Οι στενότατες σχέσεις μεταξύ Ιράκ και Ιράν αποτελούν ένα κεντρικό στοιχείο στη σύγχρονη αρχιτεκτονική της Μέσης Ανατολής, με την Τεχεράνη να έχει αναδειχθεί στον δεύτερο μεγαλύτερο ξένο δρώντα μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν πριν 22 χρόνια. Η εξάρτηση, όμως, δεν είναι μονόπλευρη, καθώς το Ιράν αξιοποιεί την οικονομία της γειτονικής χώρας προκειμένου να παρακάμψει μία σειρά περιορισμών στους οποίους υπόκειται εξαιτίας των δυτικών κυρώσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στον ενεργειακό τομέα, με το εμπόριο καυσίμων μεταξύ των δύο κρατών να βρίσκεται σε υψηλότατα επίπεδα, ενώ υπάρχουν πολλές καταγγελίες για παράλληλη λειτουργία παράνομων κυκλωμάτων λαθρεμπορίου καυσίμων.
Ωστόσο, η νέα κλιμάκωση της πίεσης εναντίον του Ιράν που έχει προωθήσει η νέα αμερικανική ηγεσία έχει φέρει τη Βαγδάτη σε δύσκολη θέση. Εξού και η ιρακινή κυβέρνηση έσπευσε να δηλώσει σήμερα πως τα έγγραφα που φέρουν αρκετά ιρανικά τάνκερ και φαίνονται να έχουν εκδοθεί από το Ιράκ, είναι στην πραγματικότητα πλαστά. Τα συγκεκριμένα τάνκερ έχουν καταληφθεί από τις αμερικανικές δυνάμεις στον Περσικό Κόλπο, με την υποψία ότι κουβαλούν ιρανικό πετρέλαιο που βρίσκεται υπό αμερικανικές κυρώσεις. Ο Υπουργός Πετρελαίου του Ιράκ, Χαγιάν Αμπντέλ-Γκάνι, ξεκαθάρισε πως οι αρχές και οι επιχειρήσεις της χώρας του δεν έχουν καμία σχέση με τα ιρανικά φορτία και πως τα έγγραφα είναι πλαστογραφημένα.
Το Ιράκ έχει κάθε λόγο να ανησυχεί μιας και το πετρέλαιο αποτελεί τη βασική πηγή εσόδων για τη χώρα. Αν η Βαγδάτη θεωρούταν εχθρική από την κυβέρνηση Τραμπ, το ταλαιπωρημένο κράτος της Μέσης Ανατολής θα αντιμετώπιζε σοβαρότατες συνέπειες, τόσο σε επίπεδο οικονομίας, όσο και ασφαλείας. Εξάλλου, δύο και πλέον δεκαετίες μετά την πτώση του μπααθικού καθεστώτος, το Ιράκ συνεχίζει να απειλείται από εξτρεμιστικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και ο ISIS. Ως εκ τούτου, η διατήρηση αρμονικών σχέσεων με την Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη, τους δύο κρίσιμους εγγυητές της ασφάλειας, κρίνεται αναγκαία από την ηγεσία του Ιράκ.