που εντοπίστηκαν στη μελέτη, αλλά δεν είναι καν ιδιαίτερα επακόλουθες, δεδομένων των ετών που αφορούν και του αναμενόμενου μεγέθους της παγκόσμιας οικονομίας κατά την περίοδο αυτή.
«Ακόμα μια κουραστική προσπάθεια να προσπαθήσουν οι επενδυτές να πιστέψουν ότι η κλιματική αλλαγή έχει μεγαλύτερη σημασία από ό,τι έχει στην πραγματικότητα», τονίζει ο κ. Sheridan.
Από την πλευρά του, ο ιδρυτής και διευθυντής του energia.gr, Κωστής Σταμπολής, σχολιάζει:
«Το άρθρο των FT είναι απλώς μια ακόμη προσπάθεια να τρομοκρατήσουν τις κυβερνήσεις, τις τράπεζες και τους επενδυτές στο σύνολό τους, επισείοντας τον «μπαμπούλα» των αδρανών στοιχείων ενεργητικού σε υδρογονάνθρακες. Ο συντάκτης, σε αντίθεση με τα δεδομένα της αγοράς, υποθέτει ότι, κατά κάποιο τρόπο, η κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι λίγο -πολύ επικείμενη και ως εκ τούτου προειδοποιεί τους επενδυτές ότι διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο αν συνεχίσουν να επενδύουν σε περιουσιακά στοιχεία πετρελαϊκών εταιρειών.
Όμως οι προειδοποιήσεις του ΙΕΑ για την κορύφωση του πετρελαίου τα τελευταία 15 περίπου χρόνια έχουν όλες αποδειχθεί λανθασμένες, καθώς μια τέτοια καταστροφή δεν συνέβη ούτε το 2022, ούτε το 2015, ούτε το 2019, ούτε το 2024 κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια πότε θα συμβεί η κορύφωση της παραγωγής υδρογονανθράκων, εξαιτίας πολλών ασταθών παραγόντων. Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο. Οι πετρελαϊκές εταιρείες και οι επενδυτές δεν κινδυνεύουν να ξεμείνουν με αδρανή περιουσιακά στοιχεία επειδή η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι πολύ ευέλικτη και μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στα αρνητικά σήματα της αγοράς. Όπως έχει δείξει η ιστορία γνωρίζουν να επιβιώνουν και έχουν, επιπλέον, τη δυνατότητα να διαφοροποιήσουν έγκαιρα τους πόρους και τις επενδύσεις τους.»