τις ευρωπαϊκές ή ρωσικές επενδύσεις που έχουν βρεθεί στο στόχαστρο των εκατέρωθεν κυρώσεων. Με αρκετά οικονομικά συμφέροντα στην Ευρώπη να ζητούν επαναφορά των ευρω-ρωσικών σχέσεων, η απάντηση στο δίλημμα είναι κάθε άλλο παρά εύκολη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβάλει 16 ξεχωριστά πακέτα κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας από το 2014 μέχρι σήμερα, ξεκινώντας από την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας. Οι κυρώσεις αυτές αφορούν τόσο σε φυσικά πρόσωπα, που μπορεί να είναι πολιτικοί, αξιωματούχοι, ή επιχειρηματίες, όσο και νομικά πρόσωπα, που περιλαμβάνουν τράπεζες, επιχειρήσεις, και οργανώσεις. Ανάμεσα σε αυτούς τους φορείς βρίσκονται και πολλές εταιρείες ή υποδομές ενέργειας, καθώς οι εξαγωγές ορυκτών καυσίμων αποτελούν τη βασικότερη πηγή εσόδων για το ρωσικό κράτος. Καθώς το μέλλον αυτών των κυρώσεων τίθεται υπό αμφισβήτηση εξαιτίας της αλλαγής στάσης εκ μέρους των ΗΠΑ, η τύχη αυτών των επενδύσεων είναι αβέβαιη.
Ορισμένες από αυτές τις επενδύσεις είναι:
- Τα έργα φυσικού αερίου Sakhalin-1 και Sakhalin-2 όπου εμπλέκονται η βρετανική Shell, η αμερικανική ExxonMobil, η ινδική ONGC Videsh, και οι ιαπωνικές Mitsui και Mitsubishi.
- Το πετρελαϊκό έργο Salym όπου εμπλέκεται η Shell.
Παράλληλα, η ρωσική ηγεσία είχε προχωρήσει σε “κατάσχεση” των περιουσιακών στοιχείων πολλών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων ενέργειας που δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία, όπως η αυστριακή OMV, η βρετανική ΒΡ, οι γερμανικές Uniper και Wintershall Dea, και η φιλανδική Fortum. Αντίστοιχα, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες είχαν προχωρήσει σε “κατασχέσεις” των περιουσιακών στοιχείων των ρωσικών κολοσσών Gazprom και Rosneft στην Ευρώπη, αναγκάζοντας και τη Lukoil να σχεδιάζει την έξοδό της από τη Βουλγαρία.
Με τις κατασχέσεις και τις καταναγκαστικές εξόδους να έχουν συμβεί σε καιρό πολέμου, το νομικό καθεστώς αυτών των αλλαγών παραμένει ομιχλώδες, αν και τα εκατέρωθεν δικαστήρια έχουν προς το παρόν αποφασίσει υπέρ των εγχώριων συμφερόντων κάθε φορά που έχουν κληθεί να εκδικάσουν σχετικές υποθέσεις μέχρι στιγμής. Από την άλλη πλευρά, αν Βρυξέλλες και Μόσχα καταλήξουν σε μία αναγκαστική επαναπροσέγγιση εξαιτίας των αμερικανικών πιέσεων ή των ευρύτερων συγκυριών, τότε η κανονικοποίηση των διμερών σχέσεων θα απαιτήσει και έστω μία μερική αποκατάσταση των προαναφερθέντων επενδύσεων. Εξάλλου, οι ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες έχουν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για τους ρωσικούς φυσικούς πόρους, είτε ως εισαγωγείς, είτε ως παραγωγοί.