Εάν αυτό είναι όντως το «Μεγάλο Παιχνίδι» της ελληνικής διπλωματίας, στην παρούσα συγκυρία μιας γενικής ανατροπής των πάντων, που άρχισε με την επάνοδο του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, τότε είναι άξιον επισημάνσεως ότι η Αγκυρα άφησε ασχολίαστη την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στην Ιερουσαλήμ.
Το ενδεχόμενο επίσης της μεταφοράς των S-400 στη Συρία ουδέποτε θα συζητούσε ο πρόεδρος Ερντογάν με το Ισραήλ, διότι απλούστατα δεν θα αναγνώριζε στον κ. Νετανιάχου ρόλο ηγεμονικό στην περιοχή. Αλλά ούτε και κανείς από τους Αραβες ηγέτες, παρά τις διαφορές –ιστορικές και όχι μόνον– με την Αγκυρα. Είναι ένα θέμα προς διαπραγμάτευση της Αγκυρας με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ.
Στην επίκλησή του προς τον «Παντοδύναμο», που ο κ. Ερντογάν έκρινε σκόπιμο να κάνει χρήση μιας λέξεως από το Κοράνι, αντέδρασε ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Γεδεών Σαάρ υποστηρίζοντας ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας «αποκάλυψε το αντισημιτικό του πρόσωπο». Μόνον που οι Οθωμανοί αλλά και οι Κεμαλιστές αργότερα ουδέποτε υπήρξαν αντισημίτες. Τον Νετανιάχου εχθρεύεται ο κ. Ερντογάν.
Σε εποχές χαοτικής ρευστότητος είναι αλήθεια πως αφθονούν οι αναλυτές. Κάποιοι από αυτούς υποστηρίζουν ότι η επίθεση εναντίον βάσεων αεραμύνης της Συρίας αποσκοπεί στον έλεγχο του εναερίου χώρου της περιοχής από το Ισραήλ με στόχο απώτερο το Ιράν. Μόνον που ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αδιανόητο, δίχως την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο πρόεδρος Τραμπ είναι ορκισμένος υποστηρικτής του Ισραήλ, αλλά όχι ενεργούμενο του κ. Νετανιάχου. Και ασφαλώς η Μέση Ανατολή είναι μεταξύ άλλων ένα από τα θέματα που συζητούν η Μόσχα και η Ουάσιγκτον. Είναι εξαιρετικά περίπλοκη η κατάσταση για να επιδίδεται κανείς σε ασκήσεις οιωνοσκοπήσεως.
(του Κώστα Ιορδανίδη, από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)